Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΥ/ 15η ΙΟΥΛΙΟΥ

Ανδρέας Πολυκάρπου 

Γοργό το βήμα του Πελία τον οδηγεί στο θρόνο.
«Φυλάξου από το μονοσάνδαλο» διεμήνυσε ο χρησμός.
Τον γαλούχησε βλέπεις ο ζωόμορφος Χείρωνας με τα ζωώδη ένστικτα.
Το βασίλειο του θα παραλάβει του Αίολου ο απόγονος.
Γοργό το βήμα μου ακολουθεί τον ίσκιο της σημαίας.
Το ήξερα. Ήμουνα σίγουρος ότι κάτω από τον ίσκιο της θα αναπαυόσασταν.
Άλλο χώμα πέρα από το ελληνικό
δεν μπορούσαν να βαστάξουν τα διάτρητα σώματα σας,
τα ξασπρισμένα οστά σας με τη ρετσινιά του Πελία.
Το θρόνο, πρόσκαιρα, σφετεριστήκατε του μονοσάνδαλου.
«Ο Μακάριος είναι νεκρός». Τον έστησαν στο απόσπασμα του γαλάζιου ορμητηρίου.
Εφονεύθην την 15η Ιουλίου ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Άγνωστος. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα. Σαν ένα σύμβολο που παρήκμασε.
Η δημοκρατία χωλαίνει στην ιδέα της Ένωσης.
Όπως τότε που η ιδέα αυτή μάτωσε κάτω από το βάρος της αγχόνης
και πυρπολήθηκε στα καρβουνιασμένα κρησφύγετα.
Τότε που ανέβαινε με πόδια γυμνά σε κακοτράχαλα βουνά
φωνάζοντας τον καημό των γερμένων κεφαλιών, της αλλοτινής νιότης.
«Ελληνικέ λαέ η φωνή που ακούς είναι γνώριμη».
Ο μονοσάνδαλος επέστρεψε φέροντας, όμως, την κατάρα του Αιήτη.
Το χρυσόμαλλο δεν τον σκέπαζε δέρας.
Μόνο τον Πενταδάκτυλο σκέπασαν για πάντα οι βόστρυχοι της Μήδειας.
Φέροντες όλο το αίμα και τον ιδρώτα των πυρωμένων ιδεολόγων
που δεν λησμόνησαν, που δεν θέλησαν να ξεχάσουν την αιτία της αγχόνης.
Τόσοι άνθρωποι, μια χούφτα ιερά οστά, για μια ιδέα.
Τόσα κρησφύγετα στοιχειωμένα από την ανακολουθία της συνείδησης που ακολούθησε.
Τόσα νεόκοπα κορμιά ρημαγμένα στα οδοστρώματα της κραταιάς αυτοκρατορίας.
Απέναντι σας μια σειρά από κυπαρίσσια.
Χωρίζουν τις συνειδήσεις σας με των άλλων νεκρών τα όνειρα.
Ακολούθησα και πάλι τη σημαία.
Όχι τη γαλανόλευκη. Όχι.
Αυτή μόνο τη λευκή που μας την επέβαλαν.
Αυτήν που αποδέχτηκαν οι επιζώντες ιδεολόγοι.
Εις μάτην. Αυτή θα ήταν και η αίτια του μετέπειτα χαμού, της αδελφοκτονίας.
Εμείς τη γαλανόλευκη μάθαμε να προσκυνάμε.
Αυτήν αναμασούσαμε στο στόμα και με την ιστορία της τρεφόμασταν.
Την άλλη δεν την ξέραμε. Δεν θελήσαμε ποτέ να τη μάθουμε.
Γύρω της περιφράξαμε τις συνειδήσεις μας και υψώσαμε τείχη.
Κι εδώ ο Μακάριος εξακολουθεί να είναι νεκρός.
Φονευμένοι κι εσείς την 15η Ιουλίου από τα χέρια των ομοαίματων σας.
Ανάμεσα στις ταφικές κλίνες κι ένας άγνωστος.
«Άγνωστος στρατιώτης». Εφονεύθην την 15η Ιουλίου από κάποιον αδελφό.
Ποιος να ξέρει; Φονευμένος ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Τουλάχιστον εσύ είχες ένα τάφο να ξαποστάσεις. Ένα σταυρό για προσκεφάλι.
Μια μάνα να σε κλάψει με μια ασπρόμαυρη στα χέρια φωτογραφία.
Άγνωστος, αταυτοποίητος και άπατρις.
Σαν ένα σύμβολο που δεν θα παρακμάσει ποτέ.

Σαν ένα στοιχειό που θα πλανιέται στην άταφη ιστορία.

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Λεωνίδας Παυλίδης (μικρή αναφορά)

Ο Λεωνίδας Παυλίδης γεννήθηκε το 1890 και απεβίωσε το 1957. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε καθ΄ όσον ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δημοσιογραφία και την λογοτεχνία. Εξέδωσε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και την Κύπρο, κράτησε για χρόνια τη στήλη της κριτικής στην εφημερίδα "Καθημερινή" ενώ διώχθηκε για την αριστερή του ιδεολογία, και εκτοπίστηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα. Το ποιητικό και κριτικό του έργο βρισκόταν μέχρι πρόσφατα διάσπαρτο σε ελλαδικά και κυπριακά έντυπα, καθώς ο ίδιος, ενόσω ζούσε, δεν προχώρησε σε κάποια έκδοση. 

Νίκη / Παυλίδης Λεωνίδας




Και την προσμέναμε την ώρα
του μυστικού συναγερμού
των πόθων και του γλυκασμού
της φαντασίας να ’ναι σαν τώρα...

Γύρα και μπρος μας των αγώνων
ανεμοκύμαντη η πυρά
και τα μεγάλα βροντερά
συνθήματα αγρικούνται μόνον...

Στην όψη μας και μες τα φρένα*
τα ολάσπρα κρίνα της οργής,
φρουμάζει* ο σάλος της κραυγής
στα χείλη μας τα πυρωμένα...


Γοργοί φεγγάτοι στ’ άναμμά μας
πρώτοι στο θάνατο ή στερνοί
μάρτυρες ή ήρωες, φωτεινοί
καπνοί μες τ’ αστραπόβροντά μας

Κι ο αλαλαγμός ως κρούει το γέρμα*
περιζωσμένοι το βοριά
ε την κλαγγή πλατιά ποριά*
ανοίγουμε μπρος τ’ άγιο τέρμα...

ΕΠΕΞΗΓΉΣΕΙΣ:


* φρένα, τα: μυαλό, διάνοια


*φρουμάζω (και φριμάζω): κοχλάζω, είμαι έτοιμος να ξεσπάσω


* γέρμα, το: δύση του ήλιου, ηλιοβασίλεμα

* ποριά, η: πορεία

φιλία / Παυλίδης Λεωνίδας


Φιλία πώς σε λαχταρώ κι ωιμέ
φοβούμαι μη ώς στην ύστατη πνοή μου
τα ουράνια σου δώρα μείνουν ξένα
για την πολυθλιμμένη τη ζωή μου.

Σ’ αποζητώ ωσάν ηλιοκαμένα
αγρίμια της αμμόστρωτης ερήμου
γυρεύουν τη δροσιά στα ξηραμένα
βραχοπήγαδα κι η άθλια η ψυχή μου

καίεται μέσα στ’ απλήρωτό* της πόθο
την κρύφια λαύρα* π’ ωχ* ποιος θα τη σβήσει
από ποια ψυχή δροσιά θε ν’ αναβλύσει



τόση που άλλη να μπορεί να δροσίσει;
Γέρασε ο κόσμος, ω ποιος θ’ αναστήσει
την κρύα την αναίσθητη καρδιά μου;


επεξηγήσεις:


* απλήρωτος: που δεν έχει ή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί

* λαύρα, η: φωτιά, μτφ. πόθος

* π’ ωχ: που έχει

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

ΝΑ’ ΜΟΥΝ ΑΤΟΣ


Χωρκόν μου τζ’ οι κουφάες σου εν ήμερες σαν σιέλια,
τους κουκκουφκιάους σου θωρώ σαν άσπρα περιστέρια.
Οι αγκαθκιές σου μοιάζουσιν σαν τρυφερά αγρέλια
τζ΄οι κονναρκές σου εν ίδιες με μυρωδάτα αμπέλια.
Να’ μουν ατός τζιαι να πετώ στον όμορφο ουρανό σου,
έστω ένας τσακρόστρουθος να πίνω το νερό σου.
Ας ήμουν ένας κουρκουτάς να φκώ πα’ στα δεντρά σου,
να ακούω τα μαράζια σου, νάμαι παρηορκά σου!
Που την πολλήν αγάπη μου έτσι εγιώ θωρώ τα,
πιστεύκω εν τζιαι τάραξα, έχω τα τετρακόσια!

ΑΝΤΡΟΣ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ

Εντόπιο ρίγος: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Πετρίδη (2013) Αποσπασματικοί στίχοι

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια 
αλλοτινής λατρείας 
τώρα σημάδια 
εμπύρετου μόνο περάσματος. 
Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά 
με κέρινα φτερά σωριάστηκαν 
στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, 
κι η βασιλεία των ουρανών 
άδειος πια θρόνος…

...

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε 
σαν δέντρα με βαθιές ρίζες 
σε υπόγεια νερά…

...

… δεν θέλει πολύ να ξέρεις 
κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα 
που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, 
για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό 
τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες 
δάκρυα της Παναγίας…

...

Αργά - αργά περιστρέφεται 
η σφαίρα της γης, 
ίδια παιδικό παιγνίδι… 
Κι άτακτα δεξιά ζερβά
μυρίζοντας το καθετί 
ανήσυχα εντοπίζεις 
τον χρόνο να τραβά τα λουριά 
στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…


Ούτε που ξέρεις 
ποιο δρόμο να πάρεις, 
κι εύκολα ξεχνάς 
πού είναι η πλώρη 
πού είναι η πρύμνη 
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια 
 πολλούς δείκτες στη θάλασσα


πηγή: http://www.drpetrides.com/el/demosiefsis/arthrografia-typos/17-2013

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ΄/ Μοράρης Γιώργος



Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.

Το λουτρό / Το Ικρίωμα : Δύο Ποιήματα του Γιώργου Μοράρη

ΠΤΗΣΗ / Μοράρης Γιώργος



Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν

προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.

Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.

Λεοντίου Παύλος (μικρό βιογραφικό)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1945.
Είναι απόφοιτος του Παγκύπριου Γυμνασίου Κύκκου. 


Ποιητική Συλλογή: Επιμαρτυρία 

[Τα χέρια σου] / Λεοντίου Παύλος

Τα χέρια σου στα χέρια μου,
και πως άλλαξε ο κόσμος! 

Αιώνες τώρα


Περιμέναμε την άνοιξη
και την ανάσταση
Λησμονήσαμε 
ότι προηγούνται
αιώνες τώρα
η προδοσία
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν

Αγγέλα Καϊμακλιώτη "Εκ του σύνεγγυς"

ΕΛΠΊΔΑ / Πενταράς Νίκος


το Φως
ντυμένο στα λευκά
βγαίνει σεργιάνι κάθε βράδυ στα σοκάκια 
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
του δειλινού καμπάνες
στη μνήμη μου ξυπνούν
φθινόπωρα και χειμωνιές ατέλειωτες
μα που στην πόρτα μου μπροστά εναποθέτουν
ολάνθιστα χρυσάνθεμα
σημάδι κάποιας άνοιξης που πάντα καρτερώ
μα που δεν καταδέχτηκε
έστω μια μαδημένη ανθοδέσμη
στην πόρτα μου μπροστά να εναποθέσει
τα βήματά του στο πλακόστρωτο
κατάλευκα μαντίλια γλάρων π’ αρμενίζουν
στο γλαυκό βλέμμα της θάλασσας
δίπλα σε σκάφη γκρίζα με κόκκινα πανιά
που πάντα προγραμμάτιζαν τη ρότα τους
μα πάντα βρίσκαν κόντρα τον καιρό
κι ακόμα ψάχνουν
χρόνια τώρα
για να βρουν λιμάνι.
Ποιητική Συλλογή:  «ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ», 1994

ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
– πολλών ήσυχων ημερών.

[Απόψε αποφάσισα να κάνω στην άκρη] / Γεωργίου Εύα

Απόψε αποφάσισα να κάνω στην άκρη
όλα τα γιατί,
όλα τα μπορεί
όλα τα πιθανά… 
Θα έρθουν μπροστά όλα τα λυτρωτικά!
Η ώρα λοιπόν να συμβιβαστώ μαζί σου!
0,τι ακριβώς προστάζεις…
Επιτέλους να πάρεις την μόνιμη θεση που σου αξίζει…
Θα μπορώ από εδώ κι μπρός
να σε κοιτάζω ίσια στα μάτια
να σου μιλάω ευθεια στην καρδιά…
Απο την πρώτη Καλημέρα μέχρι την
τελευταία μου Καληνύχτα
Ξέρω πώς νιώθεις…
Ξέρω πόσο πολύ σε αδίκησα…
Τελευταία , σε στρίμωξα πολύ
Όλα τα όχι σου, τα έκανα ναι…
Μου έλεγες δεν αντέχεις κι εγώ σε έσερνα…
Με ρωτούσες πού σε οδηγώ ,
κι εγώ σου έλεγα, απλά προχώρα…
Σε τραβούσα με βία να γίνουν πιο γοργά τα βήματά σου …
Σου έβαζα χίλια δυο να σκεφτείς, αγνοώντας αν είναι μέρα , νύχτα
γιορτή η καθημερινή
Αρκεί να ησουν μόνιμα παρών...
Από τον παράδεισο , σε οδήγησα στην κόλαση…
Απόψε σε είδα για πρώτη φορά να καταρρέεις και τρόμαξα...
Με προειδοποίησες αλλά δεν έβλεπα, δεν άκουγα …
εξάλλου ήμουνα πολύ μακριά
Ήρθε λοιπον η δικιά σου ώρα,
έστω με λίγη καθυστέρηση
Ναι….
Γερνάει ο χρόνος...
Φύγαμε!!!!