Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΙΜΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ / Σαμαράς Μ. Κυριάκος


Είμαι χαρούμενος
γιατί τα στάχυα κάρπισαν
και πλημμύρισαν τον ουρανό
γιατί ο μικρός βολβός
αναγγέλλει την κοσμογονία
κι ακόμη γιατί η ανεμώνη
συμπυκνώνει στα πέταλά της
το ουράνιο τόξο !
Είμαι χαρούμενος
γιατί το γαλάζιο φως
του ουρανού
ιριδίζει στα μάτια
του χελιδονιού !
Κι ακόμα πιο χαρούμενος είμαι,
γιατί η γυναίκα
με τα βυζαντινά μάτια
αναπνέει τη φύση,
την διαχέει στο σώμα της
και γίνεται η ίδια
μάνα της απαστράπτουσας
κτίσης !
Κυριάκος Σαμάρας

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΕΥΚΟΛΟ


Ταλέντο δεν χρειάζεται
μα ούτε χαραχτήρα,
ούτε πολύ να' χεις μυαλό
δεν θέλει να' χεις πείρα!
Να βρίσκεις τις ατέλειες
στους γύρω σου τα λάθη,
να βλέπεις ελαττώματα
και τα δικά τους πάθη!
Δεν θέλει αυταπάρνηση
ούτε σκληρό αγώνα,
πανεύκολο κι αθάνατο
θα μένει στον αιώνα!
Χριστοδούλου Θάλεια

'ΑΡΚΟΠΕΛΛΗ' (η Τρελή) /Στέλλα Βοσκαρίδου


Το μαστραππίν της
ο μισ̌ιαρός μες στην καρκόλαν της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της το κομμένον μες στο παούλον
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στο τταβάνιν
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στον σκάμνον της εκκλησ̌ιάς
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της μες στα τζ̌ερκά τ᾽αναμμένα
το τζ̌ερίν της πό᾽ν᾽άφτει
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στον σκάμνον
ο τζ̌ύρης της έν ο σκάμνος
ο τζ̌ύρης της έν ο τρούλλος
ο τζ̌ύρης της έν το τάμαν
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της το κομμένον μες στα τάματα
ο μισ̌ιαρός μες στην καρκόλαν της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της μες στην καρκόλαν της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της μες στα βυζ̌ιά της
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν των βυζ̌ιών της
η μάνα της που᾽δεν όρομαν το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν των βυζ̌ιών της
η μάνα της τζ̌ι άψεν τζ̌ερίν που᾽δεν όρομαν το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πά᾽στην Αγίαν Τράπεζαν των βυζ̌ιών της
το τζ̌ερίν της πό᾽ν᾽άφτει
το τζ̌ερίν της μάνας της πό᾽ν᾽άφτει
το τζ̌ερίν της μάνας της πού᾽ σ̌ει που το 74 ν᾽άψει
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της πού᾽ σ̌ει που το 74 π᾽άφτει
ο μισ̌ιαρός μες στην καρκόλαν της
ο τζ̌ύρης της μες στο παούλον
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της έν το παούλον
ο μισ̌ιαρός πά᾽στην κακρκόλαν της τζ̌αι τζ̌είνη κάθε νύχτα που τζ̌οιμάται μες στο παούλον
το σ̌έριν του τζ̌ύρη της τζ̌αι το τζ̌ερίν της μάνας της
το σ̌έριν τζ̌αι το τζ̌ερίν
το σ̌έριν τζ̌ερίν
το σ̌έριν τζ̌ερίν
το σ̌έριν τζ̌ερίν
………………
το σ̌έριν τζ̌ερίν

***

Γλωσσάρι για τις Κυπριακές λέξεις στο ποίημα
Αρκόπελλη: (άρκος: άγριος + πελλός: τρελός)
μαστραππίν: μικρό δοχείο, κουβάς.
μισ̌ιαρός: σαμιαμίδι
καρκόλα: κρεβάτι
σ̌έριν: χέρι
τζ̌ερκά: κεριά, τζερίν: κερί
άφτει: ανάβει
όρομαν: όνειρο
παούλον: μπαούλο

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ


Τούντο ταξίδιν της ζωής, μοιάζει πολλά με πλοίον,
που πάνω έσιει μας τζιαι μας,
τζιαι προχωρά κατά δυσμάς,
τζιαι πάει λλίον λλίον.
Άμα τζιαι γιω γεννήθηκα, την ίδιαν ημέραν,
π’αρκίνεφκα τον βίον μου,
είχα τζιαι γιω το πλοίον μου,
έτοιμον τζιαι καρτέραν.
Τζιαι μου λαλούσαν οι γονιοί, του πλοίου να γνωρίσεις,
τον χειρισμόν των μηχανών,
τζι’ άνω που είκοσι χρονών,
ταξίδιν ν’αρκινήσεις.
Μες τα σκολεία θώρουν τα, τα χρόνια να περνούσιν,
τζιαι κάμναν μου συνέχειαν, χωρίς να σταματούσιν,
μαθήματα κάθε λοής,
όπως το πλοίον της ζωής,
ίνταλος κοιβερνούσιν.
Τζιαι ούλον τούτον τον τζιαιρόν, με βοηθόν μιαν βάρκα,
συγχρόνως του σκολείου μου,
εγέμοννα του πλοίου μου,
με όνειρα τ’αμπάρκα.
Τζι’αμάκλεισα τα είκοσι, καταρτισμένος ήδη,
ούλον ελπίδες τζιαι χαρές,
εσήκωσα τες άγκυρες,
τζι’ άρκεψα το ταξίδι.
Σε λλίον λλία όνειρα, έφκαλα που τ’αμπάρκα,
τζιαι πήα τζιαι παντρεύτηκα,
τζιαι ενοικοτζιυρεύτηκα,
μα σφίξαν τα ζωνάρκα.
Το πλοίον μου ο άνεμος, άρκεψεν να το δέρνει!
Σαν ήμουν δίχως χρήματα,
άρκεφκεν πας τα κύματα,
ν’ανεβοκατεβαίνει.
Σε κάθε δυσκολίαν μου, σε κάθε μου μαράζι,
τζι’εμπόδιον που βρέχετουν,
το πλοίον μου εδέρνετουν,
που μπόρες τζιαι χαλάζι.
Μες τες φουρτούνες της ζωής, στο πλοίον τόσα χρόνια,
ήβραν με πιον τα γεραδκιά,
γιατί σαν ήμουν με παιδκιά,
εβρέθηκα μ’αγγόνια.
Μες τες τόσες μου τες μπόρες, τζιαι θαλασσοταραχές,
η ζωή μου εν εχάρει,
τζιαι το πλοίον μου εφθάρει,
πούσιεν τόσες αντοχές.
Τούντο πλοίον της ζωής μου, έθθελω να σταματήσει,
μα χάλασεν τζιεν σάζεται,
τζι’ όπως θωρώ βιάζεται,
να φτάσει εις την δύση.
Τα όνειρα που έκαμνα, πούχα τα νιάτα τάρκα,
στα χρόνια που περάσασιν,
τα πιο πολλά μουχλιάσασιν,
που μείναν μες τ’αμπάρκα.
Μα ως την ύστερην στιγμήν, θέλω τα ναν κοντά μου,
τζι’ οταν θα κρεμοτσακκιστώ,
τζιαι με το πλοίον βυθιστώ,
να βυθιστούν μιτά μου.
Χαμπής Αχνιώτης

ΑΠΡΙΛΗΣ / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Τα ξεχασμένα παιδιά
κλωτσάνε μια μπάλα
στην αυλή του σχολείου.
Είναι 3 και 30 ακριβώς
ο ήλιος τέτοιο μήνα είναι συμπονετικός
καψώνει όμως σιγά σιγά
ένα μετά το άλλο
τα ηλιοστάσια του.
Το ξανθό κορίτσι
η μικρή κλειδούχος
ανοίγει παραφυλώντας το κάγκελο
και τρέχει προς τα έξω
για να φέρει κάτι ασήμαντο.
Η πόρτα μένει μισάνοιχτη
ένα παιδί την βλέπει και προλαβαίνει
βγαίνει από τα όρια
και γίνεται σύννεφο
ένα άλλο παιδί κάνει το ίδιο
και γίνεται αστραπή
τα άλλα παιδιά γίνονται σταγόνες και άνεμοι
τα παιδιά πολλαπλασιάζονται
τα παιδιά εξαϋλώνονται.
Κάπως έτσι
εκείνη την ηλιόχαρη μέρα
ξέσπασε
πάνω από την αυλή του σχολείου
μια αλλόκοτη καταιγίδα.

Όλοι ειν’ απλά περαστικοί / Ειρήνη Ανδρέου


Κρατούσα την ψυχή μου στην χούφτα μου
κι έτρεχα ασθμαίνοντας , ματωμένη,
με ένα τεράστιο "ΓΙΑΤΙ" να μου καίει τα σπλάχνα.
Ύψωσα το βλέμμα μου, μα το χαμήλωσα .
Χιλιάδες κραυγές , χιλιάδες ΓΙΑΤΙ κει πάνω.
Το μαχαίρι καρφωμένο βαθιά στην πληγή.
Πονούσα, αβάσταχτα πονούσα... κρύωνα.
Άρπαξα κάποιον απ το μανίκι, με έσπρωξε..
Έπεσα χάμω...άπλωσα τα χέρια για βοήθεια...
Κάποιος με κοίταξε βιαστικά , κοντοστάθηκε..
Γνωστός μου φάνηκε…αδελφός, φίλος, εραστής;
Βιάζομαι μου είπε, θα κλείσει η τράπεζα...
Κουλουριάστηκα στο χώμα… άρχισε να βρέχει…
και δώστου το ΓΙΑΤΙ μαχαίρι να γυρίζει στην πληγή.
Πού πήγανε , πού χάθηκαν οι φίλοι, οι δικοί.
όλοι αυτοί που έδινα…..έδινα….. έδινα……έδινα….
Πόσους αιώνες έμεινα εκεί , δεν ξέρω.
Ξαφνικά ένιωσα δυο χέρια να μ’ αγγίζουνε στους ώμους.
Σήκωσα το βλέμμα κι αντίκρισα ένα άγνωστο πλάσμα....
Τα μάτια του μόνο κάτι μου θύμιζαν, είχαν μια θλίψη..
Μα ήταν γεμάτα από αγάπη. «Ποιός είσαι;» Τον ρώτησα.
"Εσύ", μου απάντησε , σε έχασα ,ήσουνα αλλού"...
Μου άπλωσε το χέρι, το άρπαξα και στάθηκα στα πόδια.
«Μάζεψε και τα κομμάτια της ψυχής σου , μου είπε...
Μόνοι μας δεν τα συναρμολογούσαμε πάντα;»
Σκύβω να τα μαζέψω, τα κοιτάζω ,το ξανασκέφτομαι…
Σηκώνω το πόδι και τους δίνω μια γερή κλωτσιά .
Πάμε, του λέω. Μόνοι μας. Εγώ κι εσύ απ’ την αρχή
δίχως τα «πώς» και τα «γιατί».
Δεν έχει νόημα… όλοι είν’ απλά περαστικοί ...
Για κοίτα ποιος βγαίνει απ’ την τράπεζα ; Κοίτα, μας χαιρετά.
Πάμε,! Έκλεισε κι η τράπεζα της καρδιάς μου….
Από το βιβλίου ΦΤΟΥ ΜΑΣ.. με αγάπη "
κεφάλαιο " Της ψυχής μου η κραυγή"

ΤΟΣΟ ΦΩΣ / Νίκος Πενταράς


Αηδόνι μου,
τόσο φως
που κελαηδά μαζί σου
κάθε αυγή
με ξεγελά
και βάζω τα καλά μου
να πάω στην εκκλησιά,
γιατί νιώθω
την κάθε μέρα
Κυριακή.

Στα δικά μου παραγγέλματα / Κυπριανού Ντίνος

Στα
δικά μου παραγγέλματα
το
μούτρο μου δέν ανταποκρινόταν
είχε
απο μέρες μεσίστιο το ύφος
ενώ
υπό μάλλης και οι επιθυμίες >>
Του είχα τάξει χαρές
το
πασπάλιζα με ψευτιές
ήθελα να είναι χαρούμενο ...
Χμ ...
Του
κακοφάνηκε τις προάλλες ,
τού'ταξα θάλασσα
Εδώ
και ώρα προσπαθώ
να το καλοπιάσω μ'ένα γλυκό νεράντζι
ξέρω του αρέσει πολύ μα ,,,
η
όξυνη όψη του
με σκιάζει
το βαζάκι
με
το γλυκό εκεί θα το αφήσω
δίπλα του ...
θα γλυκανθεί σάν ονειρεύεται .
Κων/νος Κυπριανού .

ΣΤΟ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟ / Τακκίδη Μαρίνα [Καπετανου ] (Ποιητάρισσα),


Στον πενταδαχτυλο ψηλα 
Να παω να κατιτζιησω 
Να στησω ενα πολυβολο
Τζιε τουρκο να μεν αφυσω

Τες πετρες θα κατρατζιηλω
Αν ντα να δω τον τουρκο
Να ανεβεννη το βουνο
Εγιω εν θα τον αφηκω
Εγιωνη τους βαρεθηκα
Τζιε θελω να τους δκιοξω
Να τους κατατρεξω οπως μπορω
Χτυπα μου πας τα τζιερατα
Η τουρκικη σημαια
Να την ξυλωσω να με την θωρω
Να ζησω με τα μαια
Τζιε μονο την κυπριακη
Σημαια θα ζωγραφισω
Να την θωρω να σιερουμε
Οσον τζιερο θα ζησω
<<<<<<<<<<<<

Μαρινα τακκιδη [καπετανου]

Η ΘΕΑ


Είναι ένα πλάσμα αέρινο,
σαν άγγελος μου μοιάζει,
όταν την βλέπω να περνά,
σε πειρασμό με βάζει
σαν τη Θεά του έρωτα,
σαν μία ανεράδα,
σαν οπτασία που έρχεται,
κάτω απ΄την φεγγαράδα,
μάτια γαλάζια, όμορφα,
κορμί αγαλματένιο,
δυό χείλια κατακόκκινα,
δέρμα σαν φιλτισένιο,
είναι ένα πλάσμα Θεικό,
γέννημα του μυαλού μου,
λες κι είναι ένα παιχνίδισμα,
του μαγεμένου νου μου,
νόμιζα πως κοιμόμουνα,
κι έβλεπα στ΄όνειρο μου,
αυτό το πλάσμα να περνά,
να παίρνει το μυαλό μου,
μα είναι Θεέ μου αληθινή,
τη βλέπω, την μυρίζω,
γυρνά και μου χαμογελά,
και μ΄έρωτα ανθίζω......
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Χαικού / Αθως Χατζηματθαίου

Βαλς ερωτικό 
χορεύεις κυκλάμινο
με τον αγέρα.


ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ / Μαρούλλα Πανάγου


Ηθελες έλλε τζιαι καλά να μπεις μες στην καρκιά μου
τζι είπες μου ότι θέλεις με, τζι επέλλανες μιτά μου
“Να το πιστέψω δύσκολο τες τσιόφτες σου να κόψεις”
είπου σσου τότες ,να χαρείς αλλού ν'αναορέψεις
Μα σου ατού! τζιαι γιναξιής όσον εν παίρνει άλλο
τζιαι το κακόν εγίνητζιεν απού μιτσίν μεάλο
άρκεψες να 'ρκεσαι στον νουν εσού την κάθη μέρα
τζι' ας σ' έδκιωχνα εν έφευκες πρωίν για την εσπέρα.
Στην σκέψη μου σουν τακτικά τζι εθώρου 'σσε ομπρός μου
η γνώμη μου εγύρισεν τζι αγάπησά σε φώς μου .
Τζι είπα σου πότε 'ννα μπορείς εμείς για να βρεθούμεν
να δούμεν αν ταιρκαζουμεν οι δκυο ν'αγαπηθούμεν
Μα σαν σού τό' πα άρκεψες πίσω εσού να κάμνεις
εφοητσιάστεις τζι αφορμή γυρεύκεις τζι' ας με χάνεις
Σαν σου συντήχαννα' φευκες, μέρες να μου συντήσεις
τζι άφηννες με να καφκουμε πριν να μου απαντήσεις
Απου την μιαν με έθελες μα που την άλλη τρέμει
που μέσα η καρτούλλα σου γυρίζει σαν ανέμη
πάλε σε ξαναρώτησα τι θέλεις πιον που μένα
αν ένι τζιαι μετάνωσες να γίνουν περασμένα
Τζιαι να πετάσεις για αλλού να κάμεις την φουλιά σου
μ άλλην αγάπη για να βρεις να μπει στην αγκαλιά σου
Το “θέλω” σε που τ' αγαπώ “ το'να μακρά που τ'άλλο
μα δα που φτάσαμεν τωρά, ξέρε δεν πάει άλλο
Πονεί η καρκιά σαν σου λαλεί ότι ποσιαιρετά σε
εν σταματά να σ' αγαπά τζι ακόμα εζητά σε
Αμμά την σφίγγω να γενεί πέτρα στην δύναμή μμου
τζι απού τα τώρα τζιαι να πά στην στράτα μανισιή μου
τζι η άλλη πον ναν τυχερή τζιαι ταίριν της πον να σαι
μεσ το βασιλειο του έρωτα μετά της σαν τζιοιμάσαι
Να ζιεις για πάντα στην χαρά τζι εμέν σαν με ξηχάσεις
με ειχα σε, με εισιες με τίποτες εν θα χάσεις
Τωρα λαλώ σου “στο καλόν” ετσι τουν το γραμμένο
άλλα λαλούσαμεν εμείς τζι αλλα το πεπρωμένο
να το αλλάξει μμάδκια μου κανένας εν ημπόρει
τζιαι πάντοτες το ριζικόν έσιει δικόν του στόρυ .

Βραδινός περίπατος / Ανδρέας Τιμοθέου

Βραδινός περίπατος
Τα βράδια
πάντα λίγο μετά τα μεσάνυχτα
στα καλντερίμια της πόλης
κυκλοφορούν σκιές,
μαζί τους και κάτι γάτες.
Γυρεύουν να ξεδιψάσουνε
από τις τρύπιες σωλήνες
παλαιών σπιτιών
που στάζουνε κι αυτές μεθοδικά
και μόνιμα
σαν θα ’πρεπε στον χρόνο.
Στο κέντρο
τα μπαλκόνια μυρίζουνε καρπούζι
στους περαστικούς,
μα εσύ αντί για χαράματα καλοκαιριού
και πάλι εκείνη την πρώτη κολοκύθα αναζητάς,
έστω τα θρύψαλά της
κι ας μην υπήρξε άμαξα ποτές
σαν στο ψιθύρισαν οι γάτες.

[Βαριά ανασαίνει απόψε η νύχτα]΄/ Λαμπής Γιάννος

Βαριά ανασαίνει απόψε η νύχτα
και στην καρδιά μου μια μαύρη λύπη ανθίζει
Απ’ έξω από τη κάμαρα μου
με τρελαίνει ένα τριζόνι,
δεν λέει να κοιμηθεί κι όλο κλαίει,
σίγουρος είμαι! δεν είναι του σαλεμένου μου μυαλού,
άκου! Τ’ όνομα σου λέει.
Οι ώρες σέρνονται βαριές και βουβές
κι αντηχούν στο λιθόστρωτο
ψελλίζοντας όλα αυτά
που δεν τόλμησα ποτέ να σου πω.
Αγάπη μου! το πόσο μου λείπεις
δεν θα μπορέσεις να μάθεις ποτέ,
οι ώρες που μου χάρισες,
τα λόγια που μου είπες,
τα θυμάμαι ξανά
και σε κάθε συλλαβή
πικρό δάκρυ χύνω.
Αγάπη μου! στα στήθη πονώ
τα λόγια μου ακόμα μια φορά
κόπηκαν στο στόμα,
τόσα χρόνια χάθηκαν
έμειναν άνυδρα και έρημα χωρίς εσένα
Αγάπη μου!
με τα φιλιά σου ράνε με απόψε,
όπως ραίνουν ένα νεκρό
και να θυμάσαι, ήτανε γραφτὸ
εγώ να σ᾿ αγαπήσω, τόσο πολύ,
που καμμιά άλλη γυναίκα ποτέ δεν έχει αγαπηθεί.

Παρουσίαση ποιητικής συλλογής «Οι μέρες τ' Αυγούστου»

  • Ο πολιτιστικός όμιλος «Άρτιον» σας προσκαλεί στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Αντρέα Τιμοθέου
    «Οι μέρες τ’ Αυγούστου»
    που θα γίνει την Τετάρτη 31 Αυγούστου, στις 8.15 μ.μ. στην αυλή του καφενείου «Περί Τέχνης»
    επί της οδού Κωνσταντίνου Καλογερά 72, Λάρνακα.

    Πρόγραμμα εκδήλωσης:
    Χαιρετισμός από τον ζωγράφο και Πρόεδρο του πολιτιστικού ομίλου «Άρτιον», κ. Ανδρέα Παρασκευά.
    Παρουσίαση του έργου από τους ποιητές Στέφανο Σταυρίδη και Ανδρέα Αντωνίου.
    Αντιφώνηση από τον ποιητή και ανάγνωση αποσπασμάτων από το έργο.
    Θα ακολουθήσει δεξίωση.