εκείνο το πρωινό
ένας γέροντας ακουμπώντας στο μπαστούνι του
διέσχιζε αργά το δρόμο
ένας σκύλος κυνηγούσε μια γάτα
μια γυναίκα που κοιμόταν μονάχη, έγειρε το κεφάλι της
ο παραγιός άπλωσε τα τραπέζια στο καφενείο
σκούπισε τα ποτήρια και άναψε τη χόβολη
που έβγαζε ένα ήχο αχνό, έτσι σαν βαριά ανάσα
στη γωνιά του κήπου ο άνεμος στριφογύρισε τα φύλλα
κι ύστερα έγιναν σωρό
κανείς όμως δεν είδε κάτι και κανείς μας δεν άκουσε τίποτε
όλα αυτά ήταν ασήμαντα και κανείς δεν κατάλαβε
πως όλα αυτά τα ασήμαντα ήταν μια ομολογία ζωής.
και μια θλίψη για το επερχόμενο απόγευμα των ημερών μας.





