ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ
II
Κάθε μέρα συνεχίζω ένα ταξίδι στον κόσμο.
Ταξιδεύω με αεροπλάνα, πλοία, τρένα, λεωφορεία,
μπαίνω σε θέατρα, βλέπω παραστάσεις,
ακούω συναυλίες,
τρώω εθνικά φαγητά σε παλιά εστιατόρια,
επισκέπτομαι τόπους που δεν θα ξαναδώ ποτέ,
περπατώ σε δρόμους που δεν θα ξαναπεράσω,
επισκέπτομαι εκθέσεις και μουσεία,
συναντώ φίλους που έφυγαν μακριά
και άλλους που έφυγαν για πάντα,
συναντώ ξένους ανθρώπους…
Συνεχίζω κάθε μέρα αυτό το ταξίδι.
Τα εισιτήρια όλα πληρωμένα,
όλα τα αρώματα κι όλες οι γεύσεις δοκιμασμένα,
τα χρώματα κι οι μουσικές καταγραμμένα
σ’ έναν δίσκο που παίζει διαρκώς
και με κρατά ξάγρυπνο
να περπατώ πάνω σ’ αυτό το άνισο
και ταλαιπωρημένο σώμα του κόσμου.
Όλα είναι παρόντα στην κάθε μου μέρα,
που την ανεβαίνω
ως ένας Οδυσσέας ή ένας Λεοπόλδος Μπλουμ
και γυρίζω φορτωμένος τις νύχτες
στο σπίτι μου και στη ζωή μου…
VI
Στις αποσκευές μου εκατοντάδες επιστολές
γραμμένες σε πόλεις και χώρες του κόσμου
που ήρθαν και με βρήκαν σε τόπους
που όλο ξεμακραίνουν,
με το μελάνι τους να ξεθωριάζει σαν τις μνήμες
κι όμως να κρατούν ακόμη
κάτι από τα χρώματα και τις αρχιτεκτονικές,
κάτι από τις γεύσεις και τ’ αρώματα άλλων τόπων,
από τα χαμόγελα κι από τους ήχους της φωνής
ανθρώπων που όλο φεύγουν.
Συναντήσεις, φιλίες, εξομολογήσεις
με τόσους που χάθηκαν στις στράτες του κόσμου
κι άλλους που έκαναν πανιά
για τη σκοτεινή θάλασσα στην άλλη όχθη.
Μπερδεύονται στη μνήμη μου
άνθρωποι που ήρθαν και που έφυγαν,
άνθρωποι που ήταν και δεν είναι.
Άλλες φορές μπερδεύονται οι νεκροί κι οι ζωντανοί
κι αρχίζουν να επαναλαμβάνουν ιστορίες
που συνέβησαν κάποτε,
συγχύζοντας το πού και το πότε,
ιστορίες μισοξεχασμένες που περιμένουν ένα τέλος.
Κάποτε χάνεται η αρχή, κάποτε μακροτραβά το τέλος
κι όλο περιμένουμε την τελευταία ιστορία
για τη μέρα εκείνη που έπεσε στον κλήρο,
που βάρεσε πιο πολύ στη ζυγαριά απ’ όλες τις άλλες.