Βαρνάβας Π. Σωτήρης
Ατέρμονη βροχή
στην καρδιά του χειμώνα
ρηχός χείμαρρος
περνούσε ξυστά πλάι στο αλώνι
εκείνο το χρόνο χάσαμε το άλογο ,
χωμένος στη λάσπη
μέχρι το γόνατο
ο πατέρας πάσχιζε
να σύρει στο στάβλο
ξύλινο άροτρο
παγερός αγέρας
θύελλα θολώσαν τον ορίζοντα
μικροί λόφοι λουστήκανε σκοτάδι
ορμητικό νερό
μπήκε στην αυλή
η μάνα τρομαγμένη στο κατώφλι της βεράντας
με άρπαξε απ' το μανίκι,
ένα λευκό πουκάμισο τής έμεινε στο χέρι
θερμή πνοή αποτυπώθηκε
στο παγωμένο μάγουλο
μα δυνατότερα δέθηκε στη μνήμη
η δύναμη των δώδεκα χρόνων
που μ' έσπρωξε στα λασπόνερα
κατά το πρόσωπο του πατέρα
παγιδευμένος
κινούσε αδέξια τα χέρια
σχεδιάζοντας στον αέρα
κώδικες κινδύνου
ένα γιγάντιο κύμα φόβου
πάλεψε με του νερού το θεόρατο κύμα
και των κυμάτων η πάλη
με πήγε στην αγκαλιά του πατέρα .
Το νερό τραβήχτηκε στα χαμηλά,
ξανάσμιξε με το χώμα στο αλώνι,
ο πατέρας όργωσε ξανά το χωράφι
θημωνιές φιλούσανε τον ουρανό
σπουργίτια φάγανε σιτάρι στις παλάμες του
οι λεύκες που φύτεψε ψηλώσανε
φυλλωσιές δροσίζουνε περαστικούς τα καλοκαίρια
το χειμώνα κορφές καλοπιάνουνε τον άνεμο
μόνο εγώ γυμνός χειμώνα καλοκαίρι
γαντζωμένος γερά στα μπράτσα του πατέρα
παλεύω ακόμα ανάμεσα στα δυο κύματα.