Η σκιά του φθινοπώρου
απλώθηκε
στην τσιμεντένια αυλή
της θλίψης
χωρίς δάκρυ
χωρίς αποχαιρετισμούς
σαν ακαριαία αποδοχή
του τέλους
και σαν χελιδόνι
έτοιμο να πετάξει
στην αγκαλιά
αποδημητικών ονείρων.
Η σκιά του φθινοπώρου
απλώθηκε
στην τσιμεντένια αυλή
της θλίψης
χωρίς δάκρυ
χωρίς αποχαιρετισμούς
σαν ακαριαία αποδοχή
του τέλους
και σαν χελιδόνι
έτοιμο να πετάξει
στην αγκαλιά
αποδημητικών ονείρων.
Η γυναίκα, δραπέτης από τα όνειρα,
ντυμένη με το καθημερινό της φόρεμα
ακροβατεί στο γέλιο και το δάκρυ,
πίνει το κρασί των θεών
παρέα με πολύχρωμα πουλιά
και ζωγραφίζει στίχους
στην πιο μακρινή θλίψη τ’ ουρανού.
Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…
Πήραμε και πάλι το μονοπάτι
της ίδιας κορυφής,
λαμβάνοντας υπόψη εκείνα
τα ίδια, τα βαρετά.
Ήλιος να ροδίσει στον ορίζοντα
δεν φάνηκε σήμερα.
Ξέραμε ότι θα ζούσαμε και σήμερα
στη σκοτεινιά,
σε ήλιο αταίριαστο για μας.
Ατενίσαμε για λίγο
τον δικό μας ήλιο,
μα ποτέ δεν ανέτειλε…
(10/08/1974)
Προσφυγιά, Γ’ Γυμνάσιο Μόρφου
Το καλοκαίρι, αυτός μονοπωλεί την ηλιοφάνεια
κρούει την πόρτα, έπειτα κρύβεται
επιδιώκει να μείνει αφανής.
Εγώ έζησα στην πλειστόκαινο εποχή γιατρέ
δεν υπολογίσατε τη νοσηρότητα του κλίματος στα νοσήλια
ούτε το διάστημα που πενθεί κανείς.
Το να συγκεντρώνει κάποιος στάχυα ήταν δύσκολο
μετά έγινα πληβείος κι έπλεκα καλάθια
και κάποτε πέρασα ινκόγκνιτο από δω.
Σου ζαρώνω το πουκάμισο γιατί σ’ αγαπώ
και σου φωνάζω μέσ’ απ’ τη ζαφειρένια μου καρδιά
να μ’ αγαπάς κι εσύ
κι ας δείχνει ο κόσμος ξένους δάχτυλους στους δρόμους
στρίβοντας από δασύφυλλες κι έγχρωμες πολύ καλλιγραφίες.
0 έρωτάς σου ο πνιγερός γι’ αυτόν τον πνεύμονα
μονοξείδιο στις κουπαστές τα Σάββατα
πεμπάμενο και πομπευμένο
μ’ άφησε μ’ ένα
αλόγιαστο κι αλλοιωμένο άλγος.
Βρόμισε σάρκα η σκόνη
και αίμα η γη,
έδαφος
με δώματα
απέθαντων.
Κάνεις δεν πεθαίνει.
Κάνεις δε ζει, όπως άρχισε να βιώνει.
Είχα να καπνίσω το ίνδαλμά μας στον ήλιο.
Βαφτίστηκα, μπογιατίστηκα και νέγρα
παραπονιόμουν για την ποιότητα της θέρμης.
Δημοσιεύτηκε στο Ποιείν 22/6/2022
Με φίλησαν οι ανάσες,
όσες φανταζόμουν από αύριο και χτες -φοβάμαι τις αγάπησα όλες,
η μνήμη μου ψυχράθηκε πια-
και απόρησα
που τόσο φρικτά
θα μπορούσα,
πριν μάθαινα μια κρίσιμη άγνοιά μου,
να ζήσω έτσι
μια ζωή
για μια ζωή,
με φτυάρια από το Κρεμλίνο,
αηδόνια που μοιρολογούν – όπως από τότε –
και ήττες
ξεπερασμένες από του Οβίδιου
το αντίστροφο πένθος
του έρωτα.
Είναι η θύμησή σου,
ίδια η λαλιά σου.
Πρόωρα άλλαξες
να ελέγχεις
τη διάβρωση και τη ροή του ανείπωτου.
Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.
Ελπίδες που ποδοπατήθηκαν
τελεσίδικα πια
σφηνώθηκαν σε μια γωνιά του μυαλού,
αίθουσα αναμονής αναμνήσεων.
Ίσως,
μια μέρα κάποτε
ο ποιητής του μέλλοντος
να τις ξυπνήσει από τον λήθαργο,
να τις ντύσει με τραγούδια λυπητερά
και να τις περπατήσει στους δρόμους της πόλης
εκεί που αλλόκοτοι επισκέπτες
χαριεντίζονται, περιεργάζονται
τα ρημαγμένα σπίτια
και ασύστολα ονειρεύονται ποιο θα διαλέξουν.
Κεκλεισμένων των θυρών
το σπίτι ασφυκτιά μες στη σιωπή.
Στράβωσαν τα πορτρέτα στους τοίχους
και το δάκρυ που ξέμεινε από έρωτα παλιό
κρύφτηκε για πάντα στις πτυχές κλειστής κουρτίνας.
Μια θητεία μοναξιάς
χωρίς φύλλο πορείας
γέμισε τις ρωγμές στον τοίχο
-δεν πρόλαβε να τις κλείσει
πριν τον εγκλεισμό-
τώρα σχηματίζουν τον χάρτη
χώρας άγνωστης που υπόσχεται
ταξίδια…
Η γυναίκα κάθεται και περιμένει,
απέναντι
το βάζο με άρωμα ανθισμένης λεμονιάς,
είναι άνοιξη
Ένα φύλλο πρωί πρωί με χαιρέτησε.
Ήταν το σώμα τον ισχνό μα αγέρωχο.
Η αγάπη ακόμα μου <δείξε το δρόμο.
Ο άνεμος με βαρύφερνε ‘δω και ‘κει.
Χρυσές στιγμές τον Ντεπουσσί,
πρωί πρωί οι νότες…