Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Γαντζωμένος στα μπράτσα του πατέρα


Βαρνάβας Π. Σωτήρης

Ατέρμονη βροχή

στην καρδιά του χειμώνα
ρηχός χείμαρρος
περνούσε ξυστά πλάι στο αλώνι

εκείνο το χρόνο χάσαμε  το άλογο ,
χωμένος στη λάσπη
μέχρι το γόνατο
ο πατέρας πάσχιζε
να σύρει στο στάβλο
ξύλινο άροτρο
παγερός αγέρας
θύελλα θολώσαν τον ορίζοντα
μικροί λόφοι  λουστήκανε σκοτάδι

ορμητικό νερό
μπήκε στην αυλή
η μάνα τρομαγμένη στο κατώφλι της βεράντας
με άρπαξε απ' το μανίκι,
ένα λευκό πουκάμισο τής έμεινε στο χέρι

θερμή πνοή αποτυπώθηκε
στο παγωμένο μάγουλο

μα δυνατότερα δέθηκε στη μνήμη
η δύναμη των δώδεκα χρόνων
που μ' έσπρωξε στα λασπόνερα
κατά το πρόσωπο του πατέρα

παγιδευμένος
κινούσε αδέξια τα χέρια
σχεδιάζοντας στον αέρα
κώδικες κινδύνου

ένα γιγάντιο κύμα φόβου
πάλεψε με του νερού το θεόρατο κύμα
και των κυμάτων η πάλη
με πήγε στην αγκαλιά του πατέρα .

Το νερό τραβήχτηκε στα χαμηλά,
ξανάσμιξε με το χώμα  στο αλώνι,
ο πατέρας όργωσε ξανά το χωράφι
θημωνιές φιλούσανε  τον ουρανό
σπουργίτια φάγανε σιτάρι στις παλάμες του

οι λεύκες που φύτεψε ψηλώσανε
φυλλωσιές δροσίζουνε περαστικούς τα καλοκαίρια
το χειμώνα κορφές καλοπιάνουνε τον άνεμο

μόνο εγώ γυμνός χειμώνα καλοκαίρι
γαντζωμένος γερά στα μπράτσα του πατέρα

παλεύω ακόμα ανάμεσα στα δυο κύματα.

ΜΗΤΕΡΑ / Βαρνάβας Π. Σωτήρης

 Αμίλητη η μητέρα καθόταν στην αυλή 
πλέκοντας τη ζωή της παπαρούνες
 στάχυα και τριαντάφυλλα
  μα πιο πολύ ζωγράφιζε με τις κλωστές
 αδύνατα πουλιά με ανοιχτές φτερούγες 
και πάνω τους ο ήλιος με τις αχτίνες του 
τα χαιρετούσε, 
χαμόγελο φωλιάς είτε του ύπνου ανάσα 
δε φάνηκε στη ζωγραφιά της 
εξόν στις ανθοδέσμες του θανάτου της. 

Ήχοι μ' ακολουθούν απ' το δοξάρι του αργαλειού 
μέσα στη νύχτα 

 και στα λευκά σεντόνια που ύφαινε 
διαβάζω διαδρομές 
ονόματα σταθμών στην ούγια τους τα γεγονότα.

οι μοιρασμένες Λευκωσίες

Μενεξεδένιες ομιλίες
στα παραθύρια της Κυριακής
οι μοιρασμένες Λευκωσίες του κόσμου
η μυστική αφροδίτη των παλιών ερώτων
και το μικρόν αλφαβητάρι...

Ανώνυμη μέρα μες στη Λευκωσία

Μια μέρα ανώνυμη χωρίς υποκρισίες,
απλή μες τ' άσπρο της φουστάνι,
να παίρνει δρόμο μες στ' ανώνυμα στενά της Λευκωσίας,
κάποια στιγμή να γίνεται χαδιάρα από τ' αγέρι,
λίγο περίεργη στις κάτω γειτονιές,
και ξαφνικά να παίρνει νόημα με μια θύμηση παλιά
τετράφυλλη
να σου χαμογελά
κι ώσπου να πιει το γεγονός μες στο ποτήρι
ν' αρχίζει πάλιν
ανώνυμη πορεία σ' ανώνυμα στενά
χωρίς να περιμένει κάποιον ερχομό,
κάποια συνάντηση, μια χειραψία,
έτσι γυμνή να μπαίνει μες στο εσπέρας...

Ιστορίες / Κεφάλα Ελένη


Στον Μιχάλη Χ.
Οι ιστορίες του παππού
τα παιδικά του χρόνια
το χωριό
η πρώτη του δουλειά στην πόλη
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η προσφυγιά
η ιστορία του παππού
που έφυγε μια μέρα έτσι απρόσμενα
όπως φεύγουν όλοι παππούδες
μια μέρα
έτσι απρόσμενα.

Μνήμη και παραλλαγές / Κεφάλα Ελένη

Είμ’ ένας άνθρωπος
που επιστρέφει συνεχώς από μια εκπρόθεσμη μνήμη
όπου το τέλος προηγείται αενάως της εκκίνησης.

Ειδωλολατρία
Η μνήμη μου
ένα τεράστιο κάτοπτρο
που καθρεπτίζει τα μάτια σου
και μέσα τους
των ματιών μου το είδωλο
που σ’ ονειρεύεται.
Τραγική ειρωνεία
Λέξεις που γέμισαν σκόνη απ΄την τόση σωπή
και δεν ξέρουμε πια τί σημαίνουν.
Ποίημα
Παίρνει χιλιάδες μορφές και μου ξεφεύγει
αφήνοντας πίσω του ρηματικές μεταστάσεις

[Κι απρόσειτο..]

... «Κι απρόσειτο καθ’ όνειρο
                στα τρίσβαθα ριγάει

                του ρημαγμένου νου»

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Πέντε ποιήματα για τη Λευκωσία





Ετούτη η πόλη
γυναίκα
στη μέση του έρημου κάμπου.
Ψηλά η νύχτα
εγκλωβίζει τη σιωπή.

Στην αυλή του μουσείου
οι φοινικιές ανασαίνουν
την ερημιά σου.
Μέσα τα σπασμένα αγάλματα
ταξιδεύουν στις φλέβες
του μεσημεριού.

Η πόλη
ταξιδεύει
με κομμένη την ανάσα
της νύχτας της.
Από μακριά
οι δρόμοι
ανάπηροι την παρακολουθούν.

Στους φωταγωγημένους δρόμους
τα ηλεκτρόφωνα
σκοτώνουν
και τον τελευταίο ψίθυρο της
νύχτας.
Την αυγή
ο ιδρώτας του θανάτου
σμίγει
με τη λεηλασία της μέρας
που έρχεται.

Στο κέντρο της πόλης
τα σπίτια μοιρασμένα
αγκομαχούν.
Από κοντά
η πλατεία με τα λεωφορεία
φορτώνει
την ανάπηρη
πίκρα της.


5 Απριλίου 1979

Ώρες στη Λευκωσία




Και κάθομαι εδώ
μέσα στους ξένους ανέμους που περπατούν το κορμί σου.
Λευκωσία Λευκωσία
σε κυνηγώ μέσα στ' ατέλειωτα φώτα της νύχτας σου
μες στους ιριδισμούς των ηλεκτρικών
που τυραννούν την ψυχή μου
απόψε τα ηλεκτρόφωνα ξεχασμένα μου τρυπάνε τη θύμηση
σε κυνηγώ
μες στις σειρές των σκοτωμένων συντρόφων
βγαίνουν τις νύχτες με φαγωμένο το πρόσωπο
κτυπάνε τις πόρτες
Πράσινη Γραμμή Φυλακισμένα Μνήματα
η μνήμη του θανάτου σου με κομματιάζει
χρόνια τώρα φονικό στο φονικό
οι δρόμοι σου γέμισαν φαρμάκι και αίμα
τώρα ανεβαίνουν στις στέγες σου φωτεινές επιγραφές
αναδύεσαι μισή στο φως μισή στο σκοτάδι
οι νεκρές γειτονιές σου μας συσκοτίζουν
Λευκωσία Λευκωσία
σε κυνηγώ
μες στο μεθυστικό σου άρωμα που μου τινάσσει τη μνήμη
απόψε που ένα σύννεφο πουλιά
κατηφορίζει τις νεκρές λεωφόρους σου.


24 Αυγούστου 1980

Κερύνεια



Πόλη
με τις νεκρωμένες θάλασσες
και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που ξαγρυπνά ο θάνατος
και σκίζεται η πίκρα οριζόντια
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη
των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ
η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.


15-16 Ιουλίου 1977

Ένοχος Αντίστασης / Κατίνα Γιαννάκη - Παπαστυλιανού




Αντιστάθηκε
στο κάλεσμα της Κίρκης
μες στις κόρες των πλαστικών ματιών
αντιστάθηκε στο νόμο της βαρύτητας
που αντιμάχεται την έλξη τ'ουρανού
αντιστάθηκε στην ανακύκληση της αυτοκαταστροφής
που στροβιλίζεται ανάμεσα στη φωτιά και τον πάγο.

Αντιστάθηκε
στο σάλπισμα του θανάτου
που αντηχεί μες στο λαβύρινθο της φιλοδοξίας
αντιστάθηκε στο σκοτεινό τέρας του εγωισμού
που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός
αντιστάθηκε στο γλυκό νέκταρ της πλάνης
που μετατρέπει φτηνά είδωλα σε θεούς.

Αντιστάθηκε
στο σφίξιμο της αράχνης
που πνί γει την ελπίδα μες στην απόγνωση
αντιστάθηκε στο στραγγαλισμό των αισθημάτων
που επιτελείται μες στους θαλάμους της ιδιοτέλειας
αντιστάθηκε στα συρματοπλέγματα της απογοήτευσης
που ξεσχίζουν τ'όνειρο της Μεγάλης Επιστροφής.

Μ'ένα ράπισμα
στο θηρίο της κολακείας
αντιστάθηκε
μ'ένα όχι
στο ξεπούλημα της ψυχής
αντιστάθηκε
με μια άρνηση
στη διαπραγμάτευση των αξιών
αντιστάθηκε.

Με δυο λέξεις προσευχής με
δυο λόγια συμπόνοιας
μ'ένα φάκελο κλειστό
για τη μικρή Μαρία που πεθαίνει
αντιστάθηκε.

Με λίγα λουλούδια
για την παράλυτη γριά του συνοικισμού
με δυο στίχους
μ'ένα χαμόγελο
μ'ένα δάκρυ
μ'ένα σφίξιμο χεριού
αντιστάθηκε.

Έτοιμη η ετυμηγορία των ενόρκων:
Ένοχος αντίστασης!
Καταδικάζεται
στη συνωμοσία της σιωπής...

[Στου κάμπου το νοικοκυριό] / Αριστοδήμου Βάσος

Στου κάμπου το νοικοκυριό για τον 

καθένα 

Ενα ποτήρι περιμένει 

Κάτω από τον ήλιο, και είναι πάντα 

ήλιος 

Κάτω από τη βροχή, όταν πέφτει βροχή.

[Δε χορταίνουν τον έρωτα] / Αριστοδήμου Βάσος

Δε χορταίνουν τον έρωτα,

το πράσινο το καφετί, το γαλανό. 

Ομως δε γράψαμε γι’ αυτά, 

δεν είπαμε πως είναι διεστραμμένοι, 

πάτρωνες, πόρνοι, εκπορνευτές, χυδαίοι. 

Είναι αυτό αναγνώριση πως κείνα

ξέρουν καλύτερα απ’ τον άνθρωπο,

τι έρωτας σημαίνει.