Που την συτζιάν μ’ ετσάκρησεν, τζιαμπρόου ένα κλώνος
που ’σιεν τα σύκα πάνω του τρισπίλιν, έναν τζι έναν,
που ’θέλαν κόμα τσας τζαιρόν για να ψηθούσιν όμως,
τζι ούλλα τωρά θα τα τρώεν, η γης, τα εβλοημένα.
Εθώρουν την τζιαι εδάκρυζεν στα στήθκεια η καρκιά μου,
νερόν έγυρνα σιονοτόν τζιαι λίπασμα βουνάριν,
για να θερκώσει το δεντρόν, τούτη ήταν η χαρά μου,
να δωκει μπόλικον καρπόν.Τωρά είντα χαπάριν;
Με μμάθκια όλοκότσινα που τον καμόν πηαίννω,
στο σσώσπιτο τζαι την κουνιάν πκιάννω ευτύς στο σιέριν.
Στήννω την σκάλα, τα σκαλια με σίηλια ζόρκα βκαίννω,
μες στην καρκιάν μου δίκοπον, το τέρτιν μου, μασιαίριν.
Να σύρω κάτω ήθελα τον κλώνον, να τελειώννω,
μα η καρκιά μου ’εν το ’κάμνεν πάνω του για να τζίσω.
Τα μμάθκια μου ετρέχασιν σγιαν βρύση που τον πόνο
τζι εν είχα πκιον την δύναμην, πάνω του να δικλήσω.
Τζι ακούω τότες μιαν φωνή που ζήμωννεν ο πόνος.
«Ξαπόλα που τα σίερκα σου» λαλεί μου τη κουνιά σου.
Πκιάσε λουρκά τζιαι δήσε με. « Εσύντησιεν ο κλώνος».
Τζι εφτύς θα παρηορηθεί τζι ο νους τζιαι η καρκιά σου.
Στην πρώτη την αναποδκιάν, μες στης ζωής την στράτα
’εν πρέπει να σταυρώνουμεν, τα σιέρκα , να λαλούμεν,
ούλλα δαμαί τελιώννουσιν , παρέτα πκιον ποσιάτα,
γιατί τότε ολόισια, στον λάκκον θα βρεθούμεν.
Κάμνετε σκέψη δεύτερη, κουρτίστε το μυαλόν σας,
στην τύχην μεν αφήσετε, μιαν σταλαμή να ρέξει.
Τζι όποιαν παρετ’ απόφαση, εννάν για το καλό σας
τζιαι τότε ο νήλιος της ζωής, πάλε ’ννα ξαναφέξει.