Πρέπει να εμπιστευτείς πως
Το μετά που θα έρθει θα είναι όμορφο
Όπως ήρθε κι αυτό το μετά
Που ήσουν σίγουρος
Πως όχι μόνο δεν θα είναι όμορφο
Αλλά πως δεν θα έρθει καν.
Κι όμως
Υπάρχει
Η επόμενη γραμμή,
Διαβάζεις ήδη
Το επόμενο στιχάκι…
Πρέπει να εμπιστευτείς πως
Το μετά που θα έρθει θα είναι όμορφο
Όπως ήρθε κι αυτό το μετά
Που ήσουν σίγουρος
Πως όχι μόνο δεν θα είναι όμορφο
Αλλά πως δεν θα έρθει καν.
Κι όμως
Υπάρχει
Η επόμενη γραμμή,
Διαβάζεις ήδη
Το επόμενο στιχάκι…
Ακόμα κι αν μια ζωή μαζί να ζήσουμε δεν μπορούμε,
Να ξέρεις ότι όλοι παράλληλες ζωές ζούμε.
Ζωές που από τη φύση τους να συμπίψουν δεν μπορούνε,
Μόνο σαν δυο παράλληλες γραμμές, μπορούν χωριστά να
συμπορευτούνε.
Κι όλοι είμαστε γραμμές στο οδυνηρό παιχνίδι αυτό το γεωμετρικό,
Παράλληλες ζωές που με άλλες παράλληλες συμπίπτουν,
Μα όπως είναι φυσικό, απ’το σημείο που συμπίπτουν αρχίζουν να
χωρίζουν.
και να την ξαποστείλω
εκεί που τα όνειρα
δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Θέλω να βγάλω τις βοηθητικές
κι ας φάω τα μούτρα μου στον χωματόδρομο
κι ας χλευάζουν τις πληγές μου
άσπροι καπνοί συνθηκολόγησης
κι ας λένε πως οι πόλεμοι σπανίως ξεκινούν Τετάρτη.
Δεν παρακμάζει η επιχείρηση ψεμάτων
μα σαν τα ψέματα φανούν όλα μάξι
ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της αλήθειας.
Όχι, δεν έκλαψα
κι ας στριφογύριζαν ξέφρενα οι τροχοί
στις ρίζες των ελιών.
Όλοι θαρρούσαν πως μιλούσε μεταφορικά
όταν τους έλεγε «Ζεστά Χριστούγεννα»
της καρδιάς
της ψυχής
του μυαλού, έστω.
Κανείς δεν πρόσεξε τα δάχτυλά του
που είχαν στο μεταξύ μελανιάσει.
Η σκοτεινή της μουσική
Ξυπνάει
του μυαλού
τα τρωκτικά.
Του απερινόητου
αποκρυπτογράφος
των αισθημάτων
χρυσοθήρας
ή απλώς
ο έχων το γενικό πρόσταγμα
μιας μυστικής ανθοφορίας
των λέξεων.
Στα ηλεκτροφόρα καλώδια της μνήμης
απαγχονίστηκαν οι παιδικοί μας χαρταετοί.
Τους ανασταίνουμε καμιά φορά
καρφώνοντάς τους πάνω στ’ όνειρο
ενός ανέμου για να δούμε
τα χρώματα για λίγο να επιστρέφουν.
Κόκκινοι γαλάζιοι καβαλάρηδες
φέρνοντας τ’ ασημικά σε κούτες
από του παραμυθιού
τη βυθισμένη πόλη.
στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,
και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.
Επιστρέφεις
και ο χρόνος ξανακυλά
στις ράγες του γυμνού σου
εφηβαίου,
στη στάση των ανασασμών
ακινητοποιείς το σύμπαν
με έναν ακόμη οργασμό υπογράφεις
τη νέα καταδίκη.
Σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο
που φεύγεις,
δεν υψώνεις χέρι
κι ο δρόμος άγρια γη,
δεν κοιτάζεις πίσω
κι ο κόσμος ήπειρος χαμένη.
Γέρνω στο βρεγμένο σου σεντόνι
κι η ξαφνική σιωπή του ωκεανού
μου λέει πως
τώρα πια σε χάνω.
Μη μου μιλάτε
για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά
μέσα σε κήπους που ανθίζουν,
για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες
κι άπειρα μακρινούς πολέμους.
Μιλάτε μου μόνο
για μάτια που εξακοντίζουν πόθους
μέσα στην πλήξη του πλήθους,
για κορμιά που διαγράφονται γυμνά
όταν τα λάβαρα πέφτουν,
για τις προθέσεις των χεριών,
όταν τα φώτα σβήνουν.
Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…
Περπατήσαμε συντροφιά με τον ήλιο.
Κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι.
Η μοναξιά του ονείρου
δεν μας τρομάζει.
Ξαποστάσαμε για λίγο
και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Γεννηθήκαμε χτες μαζί με τον άνεμο.
Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή,
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!
(Αθήνα, 5 Ιανουάριου 1975)
Προσφυγιά