Σαν με ξεβγάλει η ρουφήχτρα
σε κάποια φθινοπωρινή ακτή
με σώμα κατάκοπο
μάτια σβησμένα
δε θα ξαναβρώ δυνάμεις
να ριχτώ αντίθετα στο ρέμα.
Θα μείνω στην ακτή
το άλικο ρεμβάζοντας της δύσης
ενώ θα σβήνουν
άτακτα τα φώτα
στα βλέφαρα των οριζόντων.
Σαν με ξεβγάλει η ρουφήχτρα
σε κάποια φθινοπωρινή ακτή
με σώμα κατάκοπο
μάτια σβησμένα
δε θα ξαναβρώ δυνάμεις
να ριχτώ αντίθετα στο ρέμα.
Θα μείνω στην ακτή
το άλικο ρεμβάζοντας της δύσης
ενώ θα σβήνουν
άτακτα τα φώτα
στα βλέφαρα των οριζόντων.
Δεν αγάπησα όπως μπορούσα.
Δεν αγαπήθηκα όπως θα ‘θελα.
Δεν έχω βρει
τη μοναδική τη λέξη
τον ήχο τον μοναδικό
που ανθρώπους κι αισθήματα μερεύει.
Τη σκέψη τη μοναδική
που τον πυρήνα ξεκλειδώνει,
της ζωής.
Δεν έχω βρει
του αιώνιου τη διάφανη σφαίρα
που κάθε τι δικό μου
ζεστό, σπαταλημένο,
σε δάκρυ κρυστάλλινο μαζεύει.
ΓΡΑΦΩ
ΣΗΜΑΙΝΕΙ…
«Καλώς τηνε!», ακούστηκε
πρόσχαρη η φωνή της κυρα- Αλεξάνδρας. «Σε περίμενα! Έφτιαξα καφέ μυρωδάτο!
Ετοίμασα κουλούρι ζεστό! Για την Ελένη μου!»
Πήρε να στρώνει το
τραπέζι για το πρωινό… Η μυρωδιά του καφέ απολαυστική… Το κουλούρι ζεστό και
πεντανόστιμο, ζυμωμένο με την αγάπη, που η οικοδέσποινα ήξερε να μοιράζει τόσο
απλόχερα.
Την αγαπούσε σαν την κόρη
της την Ελένη και της είχε τυφλή
εμπιστοσύνη. Από μικρό κορίτσι ερχόταν να κάνει συντροφιά στην ηλικιωμένη
γειτόνισσα. Στην αρχή την έστελλε η μάνα της, που αγαπούσε ιδιαίτερα την
κυρα-Αλεξάνδρα, μα με τον καιρό αναζητούσε κι η ίδια τη συντροφιά της.
Περνούσαν αρκετές ώρες μαζί γιατί η μάνα δούλευε τ’ απογεύματα. Εκεί μελετούσε
και τα μαθήματά της η μικρή Ελένη. Η κυρα-Αλεξάνδρα την καμάρωνε να διαβάζει
και να γράφει… Η ίδια δεν είχε πάει σχολείο
στα δύσκολα εκείνα χρόνια της προσφυγιάς. Έβαζε την Ελένη λοιπόν να της διαβάζει
συνταγές ή την Αγία Γραφή κι άλλοτε της
υπαγόρευε να γράφει στον ξενιτεμένο της…
Η τήρηση της
αλληλογραφίας της κυρα-Αλεξάνδρας έγινε πια επίσημο καθήκον για την Ελένη. Πριν
χτυπήσει την εξώθυρα κοίταζε στο γραμματοκιβώτιο για την επιστολή, που
περίμεναν. Ακόμα κι αν η επιστολή δεν είχε φτάσει, η Ελένη θα έγραφε… Θ’
αποτύπωνε μ’ εκείνα τα στρογγυλά, καλλιγραφικά γράμματα τις σκέψεις της
κυρα-Αλεξάνδρας, τα συναισθήματα, τις έγνοιες και τα όνειρα στο λευκό χαρτί
αλληλογραφίας. Αμοιβή της το χαμόγελο, που θα εισέπραττε κι η ευχή της.
«Γράφω» θα πει αφήνω τα’
αποτύπωμα της ψυχής στο λευκό χαρτί,,, Αφήνω ακόμα ένα χνάρι σ’ απάτητο
μονοπάτι… πήρε να ερμηνεύσει το ρήμα η Ελένη σ’ ένα εσωτερικό μονόλογο, καθώς
απολάμβανε τον ζεστό καφέ…
«Γράφω…» Επανέλαβε στην
κυρα-Αλεξάνδρα, που τη ρωτούσε αν ήταν έτοιμη να αναλάβει το ιερό της καθήκον…
« Αγαπητό μου παιδί,
Σήμερα έχεις τη γιορτή
σου κι είσαι μακριά… Σε ποιες θάλασσες αρμενίζεις; Ποιες στεριές αντικρίζεις;
Μου λείπεις πολύ…»
Δεν είχαν νέα του εδώ και
αρκετό καιρό… Η Ελένη παρηγορούσε την κυρα-Αλεξάνδρα με την ιδέα πως στα
λιμάνια, που έφτανε ο γιος της δεν είχε κοντά ταχυδρομείο και πως σίγουρα στο
επόμενο λιμάνι θα της ταχυδρομούσε την επιστολή… Άρχισε να σκέφτεται να γράψει
η ίδια μια επιστολή και να την τοποθετήσει στο γραμματοκιβώτιο εκ μέρους του παιδιού
της… Δεν μπορούσε να βλέπει τον πόνο της μάνας και τα υγρά της μάτια… Και τότε
θα πρόσθετε περισσότερα στην ερμηνεία του αγαπημένου της ρήματος…
«Γράφω» θα πει ζωγραφίζω
χαμόγελα, ένα καράβι που αρμενίζει για την πατρίδα και την αγκαλιά της μάνας…
Κι αν της ζητούσαν εκείνη τη στιγμή να κάνει μια ευχή για να πραγματοποιηθεί,
θα ζητούσε να ζωντάνευαν οι λέξεις και να την ταξίδευαν στα λιμάνια της χαράς…
Θα έκλεινε την επιστολή
με τη συνηθισμένη επιφώνηση: « Με την αγάπη μου, η μάνα…»
Το ρόπτρο εξακολουθούσε
να χτυπά ρυθμικά… Διέκοψε τις σκέψεις της.
«Ποιος να’ ναι τέτοια
ώρα;» Αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα η κυρα-Αλεξάνδρα.
Η Ελένη ευχήθηκε ενδόμυχα
να ήτανε ο ταχυδρόμος και να είχε φτάσει με την επιστολή του ξενιτεμένου…
Έβλεπε κιόλας μπροστά της την κυρα-Αλεξάνδρα να την παραλαμβάνει με δάκρυα
χαράς… Μα δεν μπορεί… Ο ταχυδρόμος δεν περνά τις Κυριακές… Φαίνεται πως τις
ίδιες σκέψεις έκανε και η κυρα-Αλεξάνδρα. « Ο ταχυδρόμος δεν είναι… Δεν
περιμένω άλλο επισκέπτη, Ελένη μου…»
«Ανοίγω…»
Η Ελένη κατευθύνθηκε προς την πόρτα…
Και τότε οι ηλιαχτίδες
εισέβαλαν θριαμβευτικά στο δωμάτιο… Μια λευκή πεταλουδίτσα φτερούγισε δειλά
πάν’ απ’ τα’ αγριολούλουδα στο βάζο. Μια ολάνοιχτη αγκαλιά φτερούγισε προς την
κυρα-Αλεξάνδρα…
«Μάνα…»
Η στιγμή που περίμενε… Η
τελευταία επιστολή που δεν είχε έρθει… Ανοιγόταν τώρα μπροστά στα μάτια
της το λευκό επιστολόχαρτο με την
επιφώνηση: « Επιστρέφω μάνα! Σε φιλώ, ο γιος σου!» Και άνθιζαν κρίνα λευκά και
γιασεμιά… Γίνονταν ένα με το λευκό του χαρτιού και της ψυχής της κυρα-Αλεξάνδρας,
που φτερούγισε κι αυτή όπως την πεταλούδα…
«Μάνα… Επέστρεψα!»
Δεν μπορούσε να του
απαντήσει… Εκείνος επέστρεψε… Εκείνη είχε πια φύγει…
Ο ταχυδρόμος δεν
ξαναχτύπησε την πόρτα… Και η Ελένη; Συμπλήρωσε τα τελευταία λόγια στην επιστολή
της κυρα-Αλεξάνδρας, χωρίς υπαγόρευση αυτή τη φορά… Την έκλεισε με τρεμάμενα
χέρια και τη χάρισε στον παραλήπτη της ιδιοχείρως.
«Γιατί;» Αναρωτήθηκε
εκείνος…
«Γιατί γράφω … Και γράφω θα
πει… »Απάντησε αινιγματικά εκείνη…
Ιωάννας
Παπαντωνίου
Έπαινος
στη συγγραφή διηγήματος
Ζ΄
Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού 2024
**
ΚΥΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ
Συρματόμπλεγμα
τυλίγει το κορμί σου,
Κύπρος-πατρίδα…
Είναι ο πόνος
ακάνθινο στεφάνι
στα λυτά μαλλιά…
Πενήντα χρόνια
προσμένεις τη Λευτεριά,
φως κι ελπίδα…
Ιωάννας Παπαντωνίου
Έπαινος στη
συγγραφή Χαϊκού
Ζ΄ Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών
Οριζόντων Λεμεσού 2024
Aν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται∙
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός.
Ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος·
ποτάμια, δάση, θρίαμβοι, ρομφαίες και στιλέτα
αγάπη, μίσος, δόρατα, κοντάρια, μια φαλτσέτα
με κάθε α και κάθε ω στο δέλτα και στο μέλος
με σκίζει, ρίχνει στον βωμό τραγούδι ποθημένο
αργά να το αιμορραγώ αιώνια να ανασταίνω
αἰδώς, αἰδώς, ἀείδομαι ὀδύνῃ ᾠδὴν αἰδοῖαν