Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

ΤΟ ΜΕΤΩΠΟΝ ΣΟΥ ΝΑΝ ΨΗΛΑ / Αχνιώτης Χαμπής


Γιέ μου τωρά που μιάλυνες, ελα δαμέ τζιαι κάτσε,
τζι’αφού το ξέρεις σ’αγαπώ,
άκουσε πρώτα τι θα πώ,
τζιαι σκέφτου πιον τζιαι πράξε.
Θκίαλεξε τζαι με προσοχήν, την στράταν πουν να πιάεις,
γιατ’η ζωή ειναι καλή,
αν έσιεις νου στην τζεφαλή,
όπου ξεβείς τζιαι πάεις.
Όπως σε ξέρω ως τωρά, εθ θέλω να αλλάξεις!
Νάσιεις την σοβαρότηταν,
τζιαι πάντα τιμιότηταν,
όπου τζιαι να θκιαλλάξεις.
Για πάντα σου τους φίλους σου, θκιάλεε έναν έναν,
τζι’αν θέλεις κάμε εκατόν,
όμως αν ειναι δυνατόν,
καλλύττερους που σέναν.
Πόφευκε όσους μάχουνται, με την παρανομίαν!
Που κάμνουν ξηλωσίματα,
τζιαι έχουσιν μπλεξίματα,
με την αστυνομίαν.
Μακρά που τα ναρκωτικά, μακρά που συμμορίες,
μακρά που τα παλιόπαιδα,
που μπαίννουν μες τα γήπεδα,
τζιαι κάμνουν φασαρίες
Να μεν ημπλέξεις πούποτε, κρώστου τζαι μέν του γέρου,
τζι’αν δείς κακόν να σε τραβά,
κάμε τ’αμμάθκια τα στραβά,
τζιαί ρέξε τζιείττεμέρου.
Οι πράξεις μας ναν τίμιες, να μεν ηπροσβαρτούμεν,
για πάντα μας περήφανοι, σαν τύχει να λαλούμεν,
για μιάν τιμήν τζι’υπόληψην, στον κόσμον τούτον ζιούμεν.
Χαμπής Αχνιώτης

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Πολιτικοποιητικό / Αντώνης Μπαλασόπουλος


Σε βρίσκει η ποίηση, χαρές μου,
αλλά αφού πρώτα
σε χάσει.

Εκεί που λες

δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα

την τρίτη φορά, τη φαρμακερή

το μαχαίρι της άρνησης
σε γυρνάει ανάποδα
τα μέσα σου έξω:

Οι καιροί μ’ έχουν γράψει
λες,
οι καιροί μ’ έχουν γράψει.

ΕΛΛΙΠΕΣ ΜΕΤΡΟ / Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ

 


Μετρήσαμε τον πρώτο χρόνο με παύσεις
η μουσική ξεκίνησε, μας κόπηκαν τα γόνατα
κορόνα γράμματα
όλα κοστίζουνε στο παίξιμο
το λάθος μέτρημα, οι παύσεις και οι άρσεις
κορόνα γράμματα
ο ρυθμός άλλοτε ασθενής, άλλοτε ισχυρός
όσων τολμήσαμε ν’ αρθρώσουμε με λέξεις.
Πως θα ‘ταν άραγε εκείνη η μουσική
χωρίς λεβάρε;

Χάρτινο Κιβώτιο / Παφίτη Ισμήνη

 Οι ήχοι που ακούς μες στο κεφάλι σου

σαν περπατάς στο δρόμο βιαστικός

-μονίμως στη λωρίδα της ταχείας-

καθώς τρως μηχανικά το μεσημέρι,

στη δουλειά, στην αγορά και έξω απ’ το σχολείο,

δεν είναι ο λυγμός της ψυχής σου που έμεινε παιδί.

Οι ήχοι που ακούς, λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος,

άλλοτε δυνατά σαν πάταγος

κι άλλοτε υπόκωφα, ψιθυριστά,

στο όνειρό σου και στον εφιάλτη,

δεν είναι τα «θέλω» σου που ξέμειναν στα συρτάρια, θνησιγενή κι ανέφικτα.

Οι ήχοι που ακούς,

όταν βουτάς στη θάλασσα ανάσα για να πάρεις,

καθώς κάνεις έρωτα,

άλλοτε σα γέλιο αβίαστο

και άλλοτε σα θρήνος,

δεν είναι σκιές αναμνήσεων που πασχίζουν να αναδυθούν.

Οι ήχοι που ακούς,

τα δάκρυα όταν τρέχουν σαν τόπι στον κατήφορο,

όποτε νιώθεις πεταμένος και ρηχός,

δεν είναι οι ερινύες που σε ψάχνουν απροκάλυπτα

για πράγματα που έχεις μετανιώσει…

Η ζωή σου χάρτινο κιβώτιο.

Κάποιος προσπαθεί ν’ ανοίξει τρύπες

για να μπει το φως.

Επιθυμία / Δάφνη Νικήτα

 Να υπάρξω

θέλω
στο φως
πέρα από
τις σκοτεινές πόλεις
που με
γέννησαν

Μισά φιλιά στο μάγουλο / Μαυροθέρης Μιχάλης

 

 

Αγκαλιασμένοι κι ενωμένοι

πρώτα μες στην βροχή

για μισή ώρα

κι έπειτα μες στ’ αυτοκίνητο

 

να σε φιλώ στο μέτωπο

και στο μάγουλο

τρία μόλις εκατοστά μακριά

από τον παράδεισο

 

[Θα έρθει μια μέρα] / Κουππάνου Άννα

 Θα έρθει μια μέρα
Που θα σου πω
Δεύτερη μου όψη
Πώς αν θαύμαζα ανθρώπους
Ίσως να μου προκαλούσες θαυμασμό
Κι αν αγαπούσα ανθρώπους
Ίσως σ’ αγαπώ
Μα δεν θα πω λέξη
Έτσι όπως έχω εκπαιδευτεί
Από σένα και από όλους
Μόνο θα σηκώσω το δάχτυλο
Για να σε υποδείξω
Σε αυτούς που συμμαζεύουν
Τις ανωμαλίες και τα συναισθήματα
Και με άθικτο εγωισμό
Θα σε εγκαταλείψω
Όπως με εγκαταλείπεις εσύ
Κάθε μέρα και κατ’ επανάληψη
 

Ξυπνά αυτός ο κόσμος / Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα


Η θάλασσα τριανταφυλλιά από τον επικείμενο ερχομό
Μόνον τιτιβίσματα στο ήσυχο διάστημα
κι αραιά γουργουρητα
ερωτικά παράπονα στην πρωινή σιωπή
Τα τελευταία χελιδόνια με προσπερνούν
υπόμνηση φθίνουσας χαράς
και δυο καρτερικά κορακια
στη λοξή χαμηλή στέγη
εκλιπαρούν για λίγο μάννα
Μα εσύ
στέκεις ακόμη ριζωμένος μπρος στη πόρτα μου
και μου την φράζεις.
Από τον κάτω κόσμο.

ένας παράξενος, θολός Ιούλης... / Ηρακλέους Κατερίνα

 ένας παράξενος,

θολός Ιούλης,
λες και ξύπνησε από την νάρκωση,
για να μας θυμίσει ότι
δεν πάει άλλο αυτή η ανοχή και αντοχή που βαραίνει την ψυχή,
νάναι μισοπνιγμένη στις θάλασσες της Κερύνειας και του Βαρωσιού,
να πνίγονται οι άνθρωποι από τον κόμπο της πεθυμιας και να φεύγουν ,
περπατάμε , αναπνέουμε
τον ζεστό αέρα του αλλά και την ξαφνική
αλλαγή μέσα στην καρδιά του
και η κάθε ανατολή εχει
μια άλλη όψη με χρώματα μουντά και άλλοτε με φτερά,
ράβει και ξαναράβει τον καλοκαιρινό μανδύα του,
ναρκομένος, ζαλισμενος χρόνια τώρα, ζούσε και βασίλευε με τον ήλιο κορώνα να χρυσίζει,
οι ανηφόρες, βαρετοί οι Σταυροί στην πλάτη των ανθρώπων δεν τον τιμούν όπως πρώτα, κουράστηκαν,
όλα αχαλίνωτα πια γέμισαν κραυγές απόγνωσης, απελπισίας, μαστιγώνονται οι σκέψεις από την ψευτιά και την ασυδοσία!
ζούμε για να ζούμε,
παλεύουμε με το ίσως,

Δ ε υ τ ε ρ ο γ ι ο ύ ν η ς / Βοσκαρίδης Πάμπος


Χάρη μας έκαναν οι μοίρες
που τον διάλεξαν
γιατί είναι ο μακρύτερος
Κι άλλοι έχουν τόσες μέρες
όσες η αφεντιά του
μα τούτου δω οι μέρες
είναι πολύ μακρύτερες
με πιότερα λεπτά στη δούλεψή του
για να μπορούμε πιότερες φορές
με ενού λεπτού σιγή
να φέρνουμε στη μνήμη συμφορές
που ήρθαν και που θα ‘ρθουν
πριν το τέλος του

Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

Φοίβος Σταυρίδης (1938-2012) :ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ


Έχουμε ξεπεράσει το όριο της υπομονής
τώρα πλέουμε καθώς καράβια σε ανοιχτές
θάλασσες
μόνοι μέσα στην απλωσιά βόηθα καρδία
αν πρέπει να οροθετήσουμε τη μοναξιά-μας
χωρίς τη γη, χωρίς τα σπίτια-μας
που δεν ακολουθούν το δεδομένο σχήμα,
βόηθα να κρατήσουμε το μάτι καθαρό
για τον εχθρό και για το φίλο,
για την επιβουλή της νύχτας
τη χούφτα τρυφερή φωλιά για το μαχαίρι.

Κύπρος Χρυσάνθης (1915-1998):ΚΕΡΥΝΕΙΑ I

 

Τ’ άλλο πεθαίνει στη σκλαβιά
και συλλογίζεται γιατί τον υποβρύχιο ύπνο του ταράξανε
οι περιέργειες των σοφών.
Μες στο βαθύ σκοτάδι των βυθών θυμόταν τα ταξίδια
με ήχους υγρούς.
Τώρα σ’ αυτόν το χώρο πνίγεται –
ελευθερία μες στο κλουβί.
Και τούτο διέτρεξε τη δόξα, τις υποδοχές και τις
φωτογραφήσεις,
το τάραξαν οι λόγοι κι οι χοροί κι οι στίχοι αρχαίων τραγωδιών,
χάρηκε ολόχρυσο ταξίδι στη γαλάζια σκέψη των Ελλήνων,
στον άστατο σαν νιότη αγέρα της Μεσόγειος.
Και τώρα κείται εδώ μες στην αναμονή
για κάποιο αρμένισμα συμβολικό –
ελευθερία χωρίς ελευθερία.
Κι εμείς κολλήσαμε στα λόγια και στους χαρταετούς
με καθαρά φωνήεντα,
ευδαιμονούμε στα φθογγόσημα και παρελαύνομε
προς δόξα των φακών,
ενώ στο θρόνο τ’ ουρανού ο Αισχύλος
με τη φωνή των πανελλήνων απαγγέλλει:-
Ίτε παίδες Κυπρίων,
την Κύπρο ελευθερώστε.

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

Νατάσα Αθηαινίτου- Κυπριανού (μικρή αναφορά)

  Η Νατάσα Αθηαινίτου- Κυπριανού ειναι εκπαιδευτικός. 
Το 2020 εκδόθηκε η 1η της ποιητική συλλογή με τίτλο "Mε ή χωρίς πεταλούδες"
( εκδόσεις Αφή, Λεμεσός)

ΙΟΥΛΙΟΣ / Κυπριανού - Αθηαινίτου Νατάσα



Ήρθες ξανά
τυλιγμένος σ' ένα πέπλο από αφρούς
σαν περιστρεφόμενη δίνη
στην ατελείωτη λεωφόρο των εποχών.
Ηλιαχτίδες σε στεφανώνουν αδιάκοπα
φωτίζοντας το ηλιοκαμένο σου πρόσωπο.

Τελευταία όμως βγαίνεις στην ακτή διστακτικά
καθώς γκρίζα  σύννεφα εισβάλλουν
με αυθάδεια
στο δικό σου χωροχρόνο.
Το 'χει φαίνεται η μοίρα σου
ή ίσως να 'ναι από καιρό γραμμένη
στο εφηβικό κορμί σου
σαν tatoo από μελάνι μαύρο και πηκτό
σαν προμήνυμα ή μια εύγλωττη συγχρονικότητα εποχής
μια απροσδιόριστη αβεβαιότητα
ενώ εσύ τινάζοντας τα μακριά,
βρεγμένα σου μαλλιά ανάποδα
τρέχεις απτόητος από τη θάλασσα
στα βουνά φωνάζοντας
<<Αφήστε με ,επιτέλους, να χαρώ
τη δροσιά και τα ζουμερά φρούτα
του καιρού μου
δίχως ενοχλητικές παρεμβάσεις και  υπονοούμενα>>.

Όταν όμως βραδιάζει και ο ήλιος χάνεται πίσω από τον ορίζοντα
δεν απομένει παρά μια αύρα καλοκαιρινή
να χαιδεύει απαλά
τα κατακόκκινά σου χείλη
τα ποτισμένα με χυμούς
και τη γλύκα των σταφυλιών
την ώρα που κοιμάσαι ανάσκελα
κατάχαμα στο σταροχώραφο

ανάμεσα στα στάχυα και τα πουλιά.

ΚΥΜΑ- ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ / Νατάσα Αθηαινίτου - Κυπριανού



Σε βλέπω που έρχεσαι σε μένα
ψιθυρίζοντας κοχύλια και κοράλλια
της αυγής
κι ύστερα υποχωρείς αθόρυβα
και κατατονικά
όπως το ηττημένο ασκέρι της Ανατολής
κι ένα όνειρο που έσβησε πριν αρχίσει.

Άλλοτε αναδιπλώνεσαι μ' ορμή
όπως τις ξύλινες τριήρεις
ενώ ετοιμάζονται να εμβολίσουν
θεόρατα πλοία περσικά
κι ύστερα πλένε θριαμβικά
στο κατακόκκινο πέλαγο
ενώ τα κουφάρια του πολέμου εξαυλώνονται
διεκδικώντας ξανά τη ζωή.

Έτσι συμβαίνει κάποτε στις ναυμαχίες
του μυαλού
αγνοώντας εκούσια το ερπετοειδές κομμάτι
ενώ οι πόρτες του ουρανού ανοίγουνε διάπλατα
και μόλις που διακρίνονται
ισχνές, διάφανες φιγούρες
με μάτια μεγάλα, φωτεινά
που ακούνε, βλέπουνε
και γεύονται
τα ανιδιοτελή αγαθά της ειρήνης
πέρα από κάθε σύνορο θνητό
πέρα από τις ηλιαχτίδες
πέρα από τα σύννεφα
σε μακρινούς, καινοφανείς πλανήτες καρμικούς
με μικροσκοπικά κουκλόσπιτα
και νάνους θυρωρούς
δίπλα από τεράστιες
πολύχρωμες τουλίπες.