Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Πέντε (5) ανέκδοτα ποιήματα του Σωκράτη Αντωνιάδη

ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ 

Στον κλωβό μιας τυχαίας ανάβασης
καραδοκεί ενίοτε
στα μάτια ενός άγνωστου συνταξιδιώτη
μια αιωνιότητα.
Καθώς η ανάληψη
υπερβαίνει τον αριθμό των ορόφων
αναρωτιέσαι
για τη χαμένη γενιά των αγγέλων.


DELETE

Ενημερώνουμε τη μνήμη του τηλεφώνου
αφαιρώντας ονόματα που ’φυγαν  
ή που ανώφελα επιμένουν.
Μια αμφιταλάντευση 
η διαγραφή της μνήμης
όμως η μυγιάγγιχτη αφή της οθόνης
δεν διστάζει
να επιβάλει ακαριαία την τελική λύση.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ 

Το σπίτι έγινε καφετέρια
μ’ επίπλωση να θυμίζει ευαισθησίες παλιάς κοπής.
Λίγο μετά το πυρπόλησαν
λόγοι αντιζηλίας είπανε.
Αλλά το ξέρω καλά αυτό το σπίτι.
Κάποτε είχε μια ψυχή γαλήνια
χωνεμένη στα παλιά έπιπλα
στην άμιλλα των ευγενών ψιθύρων.
Ίσως και ν’ αυτοπυρπολήθηκε
μη αντέχοντας στον τόσο θόρυβο
και στην τόση κωμωδία των συναθροισμένων.

 ΑΤΙΤΛΟ

Ονειρεύτηκε δικό της τον μεγάλο πόνο.
Ξύπνησε ιδρωμένη
ανακάθισε
και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος
να συγκρατήσει τον φόβο.
Ώσπου τα δευτερόλεπτα αναδιάταξαν
τον κόσμο
κι αποκοιμήθηκε ξανά
μητέρα.

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Κήποι αδιευκρίνιστων συναισθημάτων
απλώνονται πάνω απ’ την αιώνια σιωπή.
Ποτέ δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει μια μαρμάρινη πλάκα
ποια επιτύμβια θ’ αποδώσουν την οφειλόμενη υπόσταση
ποιες ουράνιες προσδοκίες θα ξεδιπλώσουν
τα λευκά φτερά των αγγέλων
ποιες ηλικίες θα εκτεθούν επιτέλους σε κοινή θέα
φωτογραφίες που δεν ξέχασαν το αλλοτινό ατσαλάκωτο κύρος
θα φλερτάρουν με τους ιριδισμούς των ματιών.
Επιθυμίες καλά κρυμμένες που οικειοποιούνται
τη μεγαλοσύνη του ζόφου και των κυπαρισσιών.
Κάποιοι τα λένε γη ανάπαυσης
τόπους αναμονής
μα είναι και υποθέσεις δημοσίων σχέσεων με τον θάνατο.


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗς ΠΡΑΣΙΝΗς ΓΡΑΜΜΗς / πΑΝΊΚΚΟς χΡΥΣΆΝΘΟΥ


ΨΩΜΙ: Παρουσίαση του Βιβλίου του Χρήστου Ρ. Τσιαήλη

Αν και ετερόκλητες, οι αφηγήσεις αυτού του βιβλίου έχουν κάτι κοινό: βασίζονται λιγότερο σε όσα εντυπώνουν και περισσότερο σε όσα μας αφήνουν να φανταστούμε. 
Δεκατέσσερις διαφορετικοί κόσμοι ενώθηκαν σε ένα υπερφυσικό, φαντασιακό επίπεδο - εκεί που η σύγκρουση του Σύγχρονου Ανθρώπου με το Σύστημα είναι τόσο επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, και οι γέφυρες φθείρονται από την τριβή με τον στυγνό ρεαλισμό. Άλλες ιστορίες παγιδεύουν τους ήρωές τους σε κόσμους–μινιατούρες ενώ άλλες εκρήγνυνται με μια ολιστική γεύση από παγκοσμιοποίηση. Πόση ελκτική ισχύ χρειάζεται ένας ταπεινός μαγνήτης για να υπερνικήσει τη δύναμη του Πεπρωμένου, και να διεισδύσει ύ την απόλυτη συνέπεια του Νόμου των Συμπτώσεων; «Αν και ετερόκλητες, οι αφηγήσεις αυτού του βιβλίου έχουν κάτι κοινό: βασίζονται λιγότερο σε όσα εντυπώνουν και περισσότερο σε όσα μας αφήνουν να φανταστούμε. Οι προεκτάσεις τους, εφιαλτικές και ονειρώδεις, μοιάζουν με το υπέροχα έντρομο δέρμα ενός μωρού καθώς αγγίζει τα πρώτα αντικείμενα της ζωής του, ενώ ο συγγραφέας τους, δρομέας στη συνοριακή γραμμή που ενώνει την πεζογραφία με την ποίηση, μοιάζει με τη Νηπιαγωγό του διηγήματος, εκείνη που μαθαίνει στα ξεχωριστά παιδιά την Ιστορία μόνο και μόνο για να τα ξεπροβοδίσει εκτός αυτής – προς τα μέρη απ’ όπου τα ξεχωριστά παιδιά θα επιστρέφουν πάντοτε ξεχωριστά. Εδώ, στον κόσμο μας, φαίνεται να τους λέει, ο παράδεισος δεν υπάρχει πια. Τον φάγαμε σε είδος. Εδώ υπάρχει μόνο το ζυμάρι, τους λέει. Το ψωμί –οι κρυμμένες μας δυνατότητες– βρίσκεται κάπου αλλού: και μας περιμένει». (Δημήτρης Τανούδης, συγγραφέας, ‘Σπασμός’, Τιμητική Διάκριση ΕΚΕΒΙ)  
(Η συλλογή περιλαμβάνει το διήγημα ‘Φρούτο’ που διακρίθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό Φαντασμαγορία 2017)




Εκδότης: Εκδόσεις Γκοβόστης
Συγγραφέας: Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
Εισαγωγή: Σωτηρίου, Κωνσταντία
Ζωγραφική: Βεντούρη, Ευριδίκη Μαρία
Είδος: Βιβλίο
ISBN:978-960-606-030-4
Αριθμός έκδοσης:1η
Έτος έκδοσης:2017
Δέσιμο: Μαλακό Εξώφυλλο
Διαστάσεις:14 x 21
Σελίδες:128
Θεματική Ταξινόμηση: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


Βιογραφικό συγγραφέα:
Ο συγγραφέας Χρίστος Ρ. Τσιαήλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Καθηγητής Αγγλικών, ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες είναι ενεργός αθλητής τριάθλου. Η ενασχόλησή του με τη γραφή καταλαμβάνει όλες τις στιγμές που το φως της οθόνης είναι πιο έντονο ενώ γύρω επικρατεί ημίφως ή απόλυτο σκοτάδι.
Ποιήματα και πεζογραφήματά του στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα έχουν εμφανιστεί σε συλλογές, λογοτεχνικά περιοδικά, και σε ανθολογίες μετά από διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, όπως τα διεθνή λογοτεχνικά περιοδικά ‘ArtAscent’, ‘Poets and Dreamers’, ‘In Focus’ ‘Diasporic Literature’, κλπ.  Επίσης διηγήματά του παρουσιάζονται στην ανθολογία ‘Φαντασμαγορία 2017: Αδιέξοδο’ και στην Πρώτη Κυπριακή Ανθολογία του Φανταστικού ‘Το Ποτάμι του Χρόνου’,  2017, όπου συμμετέχει με δύο διηγήματα και στην Ανθολογία ‘Παράξενοι Έρωτες’, 2017. Το θεατρικό του ‘Στρείδια’ πήρε έπαινο στον 17ο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΤΕΠΚ Κερατσινίου, Αθήνα 2017
Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων ‘Throwing Dice on a Chessboard’, 2010 και την ποιητική συλλογή ‘The Green Divorce’, 2012, και τα δύο με τον εκδοτικό οίκο Authorhouse. Τον Απρίλιο του 2016 με τις εκδόσεις Αρμίδα έχει εκδόσει το ‘Klotho Surfaces’, το πρώτο μυθιστόρημα από την Τριλογία Επιστημονικής Φαντασίας – ‘The Omniconstants Trilogy’. Το τελευταίο του βιβλίο, ‘Το Ψωμί’, 2017 με τον εκδοτικό οίκο Γκοβόστης αποτελεί μια σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Ψωμί

Μια μέρα, χωρίς να το πάρω χαμπάρι, βρέθηκα να δουλεύω μαζί με άλλες γυναίκες σε μια αποθήκη. Όλα ήτανε γνώριμα, λες κι ήμουνα μήνες εκεί. Ήξερα ποια ήμουν, μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο απ’ αυτό που κάναμε όλες, συνέχεια, ασταμάτητα, σαν εξαρτήματα μιας καλοκουρδισμένης μηχανής.
Με τον πλάστη ετούτο τον στενό και μακρύ που μου εδώκανε, δεν ημπορούσα να μαλακώσω το ζυμάρι αρκετά. Εφώναζα και τη Μυροφόρα κάποτε να πιάσει την άλλη άκρη, να σπρώξουμε μαζί. Κιλά και κιλά το ζυμάρι, εβγάζαμε μικρά, στρογγυλά ψωμάκια, εκατοντάδες κάθε μέρα.
Όλες τα εσημαδεύανε με τις λεπίδες, εγώ όμως είχα το φυλαχτό μου να χαράσσω γύρα το ζυμάρι. Ήταν ένας μικρός, στρογγυλός μαγνήτης που δεν ενθυμούμαι ακριβώς πού τον εβρήκα. Ένα πεζοδρόμιο… σε μια Ασφαλιστική κοντά, κι ο μαγνήτης καρφωμένος στην άκρη του, κοντά σε ένα πάρκινγκ… Πολλά αυτοκίνητα θυμάμαι εκεί, μια θεία… ναι, εκεί είχα μια θεία, όχι, δυο… Μου ’χανε πέσει τα κλειδιά κι είχανε κολλήσει στο πεζοδρόμιο. Τα εξεκόλλησα με δυσκολία, μου εξανάπεσαν κι εξανακόλλησαν! Αυτό το θυμάμαι καλά, τον μαγνήτη ετούτον τονε θυμάμαι σαν τίποτ’ άλλο. Είναι μια ανάμνηση λες και τα ’χα διαβάσει κάποτε σ’ ένα παραμύθι και μου κόλλησε. Έτσι όπως εφαινότανε η άκρη του έξω απ’ το τσιμέντο, ήτανε λες κι ήθελε να τον βρω. Επέρναγαν και τ’ αμάξια σαν οβίδες και κάθε που έσκυβα, εθαρρούσα πως κάποιο απ’ αυτά ξαφνικά θα μ’ εκτύπαγε. Εφαντάστηκα την ψυχή μου να βγαίνει απ’ το κορμί μου και να πετάει στον αέρα. Ετρόμαξα, δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο πολύ ετρόμαξα εκείνη τη στιγμή. Στη σκέψη μου έβαλα πως ήταν γούρι ο μαγνήτης εκείνος, αφού δεν μ’ εχτύπαγαν. Γι’ αυτό κι εδώ μέσα δεν τον αφήνω απ’ τα χέρια μου. Γιατί τονε χρειάζομαι. Κάτι δεν μου κάθεται καλά εδώ μέσα, κάτι μού μυρίζει παράξενα…
Μα, έτσι κι αλλιώς, μια χαρά τα σκίζει τα ψωμιά ο μαγνήτης κι ας μην είναι κοφτερός. Ώπα! Εχάθηκα μες στις σκέψεις μου. Η φωνή της Μυροφόρας με ξυπνάει απ’ τον λήθαργο. «Έλα, Ερατώ, βοήθα λίγο εδώ, πρέπει να ρίξουμε τη φουρνιά». Τα ψωμιά πρέπει να μπαίνουν στον φούρνο πριν από τις επτά, να ψηθούνε ως τις επτάμιση. Εκείνη την ώρα έρχεται ο διανομέας.
Το πρωί χθες άνοιξε την πόρτα μόνος του. Δεν εκτύπησε το κουδούνι. Το φθινοπωρινό φως εμπήκε απ’ την πόρτα κι εφώτισε ολάκερη την αποθήκη. Όλες μας εκοιτάξαμε προς το μέρος του, απορημένες.
«Άλλαξε κάτι;» αποφάσισα να τον ρωτήσω για πρώτη φορά.
«Δηλαδή ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει εδώ, και με ρωτάς, γυναίκα; Και θα καταλάβεις και την αλλαγή, δηλαδή;» μου απάντησε ειρωνικά. «Γιατί εγώ ακόμη δεν κατάλαβα».
«Καλά, ωρέ λεβέντη μου, πού το πας τόσο ψωμί κάθε πρωί;» Είχα αποφασίσει να το τραβήξω όσο πάει ετούτη τη φορά. Να μάθω. Να καταλάβω γιατί μας εκλείσανε τόσους μήνες μέσα στην αποθήκη και δεν μας λένε τίποτα. Δεν έρχεται κανείς, μόνο η Δήμαρχος καμιά φορά για να βοηθήσει. Ούτε κι αυτή δεν μας λέει –δεν πρέπει να μας πει, τάχατες– κινδυνεύει, λέει, όποιος γνωρίζει. Απόκριση δεν πήρα απ’ τον διανομέα. Επήρε δυο φορτία με το καρότσι το μεγάλο στο φορτηγό του κι έκλεισε την πόρτα απέξω.
Δεν νιώθω καλά σήμερα. Ο διανομέας άλλαξε. Τον άλλον ίσως τον φάγανε που μου μίλησε έστω και λίγο, τις προάλλες, δεν ξεύρω. Ίσως ο καινούριος σταθεί πιο άντρας και μου απαντάει όταν τον ρωτάω. Στάσου, βρε, στο ύψος σου! Μη μας έχεις έτσι εδώ, στο σκοτάδι μας, σαν σκλάβες! Πες μας τι γίνεται, ποιον υπηρετείς, πού το πας τόσο ψωμί κάθε μέρα;
«Καλημέρα».
«Πού την είδες;» μου απάντησε αυτός κι η Μυροφόρα με σκούντηξε να δω στο μπράτσο του το τατουάζ – μια σβάστικα. Σώπασα αμέσως και πασπάλισα ακόμη λίγο αλεύρι στα ψημένα ψωμιά.
«Είναι καλύτερα με επιπλέον αλεύρι. Κρατάνε μυρωδιά», του είπα κι αυτός έφυγε με το φορτίο κοιτάζοντάς μας όλες καχύποπτα.
Η Δήμαρχος εκτύπησε την πόρτα το απόγευμα. Πρώτη φορά απόγευμα. Εμείς εκάτσαμε εξουθενωμένες στα κιβώτια με το αλάτι. Οι καρποί μου επονούσανε άσχημα. Εκείνη την ώρα η κυρα-Στρατούλα απήγγελλε Σαπφώ. Σταμάτησε απότομα με το γνέψιμο της Δημάρχου. Οι στίχοι εκολλήσανε στα χείλη της σαν το ζυμάρι στα μαλλιά μου και στις σόλες μου που δεν εξεκολλούσε με τίποτα όλους αυτούς τους μήνες.
«Πρέπει ν’ αυξήσουμε την παραγωγή. Δεν σταματάνε να έρχονται. Κι είναι γυναίκες και μωρά, μα πιο πολύ άντρες πεινασμένοι και μπαϊλντισμένοι* απ’ τη θάλασσα. Φτιάξτε κι άλλο προζύμι, πιο πολύ να βάζετε στη δόση, μάτια μου, να φουσκώνει το ζυμάρι, να βγάζουμε πιο πολλά καρβέλια με κάθε δόση, δεν θα μας φτάσει το αλεύρι, πεινάνε κι οι δικοί μας πια».
«Ποιοι δεν σταματάνε να έρχονται; Από πού κρατάνε;» Καμιά άλλη δεν μίλαγε. Μόνο εγώ.
«Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις!» μου απάντησε η Δήμαρχος κι εγύρισε να φύγει. Χαρούμενη δεν ήτανε πάντως.
Ο αέρας της πόρτας που έκλεισε απότομα έσβησε ένα φυτίλι. Εσκοτείνιασε το πρόσωπο της κυρα-Στρατούλας.
Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις.
Γιατί μου το ’πε αυτό; Κόβω το κεφάλι μου πως εννοούσε ότι αν εξεμυτούσα απ’ την πόρτα θα μ’ εσκοτώνανε. Δεν κρατάς ένα άνθρωπο μήνες κλεισμένο να σου ζυμώνει ψωμί και μετά τον αφήνεις έτσι απλά να φύγει. Μας εδοκιμάζανε. Κάτι φοβερό εσυνέβαινε απέξω… Έπεσε πείνα άγρια. Και κάποιοι, λέει, ερχόντουσαν από μακριά. Μα ποιοι; Από πού;
«Ποιοι έρχονται στο ψωρονήσι μας και μας τρώνε το ψωμί; Αρκετοί δεν ήμασταν; Μόλις που εζούσαμε μ’ αυτά που είχαμε…»
«Τι σιγοψιθυρίζεις, Ερατώ;» με ρώτησε η Μυροφόρα.
«Τίποτα, με πονάν τα χέρια, δεν αντέχω, και θέλουνε κι άλλο, πιο πολύ ψωμί, πρέπει ν’ αρχίσουμε νωρίτερα, και πώς να ξυπνήσω απ’ τις τέσσερις αύριο, που όρεξη δεν έχω για να κοιμηθώ;»
Δεν αποκρίθηκε ξανά πίσω. Θα σκεφτότανε τα ίδια και χειρότερα. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα παιδιά ακόμη. Αυτή άφησε έξω τρία κοριτσάκια όταν την εκλείσανε με το ζόρι εδώ μέσα και της δώσανε για πανωπροίκι έναν μακρύ πλάστη και μια ποδιά ζωγραφισμένη με ψάρια. Εκατόν πενήντα σακούλες αλεύρι έχουνε απομείνει. Θα φέρουνε κι άλλο, σίγουρα, να φτάσει για τον χειμώνα. Τι να κάνω; Τι να κάνω για να τελειώσει αυτό το μαρτύριο; Δεν αντέχω να ξυπνήσω ούτε μία ακόμη μέρα για να ζυμώσω κι άλλο ψωμί!


Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Η ΑΕΡΟΣΥΝΟΔΟΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΜΜΕΝΑ ΝΥΧΙΑ: Ποιητική Συλλογή του Δημήτρη Ποταμίτη , εκδοθείσα το έτος 1998 / Κέδρος

Η ΑΕΡΟΣΥΝΟΔΟΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΜΜΕΝΑ ΝΥΧΙΑ
Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών αποφασίζει
Σε τρία μέρη την αιωνιότητα χωρίζει
Και από σεμνότητα για εκδίκηση ορίζει
Το παρελθόν τα μέλλοντα να καθορίζει
Ένα σαρκίο με καταληκτική ημερομηνία
Διαλέγει το σαρκίο – ιδού η απορία
Και τι θα γίνει με την γλώσσα με τη σκέψη δηλαδή
Μ’ αυτό που το ονομάσανε Ψυχή
Και μπαίνει στο παιχνίδι ο νους και αυτονομείται
Φωτίζεται ονοματίζεται ταξινομείται
Αναλαμβάνει χρέη και απελπισίες
Ακόμα κι έμμεσες δολοφονίες
Όνειρο ενός πρώην καημού που προήλθε
Απ’ τον κατακερματισμένο χρόνο που Παρήλθε
Γεννάει εξιλεώσεις τέχνες τις ονομάζει
Ο Εωσφόρος στο παιχνίδι που μας βάζει
Μύρια αντίγραφα παράγει στη στιγμή
Που όλα ζητούν εκτάσεις με πυγμή
Ύστερα εκπονούν συντάγματα και νόμους
Κανόνες δικαστήρια αστυνόμους
Ιεραρχίες εύσημα υπεραγορές
Δηλώσεις διαδηλώσεις λαϊκές
Με ηγέτη ένα φασίστα ελιτισμό
Εις βάθος ρέκτη εξοχικών κατοικιών
Πολλών αλόγων εποχούμενα τον χώρο τραυματίζουν
Και δύο μικρά παιδιά στην θέα τους δακρύζουν
Ο καθένας μαθαίνει μια επιστήμη
Κι αυτό ιστορική το λένε μνήμη
Και όμως θέλουν να ζήσουν τούτη την ταπείνωση με πάθος
Θέλουν να εξαντλήσουν το λανθασμένο εκείνο λάθος
Θέλουν πεπεραμένοι στο άπειρο να φτάσουν
Θέλουν με τη ζωή να ξεπεράσουν
Και η αεροσυνοδός με τα βαμμένα νύχια
Κι ένα χαυλιόδοντα βρικόλακα όταν χαμογελάει
Σε κάθε πτήση και από έναν άγγελο εξοντώνει
Μέσα στα σύννεφα το αίμα του ρουφάει
Κι ύστερα σ’ έναν ανίκανο για στύση
Αρσενικό το χέρι της κουνάει
Κι αυτός φοράει για άλλοθι ένα μάγκα ελιτισμό
Φονεύει το γενετικό αυθορμητισμό
Όμως το πλήρωμα του χρόνου δεν αργεί
Που τη διάσπασή του αυτοκαταργεί
Μέλλον παρόν απόν και παρελθόν
Στην αιωνιότητα θα δώσουν το «παρών»
Κι αυτή θα κυοφορήσει νέους καιρούς
Τα’ αγάλματα θα πιάσουν τους χορούς
Και μια πυρά από εφημερίδες θα ανάψει
Την γνώση των πιθήκων να την κάψει
Εκεί θα ρίξουν ξόρκια μακιγιάζ προσώπου
- ιδού το άγριο ψεύδος του ανθρώπου-
τότε θα σμίξουμε σαν από θαύμα
τη ιστορία απέτυχε – στην μπάντα
όμως το πείραμα κι αν αποτύχει
η γνώση του σ’ ένα παιδί θα φέρει τύχη

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Ο ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ Κος Ψ / Ποταμίτης Δημήτρης

" Όλοι μ΄  αγαπούν, μούλεγες κάποτε, 
μ΄ αγαπούν γιατί είμαι χώμα 
με εγώ  θέλω ν΄ αγαπώ
ό,  τι αντιστρατεύεται το χώμα" 
Κι΄ αυτό ήταν το σφάλμα σου 
κι΄ από σφάλμα σε  σφάλμα
βγάζεις τις κάλτσες το παντελόνι και το πουκάμισο 
και πεθαίνεις όταν οι άλλοι αποκκοιμιούνται. 

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ / Ποταμίτης Δημήτρης

Δυο τρεις ήταν τριγύρω οι εραστές
κ΄ ήταν πλήθος αμέτρητο 
μα γύρω θάνατος.
Ο ήλιος στη μέση τ΄ ουρανού.
Απέναντι αλσύλλιο, 
μια κόκα- κόλα και ματιές που φλέγονται. 
Μα γύρω γύρω θάνατος. 

Η ζωή αρχίζει με μια παρέλαση. 
Πλήθος οι σημαιούλες στην καρδιά μου
κονσέρβες σκέψεις πάνε δυο δυο καμαρωτές.
Εμφιαλωμένο αίμα παίζει τα ταμπούρλα
και πίσω ακολουθούν 
οι κερασφόροι γάτοι του μεσημεριού
οι υποψήφιες νύφες της εσπέρας. 

Η ζωή αρχίζει με διαφήμιση.
Και μετά την δωδεκάτημ νυχτερινή 
κρυφά κρυφά σέρνονται να κρύψουν τις πομπές τους. 
Κατάσαρκα εγκαύματα πίσω από γραβατωμένα στήθη.
Είναι πεθαμμένοι.
Πρέπει  να εκδικηθούν τους ζωντανούς.
Εμπρός να τους σαβανώσουμε,
είναι θέλημα αστών να τους σαβανώσουμ.
Γενηθήτω το θέλημά τους. 

Ο ΝΕΟΣ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ / Ποταμίτης Δημήτρης



Στον Γιάννη Κοντό


Α


-           Γιατί δεν γράφεις ποιήματα όπως μιλάς
Να σε καταλαβαίνω
-           γιατί ο τρόπος που μιλώ είναι απάτη
διαλύω την εικόνα της πραγματικότητας
για να βρω την πραγματικότητα
ο παραδείσος είναι από την φύση του
Αισθητικός στην ηθική του
Καθόλου λογικός να ξέρεις
Ας με αποκαλεί λοιπόν
Ο καταραμένος νατουραλισμός
Αιθεροβάμονα απόσταση
Παρανοϊκό εσχάτης προδοσίας
Η λογική του είναι ταξινόμηση
Αισθητική των προσωπείων
Η αισθητική μου
Άναρχη αρχή
Άτακτη τάξη
Αφορισμός των προσωπείων
Την ώρα που μνήμη και προσδοκία
Πέφτουν νεκρές μπροστά στον θρίαμβο της φρέσκιας μέρας
Πριν προλάβουν να μολύνουν την πραγματικότητα
Προαιώνια έχθρα τους


Β


Ποιητή μου λες γιατί δεν μιλάς
Αξίζει μια σιωπή για να αποστάσεις
Το άρωμα μιας λέξεις
Σου απαντώ
Η κάθε λέξη μεσσίας
Που γεννιέται κάθε τρεις χιλιάδες χρόνια
Σύμβολο ενός πράγματος απόλυτα συγκεκριμένου
Κώδικας αναγνώρισης σε μαύρες τρύπες
Η λέξη είναι μεσάζων ανάμεσα
Στο πράγμα και στη γνώση του
Όχι το ίδιο πράγμα
Το ίδιο το πράγμα το ψηλαφείς
Μόνο σε τόνους σιωπής χωμένος
Αλλά ουαί και αλίμονο
Γλώσσα μου γλωσσούλα μου
Λαμά σαβαχθανί
Ίνα τι
Ίνα τι με εγκαταλείπεις;


Γ


Η γλώσσα μου Βασίλισσα των γλωσσών
Έχει σπασμένη γνάθο
Κανείς απ τα παιδιά της δεν μπορεί να τη μιλήσει
Σα λείπει η γάτα χορεύουν σαν ποντίκια τα παιδιά της
Πάνω απ’ το μελλοντικό της φέρετρο χορεύουν
Επιμένουν να τη δολοφονούν όρθια
Και άρον τον κράβατόν σου
Βγαίνει λοιπόν η Κυρά – κουλτούρα
Και η κυρά – Αργκό
Πόρνες μαστουρωμένες σε ρυθμούς μαϊμούς
Μούμιες βιτρίνας
Σαν επίμονο και απατηλό δέρμα φιδιού παρατημένο
Πίστεύοντας πως είναι ακόμα ζωντανό το φίδι
Βγαίνουν να την αντικαταστήσουν ακόμα στην σκηνή
Σαν αρρώστια πρωταγωνίστρια
Αντιστρέφονται οι ρόλοι
Σκυλιά μιλούν σαν άνθρωποι
Άνθρωποι σαν σκυλιά
Εκδικητές του τύπου
Δεν περνάς κυρά Μαρία
Ή θα δεις τι θα πάθεις
Αν δεν μου εκχωρήσεις το δέκα τοις εκατό
Κράτα τις λέξεις σου ποιητή
Δεν μου χρειάζεται
το δέκα τοις εκατό
Μόνο το δέκα τοις εκατό
Συν τα τριάντα αργύρια


Δ


Καλά κάνεις και δεν μιλάς ποιητή
Θα βρω εγώ τις λέξεις πυροτεχνήματα
Να σε αντικαταστήσω
Δύο εξυπνάδες σαν ψεύτικο λουλούδι ωραίες
Να κερδίσω τις εντυπώσεις
Μέχρι να βρεις εσύ τον κωδικό μια λέξης
Θα την πολτοποιήσει εγώ
Γιατί εγώ ειμί ο βιονικός απόγονος
Ο άσωτος υιός που ποτέ δεν θα επιτρέψει
Εγώ τιμή μου και καμάρι μου
Είπε και τράβηξε κατά τη Βαβέλ
Που ήταν φαστφουτάδικο
Και τα’ όνειρο πήρε αμέσως
Τη σάρκα και τα οστά

Του νέου Μινώταυρου

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ / Ποταμίτης Δημήτρης

Δεν είναι δρόμος 
δεν είναι στάση 
δεν είναι οίστρος 
τούτα 
τα φλιβερά 
γυάλινα 
μάτια. 

ΑΜΛΕΤ (απόσπασμα) / Ποταμίτης Δημήτρης


Στη μητέρα μου


Μες στο σκοτάδι προσπαθώ να δω
Να διακρίνω χρώματα στο μαύρο
Ν’ απαθανατίσω την αιτία της μορφής σου
Ποια στιγμή σου να επιλέξω άραγε
Που όλες είναι γιομάτες τρυφερότητα
-           σε θυμάμαι στην ακμή σου-
ορθώνω ανάστημα στο Γολιάθ
Μορφή στο άμορφο
Τώρα με σύμβολα μόνο μπορώ να σου μιλήσω

Είμαι μια τελεία στο χάος
Είσαι ένα ερωτηματικό αστέρων σε σχηματισμό
Που ανταγωνίζεται τη Μικρή και την Μεγάλη Άρκτο
Αντιστρατεύομαι το σύμπαν οργισμένος
Το ξεριζώνω μ’ αυτό ξαναφυτρώνει
Ο κακός δαίμονας με παγιδεύει πάλι
Εδώ μετράει το τι έπραξες όχι το ποιος υπήρξες
Και το τι έπραξες είναι κι αυτό διαπραγματεύσιμο

Στων ιστορικών τα στημένα δικαστήρια

[Μα κρατεί με μια ορπίδα] / Χασάπης Χριστάκης

Μα κρατεί με μια ορπίδα, ως τον λυτρωμό να ζήσω,
ώσπου νάρτετε παιδκιά μου… στράφου πίσω να τους πεις
πως σας έχω για οπνάν μου τζι’ έττεν να με γονατίσουν
όσα βάρη με φορτώσουν, όσοι γρόνοι τζι’ αν δκιαβούν
οι Αττίλες μες τες ρίζες της καρκιάς μου έν θα ντζιήσουν
γιατί τούτες εν δικές σας τζι’ έν οι ρίζες που μετρούν.

Άτιτλο / Πλατρίτη Ζ. Δέσπω

Δεν με νοιάζει αν είναι του Βοριά
οι άγριοι άνεμοι απόψε.

Ούτε τα λεμόνια συμπονώ 
που κείτονται πληγωμένα.

Τες Λυρίδες γύρευα να δω
με ιώτα να χαράζουν ουρανούς.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Μάριος Τόκας (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου στις 8 Ιουνίου 1954  και πέθανε στις 27 Απριλίου 2008, έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Από τους σημαντικότερους Συνθέτες του Ελληνισμού. Σπούδασε  στο Εθνικό Ωδείο και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.Ο Μάριος Τόκας βραβεύτηκε με το «μετάλλιο εξαίρετης προσφοράς στην πατρίδα» που αποτελεί την ύψιστη τιμή της κυπριακής πολιτείας.
Σημαντικά έργα του για την Κύπρο είναι:
  • Ψυχή τε και σώματι Μελοποιημένα ποιήματα των απαγχονισθέντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Αντρέα Ζάκου και άλλων.
  • Φωνή πατρίδας Τραγούδια σε ποίηση Κώστα Μόντη, Θεοδόση Πιερίδη και Νεσιέ Γιασίν.
  • Τα τραγούδια «Ανασήκωσε την πλάτη Πενταδάχτυλε» και «Η δική μου η πατρίδα».
  • Αμμόχωστος Βασιλεύουσα' σε ποίηση Κυριάκου Χαραλαμπίδη.

Έγραψε και ο ίδιος στίχους τους οποίους και μελοποίησε. 

Σύνδεσμοι και πηγές:



Χαράματα / Τόκας Μάριος

Χαράματα αρχίζουνε
Να μπήγουν το μαχαίρι
Πόσα ζωή χτυπήματα
Με το βαρύ σου χέρι

Τα παράπονα μας λέμε
Στα δρομάκια τα στενά
Κι όμως μοναχοί μας κλαίμε
Για τις πίκρες του ντουνιά

Ζωή κι ας είσαι άδικη
Δε σου κρατώ κακία
Άλλους σκληρά κακιώνουμε
Αυτοί είναι η αιτία

μπορείτε να το ακούσετε:https://www.youtube.com/watch?v=X8zkqhmYpUY