ΜΟΡΦΟΥ 2001/ Γιάννης Ποδηναράς
Φύλλα διάφανα
νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου
χάραξε την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα
παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά
της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι
του νόστου.
**
16/08/2019 / Κώστας Σπυρής
Μόρφου για σέναν σήμερα
εγιώνι έθθα κλάψω,
ούτε όμως τον πόθον μου
για σεν εννά ξηγράψω!
Έθθεν να κλάψω μιαν στιγμήν
τζι ύστερις να ξηάννω,
τζειαμαί εννά’ μαι ώσπου ζιω
τζι άρκον πο’ ννά πεθάνω!
Πάντα προτεραιότηταν
εννά’ χω νύκταν μέραν,
την γην σου τζιαι τον ουρανόν,
κόμα τζιαι τον αέραν!
Πάντα’ ννά’ σ’έχω μες στον νουν,
κομμάτιν της ψυσιής μου,
πάντα εννά’σαι η αρκή
τζιαι τέλος της ζωής μου!
***
Μόρφου / Ανδρέας Καρακόκκινος
Οι δρόμοι το ίδιο στενοί
μ’ ονόματα αλλαγμένα
βήματα ξένα τους περπατούν
κι οι πόρτες των σπιτιών
τρίζουν απορημένες
μες στις αυλές τα γιασεμιά
είναι πάντα μαραμένα
χωρίς αγγίγματα των χεριών
που κάποτε τα τραγουδούσαν.
****
ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ / Μαρίνα Αρμεύτη
Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.
*****
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ / Κώστας Μόντης
—Τη θλίψη σου, παππούλη μου, καταλαβαίνω, μα
αυτές τις μπότες σου τις λασπωμένες
τι τις φυλάς τόσο πολύτιμα;
Να τη φιλήσεις έμεινε
τη λάσπη που παρέμεινε.
Τουλάχιστο δεν τις ξεπλένεις;
Σε βλέπω και λυπάμαι έτσι που μένεις
και ξεχασμένος τις κοιτάς ώρες πολλές.
—Να τις ξεπλύνω, γιε μου; Τι μου λες!
Μ αυτές είν τις αγαπημένες
που πότισα πορτοκαλιές
για τελευταία φορά.
Η λάσπη τους είναι του Μόρφου χώμα
που σαν να πρόβλεπε τον χωρισμό
όσο περσότερο μπορούσε κόλλησε και μένει ακόμα.
Τις μπότες μου, παιδάκι μου, θα καθαρίσω
όταν στου Μόρφου το περβόλι μου
θα πάω ξανά να το ποτίσω.