Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Ο αμολόητος / Μιχαηλίδης Βασίλης

                                                                                                    
Έναν τζαιρόν τζαι μιαν βολάν του σώματος τα μέλη,
έτσι σγοιαν είχαν ούλλα τους αγάπην σαν το μέλιν,                                             
έκαμαν επανάστασην τζ’ αρκέψαν πάνω κάτω                                                         
να ρίψουσιν την τζεφαλήν ‘που το καπετανάτον.
Έτσι σαν εμαλλώνασιν τζ’ ήταν να σκοτωθούσιν,                                  5
αθθυμηθήκαν τους θεούς τζαι πάσιν να κριθούσιν.
Αφού τ’ αποφασίσασιν για να το κάμουν τότες,
εμπήκασιν εις την γραμμήν ούλα τούς στρατιώτες.
Βάλλουν τον αμολόητον ομπρός παϊρακτάρην                                                      
τζαι πουρουτζήν τον γείτον του να παίζει να τους πάρει                  10                  
Πκιάννουν την στράταν, φίλοι μου, κατταρκαστοί λουρκάζουν,                  
παν’ κόττα βία στους θεούς τζ΄ αρκέψαν να φωνάζουν.                                      
όι εγώ, όι εσού, πκοιος να’ σιει τα πρωτεία.
Θωρείς τζαι τζει π’ ακούουνταν ούλλους οι μαλλωμοί τους,                   15
σηκώννεται ο αμολόητος τζαι στέκει τζαι λαλεί τους:
– Πάψετε τα μαλλώματα, κάτσετε ‘νεπαμένα                                                             
τζαι βάρτε φτιν ν’ ακούσετε τα λόγια μου εμέναν.                                                     
Είντα νεκατωθήκατε ούλα τους καραόλους;                                                               
Ό,τι τζ’αν είμαι, εγιώ είμαι, εγιώ σας ‘ρίζω όλους.                                           20
Αντάν τζοιμάστε ούλλοι σας τζ’ εσείς τζ’ ο καπετάνος,                                           
εγιώ ξυπνώ τζαι στέκουμαι τζαι γλέπω σαν βαριάνος.                                          
Βαριάνος ντούρος, άφοος, ‘γρυ’ να μου πει πκοιος μπόρει,
να κάμω χίσαν μιαν τρυπώ θωρακωτόν παμπόριν.                                               
Εσείς πρέπει να στέκεστε ομπρός μου ντροπιασμένοι,                                25
γιατ’ είστε μ’ έναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι.
Εγιώ ξέρω είντα τράβησα, για να’ στε σεις να ζείτε,
χωρίς εμέναν την ζωήν πού έθεν να την δείτε;
Εξύπνουν τζ’ εσηκώννουμουν σαν λιόντας θυμωμένος
τζ’ επήαινα ανακούτρουλλος, δισακκοφορτωμένος.                              30                  
τζαι δεν ετταϊνάτιζα μέ κρίσην μέ βασίλειον                                                             
παρά ‘μπηα τα μούτρα μου τζ’ έφτυννα μες στον σπήλιον,
σπήλιον πο’σιει το στόμαν του μες στα μαζιά χωσμένον,                                        
τζ΄ άφηννα το δισάτσιν μου π’ αππέξω κρεμμασμένον”.
«Μούλλωσε συ, πουκατινέ, τζαι δεν σου ππέφτουν λόγια,                    35          
τζ’ ο αρχηγός εγιώ είμαι, που κατοικώ στ’ ανώγεια».
Τότες ο αμολόητος με στόμφον τζαι θυμόν πολλύν,
γυρίζει μ’ ένα ξίππασμαν, λαλεί στην τζεφαλήν:                                                          
«Εσού, κυρία τζεφαλή, να μεν αννοίεις στόμαν
τζ’ εν είσαι ο καπετάνιος μας, φορείς τα μαύρα ακόμα.                               40
Ως που’ σαι δασερή εσύ τζαι μαυροφορημένη,
ο αρχηγός εγιώ είμαι, τζαι κάτσε ‘νεπαμένη.
Εννά΄σαι καπετάνος μας τζ’ εννά’ σιεις τα πρωτεία,                                             
αντάν αλλάξεις τζαι ντυθείς τον άσπρον σου μαντύαν.
Τώρα σιώπα, μεν λάμνεις, τζ΄εγώ σε κουμαντάρω                                        45            
τζαι όπου θέλω, ζόρολα, μιτά μου εννά σε πάρω».                                                           
Οι δικαστές εκήρυξαν την τζεφαλήν ανόητον
τζ’ εδώκασιν το δίκαιον στον μέγαν αμολόητον.
Τζ’ ο γείτος του ο πουρουτζής προς το ακροατήριον
ενθουσιώδες έκραξε βροντώδες νικητήριον.              



  •         αμολόητος: ο ακατονόμαστος, ο ανομολόγητος
  •   σγοιαν: σαν, όπως, καθώς [< ως οίον]
  •   αρκεύκω: αρχίζω
  •   παϊρακτάρης: σημαιοφόρος
  •  πουρουτζής: που παίζει τη μπουρού, ο σαλπιχτής
  •     κατταρκαστοί λουρκάζουν = περπατάνε στη σειρά, στη γραμμή
  •     κόττα βία = βιαστικά
    Αρκέψασιν έναν καβκάν τζαι μιαν φιλονικίαν,
  •  νεπαμένος: αναπαυμένος, ήσυχος
  •  βάρτε φτιν = βάλτε αυτί
  •  καράολος, καραόλος: το σαλιγκάρι [σε μας καράβολας]
  •  αντάν: όταν
  •    βαριάνος: ο φρουρός [σε μας βαρδιάνος]
  •   χίσα: επίθεση, έφοδος [τκ. hisa]
  •  ανακούτρουλλος = ξεσκούφωτος
  •   τταϊνατίζω: υπακούω – μέ… μέ.. = ούτε… ούτε
  •    μαζίν: αγκαθωτός θάμνος
  •      μουλλώνω: σωπαίνω, λουφάζω
  •    μ’ένα ξίππασμαν: ξαφνικά, απότομα
  •     εννά = θε να, πρόκειται να, θα
  •    λάμνω: προχωρώ [αρχ. ελαύνω]. Εδώ: μη μιλάς.
  •   ζόρολα: με το ζόρι, μιτά: μαζί

[Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή....] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!

Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.

[Ο λαός στο όρος] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ο λαός στο όρος, σαν πεινάσει,
γυρεύκει τίποτες να φάει,
κι ο κυνηός, για να τον πκιάσει,
στήννει την τσάκραν κει που πάει.
Βάλλει του πάνω έναν κομμάτιν
ψουμίν ξερόν να του γελάσει
του κακορίζικου στ’ αμμάτιν,
νά ’ρτει να φα’, για να τον πκιάσει.

[Ας πκιάσουμεν παράδειγμαν έναν φυτόν του κρίνου] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ας πκιάσουμεν παράδειγμαν έναν φυτόν του κρίνου.
Αντάν βλαστήσει ’που χαμαί κ’ αρκεύκει να ψηλώνει,
αρκεύει και σειρές-σειρές τα φύλλα του ν’ απλώνει
και λλίον-λλίον ώς που πά’ ψηλά και μιαλυνίσκει,
το φύλλον του καλλιωττερά και θέμι λεπτυνίσκει,
βκάλλει φύλλα και μάχεται και πάει πάνω-πάνω,
βκάλλει το κρίνον ύστερα, σαν βασιλιάν που πάνω.
Άμα το βκάλει, στέκει πκιον· έκαμεν την δουλειάν του,
’φήννει το κείνον και σκορπά παντού τη μυρωδκιάν του.

[Ω δροσερόν μου σίγαρον] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ω δροσερόν μου σίγαρον! τίς σ’ έδωκεν την δρόσον;
Τίς σ’ έδωκε την δύναμιν εκ των κομψών δακτύλων,
οπόταν σε συνέθλιβον και σ’ έκαμναν στρογγύλον;
Την δρόσον μήπως σ’ έδωκε με ένα ασπασμόν της
η γλώσσα, ήτις σ’ έβρεξε με το γλυκύ υγρόν της;
Μήπως κανένα μυστικόν σε είπε και γνωρίζεις,
κι οπόταν με τα χείλη μου σε πίννω, ψιθυρίζεις;
Ειπέ το, σίγαρόν μου, πριν ολοτελώς σε καύσω·
Αν είν’ ωραίον να χαρώ, αν είν’ κακόν να κλαύσω.

προσευχή / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ο Τούρκος ότι τζι' έφυεν τζι' εμείναν μανισιοί τους,
εγονατίσαν ούλοι τους για να προσευκηθούσιν,
τζι' ούλοι εκλαμουριστήκασιν, τζιαι τζιείν' η προσευκή τους
ήτουν που μέσα στην καρδκιάν την ώραν που πονούσιν.
Στην υστερκάν της προσευκής έτσι γονατισμένοι
είπαν κλαμένοι σιανά τζιαι με φωνήν κομμένην:
"Θεέ μου, τζιαι συχχώρησε τους λας που μας μισούσιν,
Θεέ μου, τζιαι ξησκλάβωσε την άχαρην φυλήν μας,
Θεέ μου, τζιαι στερέωννε τους λας που πολεμούσιν,
Θεέ μου, τζιαι συχχώρα μας τζιαι δέχτου την ψυσιήν μας!

[Σα σημαιούλες πορφυρές] / Κριναίος Παύλος

Σα σημαιούλες πορφυρές
στων λουλουδιών τη σύναξη
τ’ αγρού τη μυροφόρα

Θα γιομίσουν ρυτίδες τ ’ αγάλματα / Κριναίος Παύλος

Αν είναι μοιραίον να χειραγωγήσει τον Δον-Κιχώτη ο Σάντζος
θα γυρίσουνε πίσω οι πηγές,
θ’ απαρνηθούνε τον ύπνο τα όνειρα,
θ’ αναζητήσουνε οι θάλασσες μια χούφτα αλάτι,
θα λησμονήσουν τον ευαγγελισμό τ’ ουρανού οι εντάφιοι σπόροι
θα γιομίσουν ρυτίδες τ’ αγάλματα.

Ό ύπνος μιας μικρής εταίρας / Κριναίος Παύλος


Ώ μη χτυπάτε πειά, εραστές, την πόρτα της Ροδής, την ώρ ‘
αύτη πού στην γλυκειάν αγκάλη του ερωμένου του ωραίου
της “Υπνου έδόθηκε—στη μέθη της σιωπής .
Ω μη χτυπάτε πειά, εραστές, την πόρτα της Ροδής.
Κοιμάται τόσο ανάλαφρα και τόσον απαλά,
με μια ιλαρή στην δψη της πικρία φωτολουσμένη,
πού ή πεταλούδα ή ντροπαλή της παρθενίας γλυκά
στο άκροανοιγμένο των χειλιών μπουμπούκι, απατημένη
θάρτή να πάρει τ’άρωμα της παιδικής πνοής.
“Ω μη χτυπάτε πειά, εραστές, την πόρτα της Ροδής.
Κοιμάται τόσο ανάλαφρα και τόσο τρυφερά
π’ αργά και μόλις το άγουρο τρεμοανασαίνει στήθος
στα χάδια του “Υπνου ! και τα ωχρά τα βλέφαρα κλειστά
σαν μαραμένα πέταλα 8 υακίνθων, στα γλαρά
τα ωραία της μάτια, που τραβούν των εραστών το πλήθος…
Ω μη χτυπάτε πειά, εραστές, την πόρτα της Ροδής.

«Αυνανιστού Εγκώμιον, το ημερολόγιο (ν) του Εξουσιαστή».(απόσπασμα)




Θυμάσαι πως μυρίζει το αίμα;
Θυμάσαι την γλυκιά ζεστή γεύση που έχει σαν το φέρνεις στα χείλη;
Θυμάσαι τότε που οι πληγές σου ήταν ακόμα νέες κι ανοιχτές , σαν τις ρωγμές του τοίχου μετά τον σεισμό του προηγούμενου λεπτού;
Γιατί δεν αιμορραγείς πια;
Γιατί είσαι τόσο στεγνός ακόμα και στην προοπτική του ίδιου σου του τέλους;
Γιατί δεν θρηνείς την απολεσθείσα μαγεία σου;
Γιατί μένεις εκεί ακίνητος μα τόσο ακίνητος μα τόσο ακίνητος ;
Κάποτε κοιτούσες τον καθρέφτη και ήξερες πως η ματιά σου θα τον σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Κάποτε πότε;- αχ ξόδευες μαλάκα μου την ύπαρξη σε φλέβες ναι αχ πονούσες
ω!


Ξέσκιζες τις σάρκες σου στα ηλεκτροφόρα σύρματα και
ε!
Τι έκαμες ;
Α!
Ω!
Ε!
Ταχυπαλμία ναι!
Σταματούσαν τα ρολόγια τότε μαζί με την αναπνοή σου τότε , αχ τότε , σταματούσε η Ιστορία με την αναπνοή σου και ναι, ναι, ναι, σε βλέπω ολόρθο να ισορροπείς πάνω σε μια τεντωμένη χορδή κιθάρας , γλιστράς , γλιστράς , και γίνεσαι δυο , τρία , τέσσερα , αμέτρητα κομμάτια , πάντα ήσουν κομμάτια, πάντα θραύσματα μικρά και έτοιμα να εκραγούν κάθε στιγμή , μια ζωή εμπόλεμη σε θυμάμαι σε έναν διαρκή εμφύλιο άνευ λόγου ή μετά λόγου , δεν έχει σημασία!

ΑΛΤ! Σταμάτα!
Θα σε σκοτώσω ακόμα κι αν κάνεις πως αναπνέεις!
Θα σου κάνω το κρανίο μια μάζα αίμα και εγκεφαλικής ουσίας .
Θα γίνω «ιδιαζόντως απεχθής» για σένα
χρυσό μου , αγάπη μου, μάτια μου, καρδιά μου
και θα πράξω το επίσης ιδιαζόντως ειδεχθές να ησυχάσεις εσύ από τον εαυτό σου και εγώ από όλους αυτούς τους σκοτεινούς που εμπορεύθηκαν κατ’ εξακολούθηση την παρθένα μεγαλοφυΐα μου
Α.. ναι! Θα κάνω έγκλημα !
Και θα το πράξω όσο δύναμαι πιο φρικτό
κτο-φρι
φρι- κτο, φρικτότατο-ναι-τατο φρι .
Be free.
Θα σε σκοτώσω πρώτα , δεν θέλω να υποφέρεις , είμαι καλός εγώ.
Μετά , θα χαζέψω το πτώμα σου για ώρα και νομίζω ότι θα ασελγήσω πάνω του και θα προσπαθώ να αποφασίσω αν πρέπει να κλαίω να γελάω ή να μην κάνω τίποτα από αυτά τα δυο.
Στη συνέχεια θα σε τεμαχίσω
εδώ θα κλαίω και θα ξερνάω αλλά δεν πειράζει-
και θα σε χτίσω σε ένα κουτί από μπετόν.
Μόλις στεγνώσει το μπετόν θα σε μεταφέρω με τη βάρκα και θα σε ρίξω στο πέλαγος
Κανείς δε θα σε βρει εκεί
Τώρα θα ξημερώσει .
Ήλιος χρυσός θα βγει και όλα θα ξεχαστούν .
Ποτέ δε σε γνώρισα , ποτέ μα ποτέ δε σε σκότωσα , όλα ένα κακό όνειρο ήταν , πάει , πέρασε.
Με κόπο θα ξαναπάω στον καθρέφτη και θα με κοιτάξω για ώρα και θα είναι σα να κοιτάω έναν άλλο , όπως πάντα γινόταν δηλαδή.
Ωραία να επιστρέφει κανείς στην τάξη.
Την ηρεμία .Την μονίμως κρυμμένη γλυκύτητα .
Ξέρεις, δεν είναι μόνο αυτός που βλέπω στον καθρέφτη.
Είναι και αυτός που ακουμπάω , όταν για παράδειγμα καμιά φορά τσιμπάω το πρόσωπό μου , τραβάω τα μάγουλα μου , κόβω με το μαχαίρι τα μπράτσα μου.
Δεν πονάω , κάποιος άλλος είναι αλλά με εξοργίζει γιατί δεν μου λέει για τον πόνο του τίποτα.
Δεν θέλει να τον παρηγορώ.
Έτσι , νιώθω να με πνίγει η αδικία.
Ο ηλίθιος δεν έρχεται να μου πει :
πο-πο-πο-ναααααω!
Αχ πως ..νάω,
νοπάω,
οπνάω,
πονάω ,
πο!
Δεν το λέει ο αλήτης, σε μένα!
Που γεννήθηκα για να είμαι βάλσαμο σε όσους πονούν.
Και όταν δεν πονάνε τους πονάω εγώ-χωρίς να το ξέρουν- για να συναντήσουν μετά ,την ευτυχία της παρηγοριάς σε μένα
Τι θρίαμβος !
Ψέματα;
Να για δες!
Την βλέπεις αυτήν που έρχεται;

..........................................

Ατάκτως


Να που οι πέτρες μιλούν για λογαριασμό των ανθρώπων.
Να που τα σύννεφα περιθάλπουν τα όνειρά μας.
Είναι τα κυπαρίσσια που ταξιδεύουν σε τούτον τον τόπο ή τα νέφη που φέρνουν κοιμισμένα όνειρα;
Δεν μπορώ άλλο να καταπιώ τα λόγια που ήθελα να πω, όμως, να που είναι
στεγνά είναι ξερά και σπάνε στα χείλη μου.
Γεμίζει συλλαβές το σάλιο μου και πυλό γεμίζει.

Πέτρες και λέξεις που γίνανε κεραμίδι.
Και οι βουκαμβίλιες του κήπου μοιάζουν κιόλας περασμένες.
Λογάριασε πως αναίμακτα έφτασε ως εδώ, αλήθεια πως αγνοεί κανείς το πένθος;

Και τι είναι το πένθος αφού δεν είναι του θανάτου;
Είναι το πένθος το κρέμασμα της ιστορίας,
είναι το πένθος τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα,
είναι το πένθος η αδυναμία μας να υπάρξουμε καλύτεροι ενώ γνωρίζουμε τον τρόπο μα προτιμούμε το θάλπος των σφαλμάτων,
είναι πένθος το ανάμεσα που μας καθιστά αόρατους σε μιαν αναμονή μέχρι να ρθεί ο θάνατος να καταλήξει τα ερωτηματικά; Τι ευτυχία!

Πέτρες και λέξεις που γίνανε κεραμίδι
Να μας αγγίζει ο Θεός και συ κοιμάσαι ή σιωπάς ,το ίδιο είναι.

Τα θαύματα δεν περιμένουν.

…μέγας


Απέθαντα είναι τα τραύματα της ιστορίας.
Ες αεί , ανακυκλώνουν ανάπηρη τη βούληση των Ανθρώπων , έτσι όπως αυτή κατέστη από την Κυριαρχία των Ενοχοποιών .
Των Ανθρώπων που διακαώς επιθυμούν να γεράσουν και να ξεκουραστούν , μα στέκουν ανήμποροι και ισοβίως κλειδωμένοι στο φως του καθρέφτη , δέσμιοι μιας ανεξάντλητης εφηβείας , αυτής που αξιόποινη ορίζεται τόσους αιώνες.
Τραγικόν εστί.
Τραγικό πολύ, καθώς μετά θάνατον αναρωτιόταν αν εν ζωή είχε υπάρξει Αυτοκράτωρ ή Δούλος.
Μόνο.
Καθώς νύκτωρ πλέον , αμυδρά διακρίνει τυχόν μετάξι διαδήματος; φροντισμένο κουρέλι, ή και απομεινάρι;
-Μην είναι σημαία;
Κι αν είναι το εσώρουχο εκείνης που νόμισε Λαμπρή και το κράτησε εκεί στου κρεβατιού την άκρη λάβαρο μιας επικράτειας που εν τέλει διατήρησε αλώβητα τα τείχη της;
Αναρωτιέται ακόμη, για το μάταιο των πολέμων του και το άσκοπο των ομοβροντιών στις οποίες υποχρέωσε τα όπλα που του δόθηκαν.
Υπέταξε;
Υποτάχθηκε;
Υπήρξε ;
Η Θάλασσα που βάφτισε Θάλασσα τον θυμάται άραγε;
Βασιλεύς Μάταιος, Υπηρέτης περιττός , αυτός που προσπάθησε να αλλάξει το ρουν του ποταμού, ήθελε να ξαναφέρει τις εκβολές εκεί που ανήκουν, έτσι όπως
«θα έπρεπε».
Τι μέγας μεταξοσκώληξ Θεοί, τι μέγας.
Ο εν τοις ουρανοίς αυτοϊκανοποιούμενος εντός του παραδείσου του, μονήρης.
Αμφιβάλλει, ακόμα και αν έχει πεθάνει.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΗ ΜΕ ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΑ / Κολοσιάτου Φροσούλα


Τώρα δεν μένει παρά
να φτιάχνουμε
μαρμάρινα αγάλματα
από φυσιογνωμίες βασανισμένες
Σε ταμπέλες μιας απειθαρχίας διοπτροφόρου
κυματίζει η κρυφή διάσταση του κόσμου
Η ζωή μας δυνάμει δημοκρατική
ευτυχία και κατανάλωση
Ένα όργιο ζωηράδας
μιας συγκρατημένης θλίψης σε βιολοντσέλο.
Άνθρωποι ξεστρατισμένοι
μέσα σ' ένα χείμαρρο επιχειρημάτων
και κανείς ίδιος στην απαράλλακτη κατάσταση.
Είναι επαγγελματίες αλίμονο.
Μυρουδιά πολύχρονης χρήσης
και
χειροκροτήματα που ανεβάζουν
ψηλά μέχρι την αποθέωση
θέρμη αλληλεγγύης
ή...
Είναι ζήτημα εκτίμησης.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ / Κολοσιάτου Φροσούλα


Η φούχτα που άνοιξε απ' τα δάκρυα
Είναι καιρός να γνωριστούμε
εμείς οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι
Μια πολιτεία δυο πολιτείες
-μέλλον πυκνό αβέβαιο-
γέρνουν στις εφτά πληγές του Φαραώ
και αφανίζονται
Μένουν οι νέοι οι υποκοσμικοί
να εξιστορήσουν
μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς
οι νύκτες και το έγκλημα
Μεγάλα κενά
στερημένα αισθήματα
Σκληρή φωνή κατοίκησε τη φυλακή
μια νέα θεά της βίας νύχτα σκοτεινή απλη­σίαστη
Κανείς δεν ξέρει αν θα έρθει ο πόνος
να σταθεί μαζί τους
Μόνο νιάτα χαμένα
και τα όνειρά τους που άλλαξαν πρόσωπο
Γίνανε ρύπανση
Όταν μου μίλησαν για τούτη την αυθάδεια του καιρού
Απάντησα
Είμαστε εκεί
Ταγμένοι οριστικά στην αιωνιότητα.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ / Κολοσιάτου Φροσούλα


Ήταν απεργοί της αμερικάνικης βάσης
Μια γυναίκα δίχως ενίσχυση
προσπαθούσε
να καταπιεί την οργή μ' έναν ασύρματο
μέσα στο στόμα της
Το παραφουσκωμένο άσχημο μάτι
πάντοτε καταδιώκει
Κοίταξε γύρω του, μια, δυο, τρεις φορές
ύστερα στάθηκε στην πύλη
Φώναξε
-- Είστε αφελείς, δεν ξέρετε τίποτε     θα σας σκοτώσω-
Όρμησε σαν τρελός...
Νόρμαν Μοντέλιους. Σμηνίας
Αυτοί βάλθηκαν να τραγουδάνε
την τσακισμένη οργή τους.