Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Μάριος Αγαθοκλέους: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός.





ΙΚΕΣΙΑ

Εμένα που ταπεινά σου προσφέρω
τα ποιήματα μου
ελέησέ με
χάρισέ μου
μια στιγμή στην αιωνιότητα
μια λεπτομέρεια του κορμιού σου
και σώσε με
από τη φρικτή δουλεία της γραφής.

**

ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΛΑΤΕΙΑ

I
Τη μάνα μου
θα μπορούσα να την κλείσω
σ’ ένα γυάλινο κλουβί
και να αφιερώσω την υπόλοιπή μου ζωή
στα δικά της θελήματα.
II
Το χέρι σου μάνα
γεμάτο ρόζους
και σαν με χαϊδεύεις
βαθιά με πληγώνεις.

Η ΑΝΕΛΕΗΤΗ

 

Στα πόδια σου
κατάθεσα τον εαυτό μου
και συ
αδικαίωτο με αφήνεις.
Η δικαιοσύνη σου
είναι σκληρή
και τιμωρεί
όποιον σε ποθεί
χωρίς την άδειά σου.
Στην κόλαση καταδικάζεται
του ανικανοποίητου
να γράφει
γελοίο κέρδος
ποιήματα
για σένα;

**

Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ

 

Αυτά θα τα κρατήσω για μένα.
Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν
μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.
Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,
τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,
στο σκοτεινό μου δωμάτιο.
Κανένας άλλος ας μην πληρώσει
γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.
Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα
κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.

**

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 

Όταν είμαι μαζί σου νοιώθω θαυμάσια.
Χωρία να πιω καν την παγωμένη μου μπάρα
λύνεται η σφιχτή μου γλώσσα
δραπέτης δειλίας εξελίσσομαι
κι αιχμάλωτη σού παραδίδω
την κουζίνα των μυστικών μου αισθημάτων.

**

ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ

Με ιστορίες διαστελλόμενες
μάχεται απεγνωσμένα
να αναρριχηθεί στο ενδιαφέρον
βαριεστημένων συνδαιτυμόνων.
Η υποψία της φθοράς τον πεισμώνει
και διηγούμενος οδηγείται
εκεί
όπου πια
δεν μπορεί
να υποχωρήσει με αξιοπρέπεια.

**
ΕΛΛΕΙΠΕΣ ΣΧΕΔΙΟΝ ΥΓΕΙΑΣ


Πέρασε κι αυτό στα ψιλά
της καθημερινότητας.
Ο χρόνος
είναι ο καλύτερος γιατρός.
Εκεί που ακόμα συνεχίζεται
η διαρροή λύπης
είναι στις χαρές του σώματος.

Ο ΘΗΣΕΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΑΔΝΗ / Αγαθοκλέους Μάριος


Καθώς από τον ορίζοντα
θα αντίκριζα το Σούνιο
δεν ήθελα να ήσουν στο καράβι
σαν θα άγγιζα
με την κόψη του σπαθιού μου
το πρόσωπο της πραγματικότητας.
Ο Βασιλιάς στο θρόνο του.
Κι εγώ;
Αν σε έπαιρνα μαζί μου
θα ήσουνα
το λευκό χρώμα του Αιγαία
και το μαύρο στις προσδοκίες μου.
Αν σου μιλούσα
για την κίνηση που δεν θα έκανα
η πολύτεκνη υποψία
θα κατάτρωγε το μέλλον μας.
Επέλεξα λοιπόν τη σιωπή
αφήνοντάς σε αμέτοχη στο νησί
μέχρι να βρω τις τροχοφόρες λέξεις
που θα σε μεταφέρουν
στην κοιλάδα της χαράς
και την ασπόνδυλη σου λύπη
σε φίδια ξηρασίας να την ρίξουν.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ / Αγαθοκλέους Μάριος


Στους Αντρέα και Αλέκο Γεωργίου
Ο πόνος υποκινεί τις λέξεις μου.
Με τον ήχο της σάλπιγγας
δοκιμάζονται σε στίχους
κτυπούν με φόρα στους τοίχους
και επιστρέφουν στο στόμα.
Καταπίνονται μεμιάς
και κρύβονται στο σώμα.
Τότε όλα τα μέλη μου δακρύζουν
παίρνουν ικετευτική κλίση
και κοιτάζουν προς τα μέσα.
Αλίμονο όμως
όπου και να κινηθούν
υπάρχει ένα τέλος χωρίς λύση.

ΚΑΤΑΠΙΝΩ ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΥΣ /Αγαθοκλέους Μάριος



Καταπίνω σκαντζόχοιρους.
Ζωγραφίζω κόκκινες ευθείες
στα κυλινδρικά τοιχώματα.
Μαζοχιστικά; Ε όχι βέβαια.
Τα πινέλα μου γι αλλού τ΄ ακόνιζα
κι ο οισοφάγος μου, όπως κι εγώ
θα προτιμούμε την παγωμένη μπύρα
αντί του αχνιστού υγρού.
Ένα βήμα βασανιστικά πίσω, προσωρινά,
αλλά διατηρώντας ακμαίο το δικαίωμα
σε μια αγάπη.
Κρατιέμαι λοιπόν και ωριμάζω
σιωπηλά καταπίνοντας σκαντζόχοιρους;
Νομίζω πως πάλι όχι.
Τα φιδοκτόνα αγκαθωτά όσο υπάρχουνε
κι΄ ας μην μας ζώνουν πλέον μαύρα φίδια
είναι ένδειξη πως ο ζωγράφος ζει
και κινδυνεύει ο οισοφάγος μας
καθώς κι εμείς, απ΄ τα πινέλα του.


Από την συλλογή ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑΣ 1988 εκδόσεις θεμελιο

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ /Μάριος Αγαθοκλέους


Η μελαγχολία της
είναι όπως το ουράνιο τόξο.
Εμφανίζεται με τη βροχή,
ξεπλένει, ποτίζει,
και το φάσμα των χρωμάτων
αναδύεται στον ουρανό.
Ανοίγει τα μάτια,
ανάκλαση, διάθλαση,
καταρράκτες χρωμάτων κρατά αγκαλιά
στο μονοπάτι της Ίριδας.
Αυτή όμως στα αόρατα προσδοκεί,
στα πανέμορφα και σπάνια
και στην υπόσχεση που αφήνουν.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

6 Ποιητές της Κύπρου που αγάπησαν και αγαπούν την ποίηση και μια σταγόνα μέλι




Λεωνίδας Γαλάζης: Μέρα με τη μέρα πυκνώνουν τα χνάρια των λύκων (Ποίημα: Τα χνάρια των λύκων)

Χριστόδουλος Γαλατόπουλοςκαι σ’ αυτής της τρικυμίας τη φόρα / βρήκα γαλήνη κάποιαν ώρα (από τα ποιήματα : τραγούδια της φυλακής)

Ανδρέας ΓεωργιάδηςΕλάτε να κυλίσομε το λίθο / που στέκεται εμπρός μου (από το ποίημα: Ελάτε)

Ανδρέας Γεωργαλλίδης : Η θάλασσα που ψάχνω/ δεν είναι από νερό φτιαγμένη.(από το ποίημα: Σε μη λογικό χώρο) 

Λευτέρης ΓιαννίδηςΝυστάζουμε για θάνατο! Κι είμαστε ακόμα νέοι (από τα τετράστιχά του) 

Δημήτριος Γκόγκας: Το χώμα για να’ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα (από το ποίημα : Μοναξιά)


Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Πέντε (5) ποιητές της Κύπρου με κοινό παρονομαστή και μια (1) σταγόνα ποίησης




Βαλσασερίδης Παύλος: Χιλιάδες χρόνια ένα όνειρο λατρεύω (ποίημα: Ομορφιά)

Βαρνάβας Π. Σωτήρης: Ζηλεύω της ψυχής το αναπάντεχο πέταγμα (ποίημα: Προφορική παρουσία)

Βασιλείου Κώστας: Δεν είναι αρκετό να ’μαστε άριστοι / Ποιητές της φωτιάς και του πλήθους (ποίημα: Ο Αισχύλος και ο Γιάννης)

Βάσος Βενιζέλος: Συνάχτου πκιον τριανταφυλλιά/ μεν τα ξοδεύκεις τα φιλιά/ τζι έρκομαι ‘γιω ξοπίσω (ποίημα :Τριανταφυλλιά)

Βραχίμης Νίκος: Άχ! Υπάρχουν τόσα βάθη μέσα μας. (ποίημα: Παλιά Ιστορία)

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Δέκα (10) Κύπριοι ποιητές και μία (1) στάλα της ποίησής τους




Αγαθοκλέους Μάριος: Η σκέψη μου / κυκλοφορεί στα διάφορα / που θέλω να ξεχάσω.
Αιμίλιος Αχιλλέας: στης φωνής σου το λυγμό άκουσα την μακρινή ηχώ της ικεσίας σου 
Αλιθέρσης Γλαύκος: Διστάζουμε να πάμε εμπρός, μα δείλια δεν είναι το σαράκι που μας τρώει...
Αναγιωτός Κυριάκος: Ούτε μία σπιθαμή ρωγμής/ κατάφερα να συρράψω / τόσα χρόνια.
Αντωνιάδης Ανδρέας: Θέλησα να φτιάξω την ιστορία του "Σόου-μπόουτ" / μέσα από τον ήχο του τροχού / στα νερά του ποταμού.
Αντωνιάδης Σωκράτης: Ποτέ δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει μια μαρμάρινη πλάκα
Αργυρού Χρήστος: Αύριο θα ’σαι μάνα ή πατέρας / ενός ποιήματος που θα γεννήσεις με άφατες οδύνες.
Αριστοδήμου Βάσος: Καρδιά του κόσμου και καρδιά μου, / μη με χάνεις, μη μου χάνεσαι.
Αριστοτέλους Τάσος: Ένας οραματιστής είμαι, / που το μόνο που καταφέρνει / είναι να κόβει τετράγωνες γάζες/ τα ποιήματά σου και να τα βάζει στις πληγές του!
Αποστολίδης Μελέτης: Τίναξα το χέρι να φύγει / κι η παλάμη / έγινε πουλί / έτοιμο να πετάξει.


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Η αξία ή η αντοχή ενός ποιήματος/ Πούλλος Χ. Ανδρέας



Α
ν γράφτηκε με το χέρι
αντέχει όσον υποστηρίζεται
από το χέρι·
αν γράφτηκε με τη ψυχή
αντέχει όσον εμψυχώνεται
από τη ψυχή·
συνεχίζει να ζει κι όταν
το σώμα πάψει να ζει!

Στην κυρά της Λαπήθου Ευφροσύνη Προεστού / Ειρήνη Ανδρέου


Της Κύπρου Μάνα της Λαπήθου Κυρά
μηδέν η πένα μου τα λόγια μου φτωχά
μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής σου.
Τον θάνατο κατάματα αντίκρισες
μαρτύρησες φριχτά μα δεν ελύγισες....
βαθιά υπόκλιση στην δύναμη σου.
Γυμνή σε σέρνανε στους δρόμους οι οχτροί
Ποια μάνα τους εγέννησε είναι ν' απορείς
που λέγομαι άνθρωπος είναι ντροπή μου.
Σε κτύπαγαν σε κλώτσαγαν σαν κτήνη
για δώδεκα ζωές συ πήρες την ευθύνη
τι τράβηξες, σπαράζει η. ψυχή μου….
Σου βουτούσαν το κεφάλι στο νερό
σε δέρναν με σκοινί απ' το καμπαναριό
δεν είχαν μέσα τους τα τέρατα Θεό...
Το σώμα σου παντού μελανιασμένο
Το πρόσωπο σου όλο ματωμένο
μα σαν Αγίας λουζ̌ότανε από φως.
Αιμόφυρτη σου κόψαν τον σταυρό
που φόραγες στα στήθια από μωρό
τον πέταξαν στη γη και σου ' παν "φτύσε".
Στα μάτια τους εκοίταξες με θάρρος
σε θαύμασε ακόμη και ο Χάρος
μέσα σου δώδεκα φωνές κραυγάζαν «ζήστεεεε».
Έσκυψες κι έφτυσες τον σταυρό
μαρτύριο από το σώμα πιο φριχτό....
ψυχής ήταν ετούτο το μαρτύριο.
Σωθήκαν Μάνα Παναγιά και ηρωίδα
τα δώδεκα παιδιά μα όχι κι η Πατρίδα...
Της προσφυγιάς πικρό το δηλητήριο.
Της Κύπρου μαία ηρωίδα Παναγιά
συ που ξεγέννησες αμέτρητα παιδιά
Τούρκους ,δικούς σου δεν ξεχώριζες
μνημείο σου' χουν φτιάξει τα παιδιά σου
μα η Λάπηθος φωνάζει τ' όνομά σου....
σε καρτερά στα άγια χώματα που έζησες

Τέμβριου Αθηνά: Ο λυγμός μου αφαίρεσε το δικαίωμα να φωνάξω.

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Μες στις ψυχές μας ζεις
πόλη θαμμένη στην άμμο.
Σε θρέφει η αγάπη
κάθε φορά π' αγναντεύεις
το λιόγερμα του Θεού.

Περπατούσες σαν αποκαμωμένη Κυρά - τα πόδια γυμνά,
τα μάτια στραμμένα στην οργισμένη θάλασσα,
ο φόβος χαραγμένος στο τραχύ μέτωπο, τα χέρια στον κόρφο.
Ένα μακρόστενο πέρασμα ο δρόμος του γυρισμού
κι είδες της θύμησης μορφές μες στην φωτιά να παλεύουν
τη βαρβαρότητα π' αραξοβόλησε κάποτε πριν το σούρουπο.
Στο διάβα σου ένα κίτρινο δάσος με φλεγόμενες ρίζες.
Τα πουλιά κούρνιασαν στου θανάτου της φυλλωσιές.
Οι εκτελεστές φόρεσαν τον σκοτάδι στο πρόσωπο.
Ο χρόνος σέρνει ακόμα τα κόκκαλα της αντίστασης,
τη λήθη που γαντζώθηκε μάταια στο δεξί χέρι,
τις φιγούρες που αγάπησε, μα αλύπητα χαρακώνει.
Μέρες και νύχτες η σκιά του διάτρητη από σκέψεις και λέξεις:
"Δεν ξεχνώ", "Ελευθερία ή θάνατος", "Όλοι αδέλφια είμαστε",
"Τίμα την πατρίδα σου ως εαυτόν". Κραυγάζει η ψυχή.
Μα ποιος αφουγκράζεται τις κραυγές της σιωπής;
Ποιος πρόσεξε τα νωπά σημάδια στην πολιορκημένη άμμο;
Μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι σαν πλάθουν άσπρα σύννεφα
μέσα στις χούφτες τους κι ο άγρυπνος ποιητής,
ταπεινά σαν λιτανεύει τον μύθο και την αλήθεια.

**

Μέσα από τα ταξίδια μου,
οι στιγμές σιωπής γέννησαν ήλιους κουρσάρους.
Πήρανε σάρκα κι οστά, διανύοντας αποστάσεις
μέχρι τον άδειο ορίζοντα.
Σαν έκαναν στάση να ξαποστάσουν,
άρθρωσαν λόγια ποιητικά,
ασυμβίβαστα και αβρά με το όραμα της αυγής,
της μωρίας την έκσταση.
Μόνο για να ανταμώσουν τον κόσμο
με το φύσημα της συνέχειας.
H αρχή και το τέλος δεν υπήρξαν ποτέ.
Γράψαμε τον μύθο μας, μ' όσα είδαμε,
στην άκρη της γης, ανατέλλοντας.


**

15η ΙΟΥΛΙΟΥ

(Δεν τους καλέσαμε τους βαρβάρους
μα μολύναμε τις θάλασσες με τ' άδικο.
Ανοίξαμε τις πύλες της γης
και πρόβαλλε ο Άδης.)


Σαν αντηχούν οι σειρήνες
στο μέσο του καλοκαιριού
ποιος σκύβει τους ώμους
από το βάρος του χρόνου;
Ποιος δύναται να γυρνά
στους δρόμους της επανάληψης
Σίσυφος ή στρατηλάτης κι αοιδός
του σαρακιού και της λήθης;
Τα λάθη πληρώνονται μ’ αίμα.
Πέντε μέρες αρκούσαν για να βυθίσει
ο εχθρός τον ήλιο στο σκότος.
Σήμερα το φως εισέτι μας εκδικείται.


**

11η Ιουλίου

Κρατώ το σκοτάδι σ’ άδειες παλάμες.
Αφήστε το φως να περάσει
στη διάτρητη μου ψυχή,
μην εμποδίζετε τον ήλιο, κρυώνω.
Γκρεμίζετε τα όνειρα του λαού.
Ανατινάχτηκαν στην φωτιά με τις σάρκες αντρών
στο πέρασμα του θανάτου.
Ψάξετε τα κομμάτια τους στα ανάλαφρα
ματαιόδοξα μονοπάτια του λόγου.
Ο λυγμός μου αφαίρεσε το δικαίωμα
να φωνάξω. Τα δάκρυα όλων ποτάμι.
Ο χαμός του αθώου, η κάθαρση.
«Ήταν μοιραίο», «αμέλεια», η χώρα ολάκερη
«κείτεται στην μεταμέλεια.
Να υψώσω παράστημα σε μια πορεία
αγάπης. Χιλιάδες τα χέρια μαζώχτηκαν
με τον πρώτο φλοίσβο της θλίψης.
Το σύνθημα στάζει αίμα, οργή.
Να πετάξω το παραπέτασμα.
Βγείτε στα κιγκλιδώματα της εξουσίας.
Δεν είναι λαϊκισμοί οι κραυγές, η αγανάκτηση.
Πάλλεται η αλήθεια τ’ ανθρώπου
στον σφυγμό της γης.
Είμαι στη φυλακή του κατεστημένου.
Μου κρύβετε το φως.
Αντικρίζω το δίκιο. Ο ήλιος δεν σας ανήκει.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Συνομιλίες με τον Πενταδάκτυλο / Πούλλος Χ. Ανδρέας

Φαίνεται, πως δε μπορούμε
να τον παρακάμψουμε·
ξεπροβάλλει από δρόμους,
που δεν το περιμένεις·
και πέφτεις πάνω του
ή πέφτει πάνω σου κι αρχίζουν
τα προβλήματα·
τα μασημένα λόγια κι η αμείλικτη
σιωπή, που δε ξέρεις,
τι μπόρα εγκυμονεί
να γεννήσει! 


Κώστας Μανιζατές : Αρνούμαι


ΤΟΥΤΟΣ  Ο  ΤΟΠΟΣ


Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν τη στιγμή
που στιγματίζει τους αιώνες.
Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν το φανάρι
της ανεμοθύελλας.
Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν το δίκιο του
και οι δυνάστες του
φυλακίζουν τα μνήματα των νεκρών του.

Δυνατοί βοριάδες σαλεύουν το τέλος του ατέλειωτα
και ανοίγουν πάντα οι λίγοι τα στήθια τους στον αγέρα
και οι αιώνες δένουν το φως τους στο στέρνο τους.

Βυζάξαν το πνεύμα του τόπου τους με το μητρικό το γάλα
και αρνούνται να ζούν στα γόνατα τη λευτεριά τους.


Οι άνθρωποί του τόπου
αιώνες σιωπηλοί ταμπουρώνανε το θάνατο
και χτίζαν με υπομονή τη σημαία της περηφάνιας τους.

Μπολιάζαν τους αιώνες με πνεύμα και πηλό,
από γενιές με αίμα τις γενιές τους,
φυτεύοντας τον ιστό τους και ριζώνοντας τους θρύλους
και το δέντρο της ζωντανής συνέχειας.

Πίσω από τον κρυμμένο φόβο τους
αγρυπνούσαν οι άνθρωποι χωρίς συνθήματα
μόνο βουρκώναν με τα χρώματα της σημαίας
και το στήθος τους έκαιε τα χρόνια μαυρισμένο μαγκάλι.

Σάρωναν τη γη τους βοριάδες που τρομάζουν τους ανέμους
και οι λίγοι κράτησαν τη μνήμη στο χρόνο και τη θεμέλιωσαν.



ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Μας γελούσε η Άνοιξη με το χορό να παίζει
Και εμείς ανοίγαμε τον ουρανό σε ένα φως μεγάλο
Και ξωμακραίναμε άγουροι τη λευτεριά μας
Και ανοίγει ξάφνου μια πόρτα καταντικρύ
Και δρασκέλησε μέσα ο φόνος κραδαίνοντας αίματα






ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ   Ι

Έμειναν πολύ λίγοι μονάχα...
Και μονάχα εγκλωβισμένοι...


ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ   ΙΙ

Και είναι τόσο βέβαιοι για τον εαυτό τους.
Ξέρουν με σιγουριά τι θέλουν.
Τίποτε δεν προσμένουν.
Μονάχα περιμένουν...


ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ  ΙΙΙ

Έμειναν ξαφνικά μονάχοι και παραφυλάμενοι

ζωντανά μνημεία ματωμένων γενεών
με συντροφιά τους μονάχα
το πείσμα των κουρασμένων τους χρόνων
τα σιωπηλά τους δάκρυα
και την ελπίδα των κρυφών τους στεναγμών.

Κλείδωσαν στο χρέος την ψυχή τους
και η αμίλητη ελπίδα
ξεπερνά την απελπισία του φόβου τους.



ΜΗΝ  ΞΕΧΝΑΤΕ  ΤΑ  ΜΝΗΜΑΤΑ

Σκεπάσαν οι εχθροί τα ανοιγμένα μνήματα
με μνημεία και μάρμαρα
να τους καλωσορίσουν.

Και οι πέτρες και τα λιθάρια αναμεσό
πετάξαν φύλλα και γίναν δέντρα
να έχουν σκιά τα μνήματα
να ανασαίνουν οι νεκροί.

Και οι ψυχές κουβεντιάζουν
και ταράζουν τον ύπνο μας
και μας καλούν να μην ξεχνούμε τα μνήματα.


ΑΡΝΟΥΜΑΙ

Η μνήμη ξεμουδιάζει ακόμα στα πόδια σου, Αμμόχωστος.
Είσαι για μένα όλα που έζησα παιδί ερειπωμένα.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
με ένα  «φιλί»
να σε αποχαιρετήσω στα καλντερίμια.
Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να περπατήσω ξένος στη σκλαβωμένη μου πόλη.

Η γη μου που περπάτησα
κρεμά ολοζώντανες τις μνήμες
και η ψυχή μου ανατριχιάζει.
Η γη μου που περπάτησα
κρατά φυλακισμένες τις ζωές
και ξαναμπάζει τις φωνές στην πόλη.
Η γη μου που περπάτησα
λογαριάζει τους αιώνες ακέριους και μας περιμένει.

Μιλάω τις μνήμες μοναχός μου μη μου τις σβήσει ο χρόνος.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να βρω του Λόγου σου κερί να μανταλώσω το κενό.





ΞΥΠΝΑΤΕ  ΑΔΕΡΦΟΙ  ΚΑΙ  ΞΑΓΡΥΠΝΑΤΕ

Χαμοπετούν τα όρνεα εκεί που ζυγιάζονται και τρων το χασομέρι. 
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Οι Σειρήνες τραγουδούν και πάλι μας κυκλώνουν.
Κεντά η γη τα πόδια μου να με σηκώσουν
μη γελαστούμε και πέσουμε  και γενούμε θρύλος. 
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Γονάτισε η αποκοτιά τα παρακλητικά τα λόγια.
Η φωνή σέρνεται γλυκομίλητη να τρυπώσει στα σπίτια μας
και όταν οι βάρβαροι στέκονται στην πόρτα σταματά ο νους μου.
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Στα παλιά καντούνια ψάχνω το λυχνάρι των ανέμων. 
Γυρεύω ελληνικά πατήματα για το καμπαναριό της Ανατολής
να μπολιάσω το δέντρο με τους αιώνες και τα μαλάματα.
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.
Μη γελαστούμε και πέσουμε και γενούμε θρύλος.