Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Ιστορίες / Κεφάλα Ελένη


Στον Μιχάλη Χ.
Οι ιστορίες του παππού
τα παιδικά του χρόνια
το χωριό
η πρώτη του δουλειά στην πόλη
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η προσφυγιά
η ιστορία του παππού
που έφυγε μια μέρα έτσι απρόσμενα
όπως φεύγουν όλ’ οι παππούδες
μια μέρα
έτσι απρόσμενα.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ / Κεφάλα Ελένη



Μάνα με το μοναχογιό τον πολυαγαπημένο
που έστειλες στην ξενιτιά γιοφύρι να στεριώσει
κι αντί στης Άρτας να βρεθεί το στυγερό ποτάμι
στην Τροία φτιάχνει άλογο πεσκέσι να το στείλει
στους Τούρκους που μαζώχτηκαν γύρ’ απ’ το Μισολόγγι
και περιμένουν να φανεί η φεγγαροντυμένη
για να τους ζώσει στ’ άρματα και να τους χαιρετήσει
πριν ξεπορτίσουν οι Γραικοί κα τους αποτελειώσουν
στου κύκλου τα γυρίσματα που τελειωμό δεν έχουν…

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Νύφη από Πορσελάνη / Αντωνίου Ανδρέας



Θυμάμαι πως στον γάμο σου είχες φορέσει κρίνα
Και δύο τριαντάφυλλα σου στόλιζαν τις μπούκλες
Σαν στολισμένη έμοιαζες και γιορτινή βιτρίνα
Σαν κάτι πορσελάνινες, του Armand Marseille κούκλες

Το νυφικό σου που ‘τανε το πιο απαλό μετάξι
Και που για σένα ειδικά το είχανε υφάνει
Σαν πεταλούδα έμοιαζες, έτοιμη να πετάξει
Που χρόνια πια την καρτερώ κι ακόμη δεν εφάνη

Πόσο μου γέλαγες γλυκά επάνω στο περβάζι
Καθώς κρυβόσουνα δειλά πίσω από την κουρτίνα
Τις θάλασσες στα μάτια σου, τώρα ποιος τις διαβάζει;
Και ποια λευκή στο δέρμα σου κοιμάται ηλιακτίνα;

Μαζί με τους υπόλοιπους σου ‘χα πετάξει ρύζι
Μετά «Βίον Ανθόσπαρτον» σου ευχήθηκα θλιμμένα
Χωρίς εσένα σταματά ο κόσμος να γυρίζει
Χωρίς εσένα μοιάζουνε τα πάντα διαλυμένα

Κι ό,τι σου έγραψα ήτανε μ’αίμα και με μελάνι
Και δεν το σβήνει ο καιρός, η λήθη, το σφουγγάρι
Νύφη γλυκιά κι απόμακρη, σαν από πορσελάνη
Πανέμορφη κι απόκοσμη, σχεδόν σαν το Φεγγάρι

Καθωσπρεπισμός / Αντωνίου Ανδρέας

Θα γράψω ένα ποίημα να είναι καθώς πρέπει
Μπας και με δημοσιεύσουνε μες στα περιοδικά
Να χαίρεται ο γέρος ποιητής που θα το βλέπει
Μήπως και πει καμιά καλή κουβέντα ειδικά
Θα γράψω ένα ποίημα μικρό, συμπυκνωμένο
Όπως το κάνουν όλοι τους: νεοελληνικά
Θα το φισκάρω νόημα και θα ‘ναι ενωμένο
Μ’ αναφορές και με στοιχεία διακειμενικά
«Θα γράψω ένα ποίημα!» θα βγω να ντελαλήσω
Ως κάνουν οι μανάβηδες για τα λαχανικά
Μήπως κανένα αντίτυπο μπορέσω να πουλήσω
Αφού οι αναγνώστες μας γράφουν κανονικά

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Απόσπασμα Ποιήματος για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη του Βάσσου Λυσσαρίδη

Δεν βρήκες, Ευαγόρα, της λευτεριάς
το μονοπάτι στα δεκαεφτά
Κι εμείς λαχανιασμένοι νοερά
σ’ ακολουθούμε έφηβε πατριάρχη
ν’ ανοίγεις λεωφόρους λεβεντιάς
στα μαρμαρένια αλώνια
με το θάνατο νεκρό.
Πώς να πεθάνεις, Ευαγόρα,
αφού δεν γέρασες ποτέ.

Ζωή / Λυσσαρίδης Βάσσος

Αυτοδιδάχθηκα πως ζωή είναι να δίνεις.

Τώρα δεν έχω πια κάτι καλό να δώσω.

Αυτό σημαίνει πως δεν έχω πια άλλη ζωή.

Νοσταλγία / Λυσσαρίδης Βάσσος

Ήρθες,

και η άνοιξη γονάτισε ευλαβικά,

μ’ αγάπη και με δέος.

Έφυγες, κι ο χειμώνας δεν μπόρεσε

την ομορφάδα να ξεγράψει

Ήρθες, και τα λουλούδια από τότε

αρνήθηκαν να κοιταχτούνε στον καθρέφτη.

Εγώ, τι να σου πω;

Aπλώς διαβάτης νοσταλγώ

την άνοιξη και τα λουλούδια.

Πενταδάκτυλος / Λυσσαρίδης Βάσσος







Λάθος. Eσύ δεν αναδύθηκες απ’ τον βυθό.

Ποτέ της θάλασσας το δροσερό νερό δεν ξέπλυνε το αγέρωχο στητό κορμί σου

Kομμάτι από την λάβα την καυτή καρφώθηκες μεσόκαμπα,

φρουρός ποιός ξέρει ποιάς αλήθειας.

Kι ήρθαν μερμύγκια οι άνθρωποι από παλιά

Σπηλιές τους φίλεψαν. Kι αυτοί

γρατσούνιζαν ανήμποροι

τη γρανιτένια σου αθάνατη άτρωτη σάρκα

Aρκάδες, Aχαιοί σ’ ορμήνεψαν γραφή, λαλιά. Kι εσύ

τους χάρισες θεούς, απάτητες κορφές

και πυρωμένη σκέψη.

Aλλόφωνοι σε πάτησαν για λίγο.

Στο ξύπνιο τους κατάπιε η

οργή σου στον ίδιο τον βυθό που βύζαξες παιδί.

Kι η ουμπλιέτ τους κράτησε νεκρές

σκιές στη ξεχασμένη πια σελίδα.

Όμως και τότε συντροφιά η γνώριμη λαλιά.

Kι ας ήτανε ο ουρανός μουγκός

κι η θάλασσα πικρή κι ο κάμπος χέρσος.

Tώρα σου κάρφωσαν πέτρινους

Ήλους. Σημαίες ξένες

και κακόφωνη λαλιά

πασχίζουν να φιμώσουν την αρχαία

γραφή και να ξεγράψουν μόνιμα

τοπολαλιές και μνήμη

Mερμύγγια οι άνθρωποι δουλεύουν του αφέντη το τροχό.

Mόνη φρικτή παλληκαριά ένα τραγούδι που κι αν αντρίκια ακούεται

μυρίζει μοιρολόϊ.

M’ άδειες ψυχές και δυνατές φωνές

μακρυά από μάχη, αλάργα απ’ τον εχθρό απόσεισε

φωνάζουν Πενταδάκτυλε απόδιωξε τους.

Mα θέλει η λευτεριά δουλειά πολλή.

Xέρια και σκέψη και μυαλό και αίμα.

Aυτή η κραυγή νεκρή ακούεται

γιατί νεκρές ψυχές τη διαφεντεύουν.

Eσένα Πενταδάκτυλε να

ξεριζώσουν δεν μπορούν.

Eμάς δυό μέτρα συρματόπλεγμα

δυό μπαταριές και μια βρισιά γιατί μας αποδιώχνουν.

Σ’ ακούω που πασχίζεις φωνή

στον άλαλο το βράχο να δανείσεις.

Σ’ ακούω που σαρκάζεις όταν ακούς να αναμετρούν

στρατούς με το τραγούδι.

Ξέρουν πως χέρια στο γρανίτη δεν υπάρχουν.

Kαι τα κακόφωνα μερμύγκια διαφεντεύουν κυκλάμινα, λεμονανθους και κρίνα.

Πούναι ο στρατός τραγουδιστές και ποιητές του ανέμου.

Πούναι το ηφαίστειο της λεβεντιάς που γέννησε τον βράχο.

H Pωμιοσυνη εννά χαθεί όντας το πάθος λείψει.

Eγώ...δεν έχω άλλο να σου πω.

Eγώ τη λίγη πνοή δεν σπαταλώ κραυγάζοντας τραγούδια.

Eγώ και μόνος θενά πορευτώ

όσο μπορώ κι όπως μπορώ

τους ήλους να ξηλώσω.

Kι αν το γλυκό της θάλασσας νερό δεν σούπλυνε το μούτρο

Tο αίμα μου χρωστώ να σου δανείσω

δροσιά στην αφιλόξενη σου συντροφιά.

Να πεθάνω χωρίς να γονατίσω. / Λυσσαρίδης Βάσσος


    Όχι! Δεν δέχομαι να γονατίσω.
    Όχι! Με καρτερούν οι σύντροφοι στο συρματόπλεγμα
    κι οι νεκροί στον Πενταδάκτυλο. Όχι!
    Να πεθάνω ναι! Να γονατίσω όχι!
    Βεβαίως, με το θάνατο έχει λύσει τους λογαριασμούς του προ πολλού. Δεν τον φοβάται. Τον συνάντησε πολλές φορές και θα πει γι’ αυτόν:
    Η μάσκα του γελοία κι όχι φοβερή
    κι εγώ ακόμα νιος δεν του’ στρεψα την πλάτη
    αυτός δειλός έχασε την τρομαχτική θωριά
    και φυγομάχησε.
  

Αγνοούμενος / Λυσσαρίδης Βάσσος


Αγωνιώ το σπίτι μου κλειστό ν’ αφήσω
έστω για λίγο.
Δεν θέλω όταν φανείς
να βρεις την πόρτα σου κλειστή.
Μου λένε πως μια γεροξεκουτιάρα είμαι
να περιμένω τους νεκρούς να σηκωθούν.
Αυτοί τι ξέρουν;
Μόνο μια ελάχιστη στιγμή της λύπης μου
θα τους σκοτώσει.
Ποιητική Συλλογή: «Κραυγές» 2010

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

ΣΤΙΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΗΣ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ / Μιχαηλίδου Λίλη

Στην Άννη μου
*
Τη μέρα που κατέβηκα στη Βαρκελώνη
ο ουρανός προμήνυε καλοκαιρία κι ο αέρας
έπαιρνε τις κωδωνοκρουσίες μακριά, έξω από την πόλη.
Όταν αργότερα μπήκα στον Καθεδρικό ναό ανακάλυψα
πως είχε μπει πολύ πριν από μένα η τεχνολογία
και πήρε τη θέση των κεριών.
Μ’ ένα κουμπί, ανάβει το ηλεκτρικό κερί 
που διαρκεί ανάλογα με την εισφορά και την πίστη.
*
Στο μουσείο Πικάσο
οι αίθουσες ήταν χωρισμένες σε περιόδους
και οι φωτογραφίες απαγορεύονταν.
Ο ζωγράφος όμως μας φωτογράφιζε
κοιτάζοντάς μας καχύποπτα.
Οι πινελιές κατά το τέλος της ζωής του ήταν εκκεντρικές
κι η έκφραση στα πρόσωπα των γυναικών που αγάπησε
ήταν διχασμένη.
Να χαμογελάσουν ή να κλάψουν;
*
Με σηκωμένο γιακά διέσχιζε τη λεωφόρο
με τα ψηλά πλατάνια πουλιά.
Τα μαλλιά του ανέμιζαν καθώς και το μακρύ κασκόλ.
Οι σκιές των φύλλων έπαιζαν στο πρόσωπό του.
Αυθεντική χορογραφία.
Βήμα σε ρυθμό δευτερολέπτων. Στοιχειωμένο βήμα.
Ένα χαμόγελο. Κατάκτηση.
Τον ακολούθησα με το βλέμμα.
Απομακρυνόταν σαν σύννεφο αλλάζοντας σχήματα 
στο αόριστο του ορίζοντα.
Όλα τα κτίρια είχαν ανοιχτά τα παράθυρα.
*
Στην αρένα. Χωρίς ταύρους, ταυρομαχίες και όλε, όλεεε.
Η μάνητα της εποχής.
Στο χώρο της αρένας ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο.
Γέμισαν τα υπόγεια και όλους τους ορόφους
καταστήματα και εστιατόρια. 
Η αρένα είναι πάλι ενεργή.
Μόνο που τους ταύρους αντικατάστησαν οι άνθρωποι 
και τους ταυρομάχους οι πολυεθνικές.
*
Στο τρένο από το Colonia Güell.
Κάθονται δίπλα μας, στολισμένες για έξοδο.
Η μια στα άσπρα, δαντελένια σαν πεταλούδα
η άλλη στα κοκκινόμαυρα σαν παπαρούνα.
Δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κολιέ που οδηγούν γύρω από το λαιμό
μάτια βαμμένα χείλη, ρουζ στα μάγουλα τονίζοντας
την επιθυμία για φίλημα.
Οι ψεύτικες οδοντοστοιχίες προσπαθούν να υποτάξουν
την τσίχλα που ανεβοκατεβαίνει στο στόμα τους.
Μιλούν ακατάπαυστα και γελούν σαν μικρά κορίτσια.
Ένα είναι σίγουρο. προσθέτοντας τα χρόνια τους 
ξεπερνούν ενάμιση αιώνα.
Στο τρένο προς τη Βαρκελώνη.
Φόρεσαν όλα τα εφόδια για μια επίσημη έξοδο.
Δαχτυλικά αποτυπώματα, ταυτότητα, ηλικία
φουσκωμένες φλέβες έτοιμες να σκάσουν, νύχια χρωματιστά
αραιά μαλλιά στερεωμένα στα κεφάλια τους με χτένες.
Τα τραντάγματα κάνουν τις κινήσεις τους πιο εύθραυστες
όπως και τις μνήμες που κουβαλούν στις τσάντες τους.
Το τρένο σταματά.
Σηκώνονται, διορθώνουν τα φτερά τους
έτοιμες να αποβιβαστούν και να πετάξουν.
Ιούνιος, 2013

Η ΑΦΟΡΜΗ/ Μιχαηλίδου Λίλη

Ήταν οι αμμόλοφοι.
Το σπίτι που καθότανε μόνο του.
Η θάλασσα που γλιστρούσε σε μια παραλία, αποκλειστικά δική της
και τ’ αρμυρίκια που φύτρωναν ανεξέλεγκτα.
Ήτανε το φεγγάρι που γέμιζε μέρα με τη μέρα
μέχρι που έγινε κόκκινο σαν μπάλα παγωτό
και με καλούσε να το γευτώ
κι ο άνεμος που έφερνε την άμμο στα πρόσωπα
μιαν άμμο αβαρή, υγρή που χρύσιζε και κολλούσε στο δέρμα.
Και συ, που δεν ήσουν εδώ, μα γέμιζες τα δωμάτια
μ’ έναν έρωτα ανεξέλεγκτο όπως τ’ αρμυρίκια.
Δεν ήσουν εδώ. 
Μα ήσουν η αφορμή.

Η Αλχημεία του χρόνου: Ποιητική Συλλογή της Λιλης Μιχαηλίδου που εκδόθηκε το 2001. (μικρό απόσπασμα)

Α΄Κραδασμοί 




Εξυγίανση


Ήταν νομίζω γνώριμο το μέρος
ανάμεσα στις καστανιές στους ήχους των νερών
χωράφι της ανατολής στο βάθος μιας αυλής
Έβρεχε
Έβρεχε πολύ
μόλις που πρόλαβε να βγει
να ξεπλυθεί κάτω απ’ τους στίχους
της βροχής



Μυροβόλο Αγίασμα
Ασάλευτο κειτότανε το σώμα
στον καναπέ κάτω απ’ τ’ αστέρια
Το χέρι ακουμπούσε τη ράχη ενός βιβλίου
που ήταν ανοιχτό πάνω στο στήθος
κι όλοι πίεζαν και γλιστρούσαν βαθιά
τα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα
Τσιμπούσε τα σωθικά μια συσσώρευση
ένα μπέρδεμα άδηλο νεφέλωμα
Όταν ύστερα από χρόνια πήραν αέρα
τα πνεμόνια και τα χέρια άρχισαν να
κινούνται, ένιωσε το βάρος της ευθύνης
Χρειάστηκε καιρός να ταξινομηθούν ξανά
τα χυμένα γράμματα, οι λέξεις, οι φράσεις
και τα κείμενα

Ο έρωτας είναι Ποίηση 

Δύο η ώρα το πρωί στρωμένη η νύχτα αποβραδίς
κι η σιγή ακάλυπτη
Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
Βγαίνουν οι νύμφες για χορό κι οι νότες σκάβουν
τον ορίζοντα
Στο πάνω δώμα στρωμένα τ αστέρια
Στάζουνε κόμποι απ’ τους κροτάφους
κι υγραίνεται η ανάγκη για ηδονή
βραδεία στριφογυρίζει στο μυαλό η επιθυμία
και το μολύβι μες στα δάχτυλα
Ζύγωσαν πια τα σώματα μες στην αγκάλη της στροφής
πάλλονται οι χορδές σαν ελατήριο από στίχους
τρέμουν τα μέλη παραληρεί η γλώσσα
τρέμει στ ακροδάχτυλα το μολύβι
Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων

β΄ Πυγολαμπίδες 

Φανοστάτες


Άνοιξε τα πέταλα η αυλαία
χι άνθισε φως στο πρόσωπο της ώρας
που ταξίδευε χωρίς αποσκευές
Αντέδρασε το σώμα
Σύρθηκε μέσα στη σπονδυλική στήλη
του χρόνου σ’ έναν καιρό
όπου όλα φωτίζονταν με neon light
κι αφέθηκε να επιπλέει στον ιδρώτα
γι’ αναγνώριση
Ξέμειναν οι πλανόδιοι φανοστάτες
ανάμεσα στους στίχους, στις στροφές
να στάζουν φως
απλώς για τους μοναχικούς
περαστικούς διαβάτες…

Αναμονή 

Ι
Σαν πέρασε εμύρισε κομμάτι Άνοιξης
Άνοιξε μάτι το νερό ψιλή βροχή στις μέρες της
κύκλοι φωτιάς το καλωσόρισμα στα πέλματα
Έλα και κάθισε στης νύχτας τις παλάμες
κρυφό φιλί κηλίδα κόκκινη στην κόγχη των χειλιών σου
Φιλήδονα αποχωρεί το φως
και ξυπνητό ανεβαίνει το φεγγάρι
βαθαίνει η νύχτα μες στο πηγάδι το στενό
κι εσύ στο χείλος του γκρεμού
αντίλαλο αναμένεις να περάσει
στη βάση της αιτίας να πιαστείς
ΙΙ
Στο βάθος της αυλής
ξέμπλεκε τα κόκκινα λυτά μαλλιά της
κι η μέρα αφηνόταν στο ρυθμό της
Το σώμα ακουμπάει τις ανάκατες ταυτότητες
τα χέρια ψαχουλεύουν τις σχισμές
των ροζιασμένων άκρων
Ο χρόνος θα μετρήσει τελικά τη βαρύτητα
της ύπαρξης
θα λογαριάσει την ευτυχία


Γ΄Σημάδια των ημερών 

Διαδρομή


Η Τρίτη ξύπνησε στην ώρα της
Μια διαδρομή μες στο σκοτάδι που γλιστρά
στο λίκνο του φωτός
Ανακατεύονται οι συναλλαγές στα ροφήματα
του προγεύματος
διεκδικώντας τα δευτερόλεπτα
που παράπεσαν σε χτεσινές υποσημειώσεις
Ο χρόνος εμβριθής μπαίνει απ’ την εξώπορτα
επισκέπτης
Θα καθίσει στο γεύμα και στο δείπνο
σαν αντάρτης
Θα ξεφλουδίσει τα λέπια των λυτρωτικών αναμνήσεων
και θα σερφάρει
μετανάστης
όταν η νύχτα θα βυθίζεται στη σκέψη και θα πιέζεται
ο πόνος ανάμεσα στα σκέλια των σκιών
Η φωτογραφία στο ράφι θα φωτίσει ερήμην
το ανώνυμο χαμόγελο
που έχει ξεθωριάσει

Η χαραμάδα της αυγής 


Κυματίζει η σημαία του ημερήσιου ρυθμού
πάνω από την περικεφαλαία του χρόνου
κι εικονογραφημένη ανατέλλει κοντά
στη χαραμάδα της αυγής
Η καμπάνα χώθηκε μισή μέσα στο χώμα
ο ήχος της πονούσε βαθιά
Έβγαλε τότε το σπαθί
κι απέκοψε τον ίλιγγο
ξεκαθάρισε τον κήπο της ημέρας
φρόντισε τα διαζώματα των αισθήσεων
κατέβασε ανθοστήλη στο σκοτεινό του σώμα
Έδρεψε την κίνηση μέχρι να φτάσει το φιλί
στα χείλη
Το γέλιο σκίζει την απόσταση
Θεέ μη σώσει και στερέψει

Ανάμνηση μιας Ανατολής: Ποιητική Συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδη εκδοθείσα το 2004

ΠΟΡΕΙΑ


Η πορεία ακράτητη
διασχίζει το χρόνο
μέσα στον άγνωστο κύκλο της βροχής
Το σώμα μου γυμνό σπαθί
Ο πόνος είναι σύννεφο
είναι μουσική με διαλείμματα
που σταματά
και ξαναρχίζει
σταματά
και ξαναρχίζει

προς Jaipur

ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ


Διέσχισε με
τα μάτια του
το σώμα μου
προσεκτικά
καθώς παιδί
τα πρώτα του βήματα
Χάθηκε κάπου μέσα στα μαλλιά
Τον είδα ν’ απομακρύνεται
ξεχώρισα
το άσπρο μπαστούνι στα σκοτεινά
π’ ακούμπησε το
παραπέτασμα της νύχτας

***

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

Ι
Βαθαίνω πιο πολύ
τα δάχτυλα
στις σχισμές των σιωπών
ν’ αγγίξω λίγο τη ρηχή τους ανάμνηση
Γιατί τι είναι ανάμνηση
από μια σιωπή
που κρυφοκαίει μακραίνοντας
ΙΙ
Αποκρυσταλλώθηκε η μοναξιά
το πέλαγο δεν καθορίζει
πια τις ενοχές
Η άκρατη αυτή συνήθεια
των νερών
ν’ ανακινούν τις παλιές πληγές
ταξιδεύοντάς τις
με τη φορά τους…
ΙΙΙ
Μου διαφεύγει
η ηλικία των φιλιών
το αιμάτινο σούρουπο
που αναδύεται απ’ τα μάτια σου
η μουσική του κορμιού που αργοπεθαίνει

Ανάγλυφα σχήματα και δρόμοι : Ποιητική Συλλογή της Λιλης Μιχαηλίδη που εκδόθηκε το 2003



ΑΝΑΤΟΛΗ


Στο πρωινό ξεκούμπωμα
χάραζε το πλήθος της
και ξεμυάλιζε το λυρισμό τ’ αέρα
που μπερδεύονταν στο λυκαυγές
Αυτή τη μοναδική στιγμή
που κατεβαίνουν μες στη ζύμη των χρόνων
ξυπόλυτοι ανέμοι
κι οι ώρες ζευγαρώνουν στα κρυφά
γέρνει δραπέτης ο ουρανός
και ζώνεται στα μάγια της γης…

ΔΙΑΔΡΟΜΗ


Η διαδρομή μετατοπίζει το κέντρο
της βαρύτητας
τις αχτίνες της σκέψης
επιλέγει τις πόλεις όπου θα ξεκινήσουν
νέα απαντήματα
όπου σε κάθε οικοδόμημα
αναγεννάται το πλάνο ενός ονείρου
Ποτέ δε μανιάζει περισσότερο ο πόθος
όσο μέσα στα κρυφά πέπλα μιας
αόρατης νεράιδας
Μέσα σ’ εκείνο το ακίνητο σώμα
ανάμεσα στα ανθρωπόμορφα δέντρα
ελευθερώνεται η δύναμη
και η φιλήδονη ευκινησία
που κρύβεται μέσα του…

ΠΕΤΡΙΝΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

0 κισσός αγκάλιαζε σφικτά την πέτρα
περνούσε μέσ’ απ’ τις σχισμές της
έγλυφε τους πόρους της
διασταύρωνε το ύφος της
ξάπλωνε στο μήκος της
κι απομυζούσε το κρυφό της βάθος…

ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ


Έσκαβαν
κι η νύχτα έσταζε υγρά τοπία
Συνέχιζαν να σκάβουν
την κατάβαση της μέρας
το χώμα ανάσαινε
μέσ’ από το βάθος τους
που λιγόστευε…

ΦΥΤΡΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ


Στη σκοτεινή σκεπή του βράχου
κόκκινη μέλισσα τρυγούσε
τη λαξεμένη του απόσταση απ’ το νερό
Ίδια ο ήλιος μες στο κελί της μέρας
αψηφώντας το μεγάλο δόρυ
που κατευθύνονταν ίσια
στη φύτρα των λόγων της!