Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Μαύρο φόρεμα / Τσελεπή Ειρήνη


Μαύρο φορεμα κάτω από τη βροχή
Μαύρο φόρεμα,
και λίγο πιο μέσα μια καρδιά που φυλλοροεί
Σου αφήνω εξηγήσεις,
πως δεν είναι η απήχηση της θλίψης μου
Ας μιλήσουμε για το χρώμα,
αφού ειναι ό,τι δεν σου αρέσει
Είναι η ψυχή μου πεταλούδα ολάσπρη,
είναι ανάλαφρη,
έτοιμη ν' αγκαλιάσει ό,τι αγαπά
Κι εσύ, καιρός να κοιτάξεις πιο βαθιά
Το μαύρο φόρεμα είναι η επικάλυψη του φόβου μου
Είναι ο επίδεσμος των χθεσινών τραυμάτων μου
Είναι η σιωπή της αγάπης
Ας αλλάξουμε χρώμα,
ίσως κοιτάξεις πιο βαθιά

Η ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΓΑΤΩΝ / Τιμοθέου Ανδρέας


Δεν ονομάζεται Ελένη
η γυναίκα αυτή δεν έχει όνομα
αλήθεια, δεν θα μπορούσε να 'χει όνομα.
Όσο για το αγία σαν προσφώνηση
φαντάζομαι, λίγο πως τη νοιάζει.
Τη συναντώ χαράματα
με χέρια πάντοτε γεμάτα,
αγέλες την ακολουθούν
και τρέφονται από πάνω της
και τρέφεται από πάνω τους.
Τι να 'ναι αλήθεια
αυτό που αναζητά στο μέσα μας
η έγνοια για τον άλλο;
Κατατρεγμένες γάτες
ξαπλώνουν στα όνειρά της
κι όταν αδειάζουνε τα χέρια της
σε βάρδια πρωινού ή απογεύματος
αφήνει πίσω τα κουρέλια της,
για λίγο γίνεται πριγκίπισσα
κι ας επιμένω να την αποκαλώ
Αγία.

ΣΕΛΦΙ της Αγγέλας Καιμακλιώτη

 





https://www.armidabooks.com/book/selfi/?fbclid=IwY2xjawNaJGdleHRuA2FlbQIxMABicmlkETByMDlPc0FuVWZ5ZnNoZGdiAR78FDEozpx7KZcH7sziO91Ge9rsMfSrKvoO9QSU3LyPYLTfOt8sQiYX54Gokw_aem_ISebpC_O9utZMkMNO2WJ2w

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΜΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ / Αρτεμίου Ελένη

 

Η ώρα εκείνη που η μέρα αντιστέκεται στη νύχτα
μα στο τέλος παραδίδεται.
Γιατί η ομορφιά
η κάθε ομορφιά
πρέπει να έρχεται με όλα τα χρώματά της.
Το φως χαμηλώνει, αλλά μόνο για να χωρέσει
σωστά στην επόμενη μέρα.
Την ώρα εκείνη, λοιπόν,
ο ήλιος βασίλευε πετώντας τις τελευταίες σπίθες του.
Καίγονταν παλιά σενάρια
αταίριαστοι ρόλοι.
Τους κοίταζα, καθώς μια θάλασσα κρατούσε το κορμί μου
σε κυματισμό θαυμαστικού.
Οι δυο τους μες στην υγρή αλμύρα
αβοήθητοι όπως μικρά παιδιά
που μόνο το καλό θέλουν να περιμένουν.
Εκείνος, με την ηλικία της σοφίας.
Εκείνη, με το καύκαλο των χρόνων στην πλάτη.
Κι όταν την κράτησε στα χέρια μες στη θάλασσα
αυτή —την αγάπη της νιότης—
με το ζαρωμένο πρόσωπο, τη φλεβίτιδα,
κρυφές και φανερές παθήσεις της ύπαρξης,
τα σημάδια από το δάγκωμα χαμένου παραδείσου...
Την ώρα εκείνη —θα ορκιζόμουν—ένας άγγελος
βγήκε από τον βυθό και έγραψε μια καινούργια ζωή
για εκείνους
μα πιο πολύ για μένα.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου (Ιούλιος 2025)

Μαύρο φόρεμα / Τσελεπή Ειρήνη


Μαύρο φορεμα κάτω από τη βροχή
Μαύρο φόρεμα,
και λίγο πιο μέσα μια καρδιά που φυλλοροεί
Σου αφήνω εξηγήσεις,
πως δεν είναι η απήχηση της θλίψης μου
Ας μιλήσουμε για το χρώμα,
αφού ειναι ό,τι δεν σου αρέσει
Είναι η ψυχή μου πεταλούδα ολάσπρη,
είναι ανάλαφρη,
έτοιμη ν' αγκαλιάσει ό,τι αγαπά
Κι εσύ, καιρός να κοιτάξεις πιο βαθιά
Το μαύρο φόρεμα είναι η επικάλυψη του φόβου μου
Είναι ο επίδεσμος των χθεσινών τραυμάτων μου
Είναι η σιωπή της αγάπης
Ας αλλάξουμε χρώμα,
ίσως κοιτάξεις πιο βαθιά

ΠΡΟΣΜΟΝΗ / Παπαντωνίου Ιωάννα

 ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΞΥΠΝΟΥΝ... 1974... ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΣ...


Αγνοείται ο άγγελος
Δεν έχει χρώμα η απουσία
μα η φωτογραφία μαυρόασπρη
Το πιάτο αδειανό
Χρόνια τώρα…
Μπροστά στ’ ανοιχτό παράθυρο
τους περαστικούς ρωτάς
Θα γυρίσει;
Πετρωμένο χαμόγελο
Πεπρωμένο μοιρολόι
Πρόσωπο με χαρακιές-ρυτίδες
Στα μαλλιά το συρματόμπλεγμα
γίνηκε ακάνθινο στεφάνι
Βαθαίνουν οι πληγές
Θα ταυτοποιηθούν οι φτερούγες;
Θα γραφτούν οι επικήδειοι;
Πήρε να βραδιάζει…
Κλείνεις το παράθυρο
Μάνα τ’ αγνοούμενου, μάνα μας…
Θα γυρίσει… Αύριο!
Ιωάννας Παπαντωνίου

Αποχρώσεις μοναξιάς / Λαμπής Γιάννος


Αλήθεια ποιος μπορεί τη μοναξιά
με λέξεις να ορίσει;
τα λόγια είναι φτωχά, ίσως όμως
ίσως λέγω να μπορείς, με εικόνες να την ντύσεις
Ίσως να είναι σαν ένα μαχαίρι που βρέθηκε
μα που κανείς δεν άκουσε το φόνο
ίσως πάλι να είναι σαν ένας σταθμός το μεσονύχτιο
καταργημένων υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
ίσως να είναι μια προσωπική συλλογή
με υποψήφιους θανάτους
ίσως να είναι άδειο φέρετρο
που το πάνε αργά, τέσσερις στον ώμο
ίσως πάλι νά ’ναι βάρκα στο πέλαγο
μ’ ένα νεκρό για ναύτη
που η δίψα τον εστέγνωσε
και τον κρατάει όρθιο της θάλασσας τ’ αλάτι.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ / Ανδρέου Παύλος

 

Όλοι παρόντες.
Σ’ έδαφος ουδέτερο.
Εφ’ όπλου λόγχη.
Παντού πολύχρωμες στολές
φτιαγμένες από μάρμαρο
σκληρό για τους γνωρίζοντες
τους δεδομένους όρους.
Κάποιος
κρατούσε σημειώσεις στο μυαλό.
Άλλη
κρατούσε αποστάσεις απ’ τα δρώμενα.
Ο τρίτος, αδιάλλακτος
κρατούσε χαρακτήρα.
Η ατζέντα ήτανε σαφής:
Πώς ντύνεις την απόκλιση
χωρίς να πειραχτεί η συμμετρία;
Πέρασαν πρώτα οι ρευστοί, οικειοθελώς.
Χειροκροτούμενοι
με κουμπωμένη αποδοχή παρ’ όλα ταύτα.
Ύστερα οι σχεδόν κανονικοί.
Μιλούσαν για διαδρομές
για όρια, για σεβασμό
για παιδικά βιώματα, για έμφυτες ελλείψεις.
Μα τι σεντόρεια μουσική
δεν άκουγε κανένας.
Σε μια στγμή, τα πάντα ανατράπηκαν.
Ένας, ή μία, ή ένα απ’ την πλατεία
άρχισε να φωνάζει δυνατά:
«Δεν ήρθα να δηλώσω την ταυτότητα
αλλά να δω εάν υπάρχει χώρος
γι΄αυτό που δεν σας μοιάζει».
Εκτεταμένη βουβαμάρα. Ένας βήχας.
Ήταν η ώρα που ο συντονιστής
σηκώθηκε ιδρωμένος, αναφέροντας:
«Aποφασίστηκε. Δεκτός
μόνο αν εξηγηθείς ενώπιον του πλήθους».
Εκείνος, ή εκείνη, ή το άλλο
χαμογέλασε.
Άνοιξε το πουκάμισο
μα πουθενά το σώμα!
Μονάχα μια επιγραφή
σαν τατουάζ στο άδειο:
«Είμαι ό,τι δεν αντέχετε να πείτε ειλικρινά
ούτε στον εαυτό σας!»

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΙΗΤΟΥ / Παντελίδης Στέφανος

 


Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό μου εύχομαι
κάποιος ν’ απαγγείλει ένα μου ποίημα.

Και τότε
θα κυλήσει η μεγάλη στρογγυλή πέτρα
—αυτή που θα φράζει τον τάφο μου—
και θα βγω έξω.

Θα συναντήσω έναν-έναν τους νέους μου αναγνώστες
και θα τους «πείσω» δείχνοντας
τις τρύπες στην καρδιά μου.

ΚΥΠΡΟΣ. ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ / Βαρνάβας Π. Σωτήρης

 

ΠΡΟΟΙΜΙΟ
 
β. Το χρέος μου
 
Έχω την βούρκαν μου χαλκόν γεμάτην
πέτρες της Τύπρου μας σωρόν
άσπρην χαβάραν του χωρκού μου∙
μεν με ρωτάτε πού τα πάω
ται πού τα φέρνω
χρέος μου να τα κουβαλώ.
 
Αννοίω την βούρκαν να μπουκκώσω
απλώννω τα στην μαντιλιάν
μες στην κούππαν μες στο πιάτον
κοπιάστε λαλώ τους περαστικούς
να πιούμεν μιαν που ιστορίαν.
 
Τ’ έρκουνται ούλλοι που γυρόν∙
Ένας αρκάτης που εποστάθην
ένας βοσκός με το πιθκιαύλιν
ο σιεράς με την φωθκιάν του
ο γανωματής με το καλάιν
ο καμηλιέρης με την καμήλαν
ούλλοι ξενοχωρίτες νυχτωμένοι.
 
Μεζέν τερνώ τους την αλήθκειαν
που της Τύπρου το δεντρόν
μνήμην φιλεύκω τους ται πάσιν.
 
Λάμνε λαλώ του που το Κτήμαν
που την Αμμόχωστον την Σαλαμίναν
έμπα της Έγκωμης του Κολοιού
τ’ ύστερις τράβα στην δουλειάν σου,
βάλε τ’ εσού τα δυνατά σου
να βάλει η ψυή σου μιαν γραμμούαν
να μεν αφήκεις να σβηστεί
της ιστορίας μας ο χάρτης.
 
 
 
γ. Νύχτα που φοράς
φουστάνιν μέρας
 
Μες στην νύχταν με φεγγάριν
με Θεού καλόν φανάριν
εποτίζαμεν παττίες
τ’ ετζοιμούμουν στο ποστάνιν.
Με πισσούριν την ημέραν
με κούσπον πένναν πά’ στο έριν
ετσαππίζαμεν τες λέξεις
να τυλίσει ως τα πέρα
της αλήθκειας το νερόν∙
 
Της Τύπρου δίτιον ν’ ανεφάνει.
 
Ανυπόλυτοι ροκόλοι
μες στο χώμαν μες στ’ αυλάτιν
μες στο χωράφιν οι κουφάες
ετυλούσαν τ’ ’εν εκρούζαν.
Μεν φοάσαι που την φύσην
μανιή της φεύκει η νύχτα
που την άλλην να φοάσαι
νύχταν στ’ άσπρα που ’ν’ ντυμένη
ται φορά φουστάνιν μέρας.
Ποντικούς πά’ στο ζινίιν
κουβαλάς τους μες στην βούρκαν.
 
 
 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

ΠΑΙΔΙ / Αντωνιάδης Σωκράτης


Με λέξεις μπορώ να χρωματίσω πράγματα
να ψηλαφήσω το ανείπωτο.
Μα για το παιδί
που για μια στιγμή ατένισα
ακουμπισμένο στις μικρές του παλάμες
να μοιράζεται τη θλίψη του κόσμου
δεν μιλώ
μη χαθεί η μαγεία της αποκάλυψης.
Για το παιδί
μιλώ μονάχα τη γλώσσα της σιωπής
όταν καμιά φορά με αφήνει
να το επισκέπτομαι στα όνειρά του.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Λουλούδι της Ερήμου / Στέλλα Ευαγγελίδου

          

                                                
                                                                                                                                                      
 
 
Τους σκοτώνουν
με την πείνα,
                                                            μήνες τώρα.
 
 
Τους σκοτώνουν
και αλλιώς,
 με κάθε μέσο.
 Χρόνια τώρα,
                                                 καθημερινά.
 
*
Δίχως φαϊ,
            το βλέπεις -
πεθαίνεις.
 
Πεθαίνουν τα παιδιά,
                                                            μπροστά
στα μάτια των γονιών.
 
Προσπαθώντας να βρεις φαΐ
            το βλέπεις -
πάλι πεθαίνεις.
 
Πεθαίνουν οι γονιοί,
                                                            μπροστά
στα μάτια των παιδιών.
 
Καμιά επιλογή,
 όταν ο θάνατός σου
είναι προμελετημένος.
 
*
 
Λουλούδι της ερήμου,
                                    το χώμα στεγνό.
 
Ποια μοίρα σου έταξε
                                    να γεννηθείς
                                    σ’ αυτόν τον τόπο;
 
Λουλούδι της ερήμου,
                                    άνθιζες
σε χώμα στεγνό
σε παράδεισο αιώνιο.
 
 
 
 
 
 
Λουλούδι της ερήμου
 
Ποια χέρια άγρια,
φονικά
                                    ήρθαν να σε ξεριζώσουν;
 
Ποιοι πρόσταξαν
                                    να γίνει ο τόπος σου
                                                            κόλαση επί γης;
 
 
 
*
Λουλούδι της ερήμου
                                    Αν πεθάνεις,
ο θάνατος σου
                                                                        θα’ ναι ο θάνατος
                                                                                      όλης της γης.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

6 ποιήματα, 6 ποιητριών της Κύπρου

   

Σήμερα φιλοξενώ 6 ποιήματα από 6 ποιήτριες της Κύπρου, τις οποίες εκτιμώ τόσο για τον χαρακτήρα τους όσο και για την ποίησή τους. Με τις περισσότερες από αυτές έχω συναντηθεί και έχουμε ανταλλάξει δυο- τρεις κουβέντες, ενώ με κάποιες από αυτές εκκρεμεί ένας...κυπριακός καφές! 


Ποίηση και οίηση / Ειρήνη Ανδρέου
 
 Κάποτε δεν κοιμόμουνα
με έβρισκε η ήλιος
καθώς αγωνιζόμουνα
να φτιάξω ένα βασίλειο
 
που μέσα όλοι να'μαστε
λευκοί κίτρινοι μαύροι
 παντού αυλές ολάνθιστες
κάμποι γιομάτοι στάρι
 
όλοι να χόρταιναν ψωμί
κανείς να μην πεινούσε
το δίκαιο σ' αυτή τη γη
τ'αδικο να νικούσε.
 
Στο μέσα μου ένα παιδί
με έσπρωχνε με πάθος
να μην σιωπώ ούτε στιγμή
γι άλλα παιδιά να γράφω.
 
Γι αυτά που ξέχασ' ο Θεός
κι οι άνθρωποι συνάμα
να κάνω ξίφος κοφτερό
της πένας μου την  λάμα
 
για κάθε ανθρωποειδές
που μόλυνε την πλάση
τον κόσμο γέμιζε πληγές
και την ψυχή είχε χάσει
 
εξολοθρεύοντας  λαούς
σαν λυσσασμένο ζώο
ξεπέρασ' ολους τους φραγμούς
αδίσταχτο,, αιμοβόρο.
 
Ποίηση; Γράμματα ψιλά
για το χοντρό πετσί τους
χρήμα στις φλέβες τους κυλά
τρώνε κι οι αυλικοί τους
 
και μεγαλώνει ο φασισμός
παίζοντας τον σωτήρα
που ξεγελά τον κάθε νιο
αχ ποίηση μου στείρα
 
γι αφύπνιση μαχόμουνα
δεν κυνηγούσα δόξα
τις νύχτες δεν κοιμόμουνα
μου λέγαν έχω λόξα
 
αυτοί που δεν τους ένοιαζε
τι γίνεται στον κόσμο
μα η κοιλιά να γέμιζε
και το τομάρι μόνο.
 
Δεν ήταν τα παιδάκια τους
στα ερείπια θαμένα
η μες στα σεντονάκια τους
άψυχα, ματωμένα....
 
Κι ετσι καθώς πλησίασα
στην τρίτη ηλικία
κι απ' όλα πια απηύδησα
δεν πήρα ούτε βραβεία,
 
αφού δεν διαγωνίστηκα
σ' οίησης  καλλιστεία
τους στιχους μου απαξίωσαν
σχολεία κι εκκλησία
 
δεν ήμουνα του συναφιού
κλικών λογοτεχνίας
 βαλτοί, κριτές να μ' επαινούν
μου φαίνονται γελοία.
 
Στην τελική  η ποίηση
τον κόσμο δεν αλλάζει
μα σαν γίνεται οίηση
πολύ μ' αηδιάζει.
 
Φυλλάδες σιδηρόδρομοι
σαν να'μαι νομπελίστας
βροχή συγχαρητήρια
μέσα στα διαδίχτυα.
 
Θαυμάζω αυτούς τους ταπεινούς
που την ψυχή τους βγάζουν
κατεστημένα πολεμούν
και δόξες δεν τους νοιάζουν.
 
Κι εφόσον δεν κατόρθωσα
τον κόσμο αυτό ν' αλλάξω
να ΖΗΣΩ αποφάσισα
λίγο πριν τα τινάξω.
 
**
ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ / Ιωάννα Παπαντωνίου
 
Πριν το σάλτο μορτάλε,  «Το τσίρκο του Νίνο»
θα συνοδεύει τους ακροβάτες στο κενό.
Οι ακροβολιστές θα παραταχτούν γύρω από τη μυστική έξοδο.
Θα φροντίσει γι’ αυτό ο ταξιθέτης…
Η υπαίθρια σκηνή ανάμεσα στα ερείπια…
Το θηριοτροφείο καλά κρυμμένο  κάτω  από τα χαλάσματα.
Δεν πρέπει ν’ ακουστούν οι βρυχηθμοί των λεόντων
ούτε  το κλάμα του ελέφαντα...
Τα πύρινα στεφάνια των οβίδων θα μεταφέρουν τη φλόγα.
Τι κι αν παρέμειναν οι δάδες σβηστές;
 
Φώτα παρακαλώ!
Το παιδί δεν θα πληρώσει εισιτήριο!
Αφήστε το να ισορροπεί στα κομμένα καλώδια της οικοδομής
κι ύστερα να γίνεται ζογκλέρ.
Οι  νάρκες στα χέρια του…
Στους ώμους μανδύας λευκός…
Είναι ο μικρός πρίγκιπας με το γαλάζιο  προσωπείο.
Για δείτε!
Μαράνθηκε το τριαντάφυλλό του…
Λίγο νερό…
 
Αθέατοι οι θεατές…
Πού πήγαν όλοι;
Μετά την υπόκλιση θ’ ακουστεί το χειροκρότημα;
Εκεί που θα τελειώνει το ποίημα,
θα τ’ απαγγείλει κανείς;
 
 
 
**
 
ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Διόλου μην ανησυχείς
σαν θα ´ρθει εκείνη η ώρα,
που η φωνή μου μακρινή
θ´ακούγεται στ´αφτιά σου,
θα ´ναι η καρδιά μου προσευχή
σαν Παναγιάς καντήλι,
να χαϊδεύει τις βραδυές
γλυκά τα όνειρά σου.
 
Τα λάθη μου θα ´ναι ευχές
να σε ακολουθούνε,
στις δυσκολίες της ζωής
κουράγιο να σου δίνουν
κι όσες φορές σε πόνεσαν
τα αμαρτήματά μου
τόσες θα γίνω θάλασσα
τις έγνοιες σου να πνίγω.
 
Κι η μάνα είναι άνθρωπος
μ´αδυναμίες χίλιες,
μα η ψυχή ολάκερη
δοσμένη στα παιδιά της.
Λέαινα μετατρέπεται,
νύχια και δόντια βγάζει
κι αλίμονον  σ´όποιον σκεφτεί
λιγάκι να τα βλάψει.
 
Διόλου μην ανησυχείς
σαν θα ´ρθει εκεί η η ώρα,
μόνο το σώμα θα ´ναι αλλού,
η λαχτάρα μου κοντά σου.
Πού να τολμήσει γιόκα μου
εχθρός να σε κοντέψει;
 
 
**
ΖΩΗ Α' /Αθηνά Τέμβριου
 
Μες στις ρωγμές του χρόνου
στάζουν το χθες και το σήμερα.
Γλαφυρές σκιές π'ανασύρονται
με τα δίχτυα της μνήμης
πότε στην άβυσσο και πότε
στα θέλγητρα τ'ουρανού.
Χάνονται κάτω απ'το φως
της σκέψης, καθώς ότι είδε
κανείς καλείται ζωή.
 
**
 
 
[Για αυτούς που  μας χωρίζει] της Ελένης Τυρίμου
 
Για αυτούς που  μας χωρίζει
ένα σώμα ένα άπειρο,
όμως είναι πάντα κοντά μου
στην  κάθε  στιγμή...
Κάποτε ρώτησα ένα σύννεφο
γιατί κρύβει τον ήλιο,;
και αυτό μου απάντησε
να δεις την διαφορά.!
Μια σκοτεινή νύκτα
είδα   ταπεινά αστέρια
να φέγγουν τόσο πολύ!
τα κοίταξα περήφανα
με νοσταλγία,
ήταν τα μάτια
των δικών μου Αγγέλων
που πάντα μου φωτίζουν το  δρόμο  στα ψυχρά σκοτάδια.
 
**
Ξεκινάω πλέξιμο / Μαρία Χριστοδούλου
 
Να  σου φτιάξω κάλτσες
για το κρύο
ή  σκούφο για τις βόλτες σου
πλάι στο κύμα;
Φοβάμαι μην κρυώσεις.
Άγριος ο καιρός
ο δρόμος χέρσος
κι η θάλασσα φουρτουνιασμένη.
Πάμε να ρίξουμε τους πόντους.
Κάποιες θηλιές
δυο τρεις καλούς πόντους
και πού και πού
κανέναν ανάποδο
ζέρσεϊ  να είναι η πλέξη
μην δυσκολεύεσαι στο φόρεμα.
Κασκόλ θα σου φτιάξω
-πονόλαιμο είχες
τότε που μύρισε ο κάμπος της Μεσαριάς  άνοιξη -
κι ένα ζευγάρι γάντια
για τα χέρια σου.
Κάηκαν τη μέρα που τράνταξες
τον Πενταδάκτυλο φωνάζοντας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Τα πλέκαμε θυμάσαι;
Πήραμε ξεχωριστά μονοπάτια
τώρα, καλέ μου πατέρα.
Βλέπεις  το φως στην άκρη
της διαδρομής;
Κάνε στάση και περίμενε.
Μέχρι τότε θα μνημονεύω  τις μέρες μας
και αυτές που είχαν γλέντι
και αυτές που είχαν παγωνιά.