Εις στην πόλην
εμ μπου πήα
τζι έμπλασα
του Αθανάση
φίλος μου
παλιός, που γρόνια
τα αγνάρκα του
χα χάσει
Με εκάλεσεν να
πάμε
για φαΐν τζιαι
να τα πούμεν
τζιαι με τούν
την ευκαιρίαν
τα παλιά
ν'αθθυμηθούμεν
κάτσαμεν εις
το τραπέζι
τζιαι φωνάζει
νού μιτσί
“έλα φέρ'μας
την ζιβάνα
καμνε γλήορα
Ντικρή
Εφερέν μας την
ζηβάνα
, εφερεν τζιαι
ποτιρούδκια
τζι' Ο Ντικρής
θέλει να πάιξει
εξω με τα
κοπελλούδκια
“Της στετές
σου να τανίσεις
να μας φέρει
το φαΐ
τζ ύστερις
μπορεί να πάεις
στο παιξίμιν
ρε Ντικρή
Μα σαν τρώαμεν
με έτρων
μια μεάλη
απορία '
πόθεν τ'όνομα
του δώκαν
τζι ήθελα την
ιστορία
Τζιαι λαλεί
μου ο Αθανάσης
“ακου φίλε μου
Κωστή
Πέψαμεν έξω
την κόρη
Μισιη μου να
μορφωθεί
Να ανοίξει τα
γκαβά της
τζιαι να
ποιάσει το ΝΤΙΓΚΡΊ
Μά αντίς για
το πτυχείο
έφερεν μας τον
μιτσή.