Αν και ετερόκλητες, οι αφηγήσεις αυτού του βιβλίου έχουν κάτι κοινό:
βασίζονται λιγότερο σε όσα εντυπώνουν και περισσότερο σε όσα μας αφήνουν να
φανταστούμε.
Δεκατέσσερις
διαφορετικοί κόσμοι ενώθηκαν σε ένα υπερφυσικό, φαντασιακό επίπεδο - εκεί που η
σύγκρουση του Σύγχρονου Ανθρώπου με το Σύστημα είναι τόσο επίκαιρη όσο ποτέ
άλλοτε, και οι γέφυρες φθείρονται από την τριβή με τον στυγνό ρεαλισμό. Άλλες
ιστορίες παγιδεύουν τους ήρωές τους σε κόσμους–μινιατούρες ενώ άλλες
εκρήγνυνται με μια ολιστική γεύση από παγκοσμιοποίηση. Πόση ελκτική ισχύ
χρειάζεται ένας ταπεινός μαγνήτης για να υπερνικήσει τη δύναμη του Πεπρωμένου,
και να διεισδύσει ύ την απόλυτη συνέπεια του Νόμου των Συμπτώσεων; «Αν και
ετερόκλητες, οι αφηγήσεις αυτού του βιβλίου έχουν κάτι κοινό: βασίζονται
λιγότερο σε όσα εντυπώνουν και περισσότερο σε όσα μας αφήνουν να φανταστούμε.
Οι προεκτάσεις τους, εφιαλτικές και ονειρώδεις, μοιάζουν με το υπέροχα έντρομο
δέρμα ενός μωρού καθώς αγγίζει τα πρώτα αντικείμενα της ζωής του, ενώ ο
συγγραφέας τους, δρομέας στη συνοριακή γραμμή που ενώνει την πεζογραφία με την
ποίηση, μοιάζει με τη Νηπιαγωγό του διηγήματος, εκείνη που μαθαίνει στα
ξεχωριστά παιδιά την Ιστορία μόνο και μόνο για να τα ξεπροβοδίσει εκτός αυτής –
προς τα μέρη απ’ όπου τα ξεχωριστά παιδιά θα επιστρέφουν πάντοτε ξεχωριστά.
Εδώ, στον κόσμο μας, φαίνεται να τους λέει, ο παράδεισος δεν υπάρχει πια. Τον
φάγαμε σε είδος. Εδώ υπάρχει μόνο το ζυμάρι, τους λέει. Το ψωμί –οι κρυμμένες
μας δυνατότητες– βρίσκεται κάπου αλλού: και μας περιμένει». (Δημήτρης Τανούδης,
συγγραφέας, ‘Σπασμός’, Τιμητική Διάκριση ΕΚΕΒΙ)
(Η
συλλογή περιλαμβάνει το διήγημα ‘Φρούτο’ που διακρίθηκε στον πανελλήνιο
διαγωνισμό Φαντασμαγορία 2017)
Εκδότης: Εκδόσεις
Γκοβόστης
Συγγραφέας: Χρίστος
Ρ. Τσιαήλης
Εισαγωγή: Σωτηρίου, Κωνσταντία
Ζωγραφική: Βεντούρη, Ευριδίκη
Μαρία
Είδος: Βιβλίο
ISBN:978-960-606-030-4
Αριθμός έκδοσης:1η
Έτος έκδοσης:2017
Δέσιμο: Μαλακό Εξώφυλλο
Διαστάσεις:14 x 21
Σελίδες:128
Θεματική Ταξινόμηση: ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βιογραφικό συγγραφέα:
Ο συγγραφέας Χρίστος
Ρ. Τσιαήλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Καθηγητής Αγγλικών, ανάμεσα σε
άλλες δραστηριότητες είναι ενεργός αθλητής τριάθλου. Η ενασχόλησή του με τη
γραφή καταλαμβάνει όλες τις στιγμές που το φως της οθόνης είναι πιο έντονο ενώ
γύρω επικρατεί ημίφως ή απόλυτο σκοτάδι.
Ποιήματα και
πεζογραφήματά του στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα έχουν εμφανιστεί σε
συλλογές, λογοτεχνικά περιοδικά, και σε ανθολογίες μετά από διακρίσεις σε
λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, όπως τα διεθνή λογοτεχνικά περιοδικά ‘ArtAscent’, ‘Poets and Dreamers’, ‘In Focus’ ‘Diasporic Literature’, κλπ. Επίσης διηγήματά του παρουσιάζονται στην
ανθολογία ‘Φαντασμαγορία 2017: Αδιέξοδο’ και στην Πρώτη Κυπριακή Ανθολογία του
Φανταστικού ‘Το Ποτάμι του Χρόνου’,
2017, όπου συμμετέχει με δύο διηγήματα και στην Ανθολογία ‘Παράξενοι
Έρωτες’, 2017. Το θεατρικό του ‘Στρείδια’ πήρε έπαινο στον 17ο λογοτεχνικό
διαγωνισμό του ΕΤΕΠΚ Κερατσινίου, Αθήνα 2017
Έχει εκδώσει τη
συλλογή διηγημάτων ‘Throwing Dice on a Chessboard’, 2010 και την ποιητική συλλογή ‘The Green Divorce’, 2012, και
τα δύο με τον εκδοτικό οίκο Authorhouse. Τον Απρίλιο του 2016 με τις εκδόσεις
Αρμίδα έχει εκδόσει το ‘Klotho Surfaces’, το πρώτο
μυθιστόρημα από την Τριλογία Επιστημονικής Φαντασίας – ‘The Omniconstants Trilogy’. Το τελευταίο του
βιβλίο, ‘Το Ψωμί’, 2017 με τον εκδοτικό οίκο Γκοβόστης αποτελεί μια σπονδυλωτή
συλλογή διηγημάτων.
Αποσπάσματα από
το βιβλίο:
Ψωμί
Μια
μέρα, χωρίς να το πάρω χαμπάρι, βρέθηκα να δουλεύω μαζί με άλλες γυναίκες σε
μια αποθήκη. Όλα ήτανε γνώριμα, λες κι ήμουνα μήνες εκεί. Ήξερα ποια ήμουν, μα
δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο απ’ αυτό που κάναμε όλες, συνέχεια, ασταμάτητα,
σαν εξαρτήματα μιας καλοκουρδισμένης μηχανής.
Με
τον πλάστη ετούτο τον στενό και μακρύ που μου εδώκανε, δεν ημπορούσα να
μαλακώσω το ζυμάρι αρκετά. Εφώναζα και τη Μυροφόρα κάποτε να πιάσει την άλλη
άκρη, να σπρώξουμε μαζί. Κιλά και κιλά το ζυμάρι, εβγάζαμε μικρά, στρογγυλά
ψωμάκια, εκατοντάδες κάθε μέρα.
Όλες
τα εσημαδεύανε με τις λεπίδες, εγώ όμως είχα το φυλαχτό μου να χαράσσω γύρα το
ζυμάρι. Ήταν ένας μικρός, στρογγυλός μαγνήτης που δεν ενθυμούμαι ακριβώς πού
τον εβρήκα. Ένα πεζοδρόμιο… σε μια Ασφαλιστική κοντά, κι ο μαγνήτης καρφωμένος
στην άκρη του, κοντά σε ένα πάρκινγκ… Πολλά αυτοκίνητα θυμάμαι εκεί, μια θεία…
ναι, εκεί είχα μια θεία, όχι, δυο… Μου ’χανε πέσει τα κλειδιά κι είχανε
κολλήσει στο πεζοδρόμιο. Τα εξεκόλλησα με δυσκολία, μου εξανάπεσαν κι
εξανακόλλησαν! Αυτό το θυμάμαι καλά, τον μαγνήτη ετούτον τονε θυμάμαι σαν
τίποτ’ άλλο. Είναι μια ανάμνηση λες και τα ’χα διαβάσει κάποτε σ’ ένα παραμύθι
και μου κόλλησε. Έτσι όπως εφαινότανε η άκρη του έξω απ’ το τσιμέντο, ήτανε λες
κι ήθελε να τον βρω. Επέρναγαν και τ’ αμάξια σαν οβίδες και κάθε που έσκυβα,
εθαρρούσα πως κάποιο απ’ αυτά ξαφνικά θα μ’ εκτύπαγε. Εφαντάστηκα την ψυχή μου
να βγαίνει απ’ το κορμί μου και να πετάει στον αέρα. Ετρόμαξα, δεν θα ξεχάσω
ποτέ πόσο πολύ ετρόμαξα εκείνη τη στιγμή. Στη σκέψη μου έβαλα πως ήταν γούρι ο
μαγνήτης εκείνος, αφού δεν μ’ εχτύπαγαν. Γι’ αυτό κι εδώ μέσα δεν τον αφήνω απ’
τα χέρια μου. Γιατί τονε χρειάζομαι. Κάτι δεν μου κάθεται καλά εδώ μέσα, κάτι
μού μυρίζει παράξενα…
Μα,
έτσι κι αλλιώς, μια χαρά τα σκίζει τα ψωμιά ο μαγνήτης κι ας μην είναι
κοφτερός. Ώπα! Εχάθηκα μες στις σκέψεις μου. Η φωνή της Μυροφόρας με ξυπνάει
απ’ τον λήθαργο. «Έλα, Ερατώ, βοήθα λίγο εδώ, πρέπει να ρίξουμε τη φουρνιά». Τα
ψωμιά πρέπει να μπαίνουν στον φούρνο πριν από τις επτά, να ψηθούνε ως τις
επτάμιση. Εκείνη την ώρα έρχεται ο διανομέας.
Το
πρωί χθες άνοιξε την πόρτα μόνος του. Δεν εκτύπησε το κουδούνι. Το φθινοπωρινό
φως εμπήκε απ’ την πόρτα κι εφώτισε ολάκερη την αποθήκη. Όλες μας εκοιτάξαμε
προς το μέρος του, απορημένες.
«Άλλαξε
κάτι;» αποφάσισα να τον ρωτήσω για πρώτη φορά.
«Δηλαδή
ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει εδώ, και με ρωτάς, γυναίκα; Και θα καταλάβεις και
την αλλαγή, δηλαδή;» μου απάντησε ειρωνικά. «Γιατί εγώ ακόμη δεν κατάλαβα».
«Καλά,
ωρέ λεβέντη μου, πού το πας τόσο ψωμί κάθε πρωί;» Είχα αποφασίσει να το τραβήξω
όσο πάει ετούτη τη φορά. Να μάθω. Να καταλάβω γιατί μας εκλείσανε τόσους μήνες
μέσα στην αποθήκη και δεν μας λένε τίποτα. Δεν έρχεται κανείς, μόνο η Δήμαρχος
καμιά φορά για να βοηθήσει. Ούτε κι αυτή δεν μας λέει –δεν πρέπει να μας πει,
τάχατες– κινδυνεύει, λέει, όποιος γνωρίζει. Απόκριση δεν πήρα απ’ τον διανομέα.
Επήρε δυο φορτία με το καρότσι το μεγάλο στο φορτηγό του κι έκλεισε την πόρτα
απέξω.
Δεν
νιώθω καλά σήμερα. Ο διανομέας άλλαξε. Τον άλλον ίσως τον φάγανε που μου μίλησε
έστω και λίγο, τις προάλλες, δεν ξεύρω. Ίσως ο καινούριος σταθεί πιο άντρας και
μου απαντάει όταν τον ρωτάω. Στάσου, βρε, στο ύψος σου! Μη μας έχεις έτσι εδώ,
στο σκοτάδι μας, σαν σκλάβες! Πες μας τι γίνεται, ποιον υπηρετείς, πού το πας
τόσο ψωμί κάθε μέρα;
«Καλημέρα».
«Πού
την είδες;» μου απάντησε αυτός κι η Μυροφόρα με σκούντηξε να δω στο μπράτσο του
το τατουάζ – μια σβάστικα. Σώπασα αμέσως και πασπάλισα ακόμη λίγο αλεύρι στα
ψημένα ψωμιά.
«Είναι
καλύτερα με επιπλέον αλεύρι. Κρατάνε μυρωδιά», του είπα κι αυτός έφυγε με το
φορτίο κοιτάζοντάς μας όλες καχύποπτα.
Η
Δήμαρχος εκτύπησε την πόρτα το απόγευμα. Πρώτη φορά απόγευμα. Εμείς εκάτσαμε
εξουθενωμένες στα κιβώτια με το αλάτι. Οι καρποί μου επονούσανε άσχημα. Εκείνη
την ώρα η κυρα-Στρατούλα απήγγελλε Σαπφώ. Σταμάτησε απότομα με το γνέψιμο της
Δημάρχου. Οι στίχοι εκολλήσανε στα χείλη της σαν το ζυμάρι στα μαλλιά μου και
στις σόλες μου που δεν εξεκολλούσε με τίποτα όλους αυτούς τους μήνες.
«Πρέπει
ν’ αυξήσουμε την παραγωγή. Δεν σταματάνε να έρχονται. Κι είναι γυναίκες και
μωρά, μα πιο πολύ άντρες πεινασμένοι και μπαϊλντισμένοι* απ’ τη θάλασσα.
Φτιάξτε κι άλλο προζύμι, πιο πολύ να βάζετε στη δόση, μάτια μου, να φουσκώνει
το ζυμάρι, να βγάζουμε πιο πολλά καρβέλια με κάθε δόση, δεν θα μας φτάσει το
αλεύρι, πεινάνε κι οι δικοί μας πια».
«Ποιοι
δεν σταματάνε να έρχονται; Από πού κρατάνε;» Καμιά άλλη δεν μίλαγε. Μόνο εγώ.
«Μπορείς
να φύγεις όποτε θέλεις!» μου απάντησε η Δήμαρχος κι εγύρισε να φύγει. Χαρούμενη
δεν ήτανε πάντως.
Ο
αέρας της πόρτας που έκλεισε απότομα έσβησε ένα φυτίλι. Εσκοτείνιασε το πρόσωπο
της κυρα-Στρατούλας.
Μπορείς
να φύγεις όποτε θέλεις.
Γιατί
μου το ’πε αυτό; Κόβω το κεφάλι μου πως εννοούσε ότι αν εξεμυτούσα απ’ την
πόρτα θα μ’ εσκοτώνανε. Δεν κρατάς ένα άνθρωπο μήνες κλεισμένο να σου ζυμώνει
ψωμί και μετά τον αφήνεις έτσι απλά να φύγει. Μας εδοκιμάζανε. Κάτι φοβερό
εσυνέβαινε απέξω… Έπεσε πείνα άγρια. Και κάποιοι, λέει, ερχόντουσαν από μακριά.
Μα ποιοι; Από πού;
«Ποιοι
έρχονται στο ψωρονήσι μας και μας τρώνε το ψωμί; Αρκετοί δεν ήμασταν; Μόλις που
εζούσαμε μ’ αυτά που είχαμε…»
«Τι
σιγοψιθυρίζεις, Ερατώ;» με ρώτησε η Μυροφόρα.
«Τίποτα,
με πονάν τα χέρια, δεν αντέχω, και θέλουνε κι άλλο, πιο πολύ ψωμί, πρέπει ν’
αρχίσουμε νωρίτερα, και πώς να ξυπνήσω απ’ τις τέσσερις αύριο, που όρεξη δεν
έχω για να κοιμηθώ;»
Δεν
αποκρίθηκε ξανά πίσω. Θα σκεφτότανε τα ίδια και χειρότερα. Τουλάχιστον εγώ δεν
είχα παιδιά ακόμη. Αυτή άφησε έξω τρία κοριτσάκια όταν την εκλείσανε με το ζόρι
εδώ μέσα και της δώσανε για πανωπροίκι έναν μακρύ πλάστη και μια ποδιά
ζωγραφισμένη με ψάρια. Εκατόν πενήντα σακούλες αλεύρι έχουνε απομείνει. Θα
φέρουνε κι άλλο, σίγουρα, να φτάσει για τον χειμώνα. Τι να κάνω; Τι να κάνω για
να τελειώσει αυτό το μαρτύριο; Δεν αντέχω να ξυπνήσω ούτε μία ακόμη μέρα για να
ζυμώσω κι άλλο ψωμί!