Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Υπαινιγμοί : Ποιητική Συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδη που εκδόθηκε το έτος 2008

ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΩ το χάδι
απ’ το χιονισμένο σούρουπο
τη διαφορά του φιλιού
από τη γέννηση ενός μικρού Θεού

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ βγαίνει στους δρόμους ο ουρανός
πρόσεξε
μην τον ποδοπατήσεις
θα ραγίσεις το λυχνάρι
των ονείρων

ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΜΕ
στο μισοσκόταδο
από τότε δεν μ’ αποχωρίζεται
μια σκοτεινή ανάμνηση
κι η σκιά της
κατάσαρκα

ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΩ
κάποτε
για το λίκνισμα της ανάσας
για το πώς ψιθύριζε
στο καντήλι του ομφαλού
στις σκιερές μασχάλες
κάποτε
όταν τα λόγια επιστρέψουν

ΤΟ ΧΑΔΙ
σου στο σώμα μου
ρητίνη στις ουλές μου

ΡΟΓΑ ΣΤΑΦΥΛΙΟΥ
στο στόμα
στην καταπακτή της γλώσσας
αιμορραγεί
το γλυκό μούστο του σάλιου
 ΣΤΕΡΕΨΑΝ οι πηγές
στο βάθος τους
ένα πνιγμένο
ξεχασμένο απόγεμα
κι ο κρότος του ανεκλάλητου νερού

ΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ ξυπνούν τις νύχτες
μαστιγώνουν τον αέρα αφήνοντας
θορύβους αλλόκοτους να επιστρέφουν
σαν αντίλαλοι
από παλιά σκοτοδίνη

ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΑΜΙ
είναι το νερό
που πρόλαβες
τη χούφτα σου ν’ απλώσεις
δροσιά σελήνης να γευτείς
να ξεπλυθείς να στρώσεις
το νοτισμένο μυστικό
στις απλωσιές των άστρων

Η πόλη δεν θέλει συστάσεις: Ποιητική Συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδου εκδοθείσα το έτος 2011

                           



                            ΕΙΔΑ ΤΗ ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Είδα την πόλη μου με τα μάτια της Σοφίας, σαν πρώτη φορά. Μια άλλη πόλη που εδώ και χιλιάδες χρόνια ενθέτει ιστορία στο βάθος της γης, κι επικοινωνεί με μια δική της γλώσσα με όσους ζουν κι αναπνέουν τις μέρες και τις νύχτες της.
Μια πόλη ύπαρξη, που κουβαλάει τα χρωματοσώματα αλλοτινών λαών, τις βαριές τους ανάσες, την κατάκτηση των αισθημάτων τους, μα παραμένει πάντα μια μοιρασμένη αναφορά, ανοιχτή στις μαρτυρίες των πλίνθων που στηρίζουν τις ζωές των ανθρώπων της....


***

Αύγουστος -χρώμα και χώμα ένα με το φως


Αύγουστος – χρώμα και χώμα ένα με το φως
κι ένας ήλιος σαν φλόγα να τσουρουφλίζει τα σωθικά μας
η μοίρα σαν φτερό ταλαντεύεται πάνω από τα φοινικόδεντρα
κι η σκόνη εξουσιάζει τις ανοιχτές παλάμες τ’ ουρανού
οι ρίζες της ιστορίας σφίγγονται μες στα θεμέλια
η πορεία των ανθρώπων ακολουθεί
τον ελεύθερο αέρα
μα η πνοή τους τραυματίζεται
στο φιδωτό συρματόπλεγμα...


***

ΑΡΧΙΖΕΙΣ ΝΑ ΓΕΥΕΣΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Αρχίζεις να γεύεσαι την πόλη τη στιγμή που πατάς το πόδι σου στις παρυφές της. Έξω, μακριά απ’ το κέντρο, εκεί αισθάνεσαι τη γεύση της. Όλα προδίδουν μια καθαρότητα λαξεμένη στο χρόνο. Εικόνες όπως οι καταπράσινες ψηλές δεντροσυστάδες, τα λουλουδιασμένα παρτέρια, οι λιθόστρωτοι αμαξωτοί. .. Ένα αντάμωμα με κάτι γοητευτικό σε περιμένει που ίσως το έχεις κάπου ακούσει, ή μπορεί να το συνάντησες σε κάποιες σελίδες, ή πάλι μπορεί και να το ονειρεύτηκες....

ΑΡΕΝΑ: Ποιητική Συλλογή της Λ. Μιχαηλίδου εκδοθείσα το έτος 2014

ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΝ ΑΡΕΝΑ

Μεσάνυχτα ανάμεσα στους ορθόκλωνους κίονες.
Οι πλατείες άδειες απόλυτη ησυχία.
Κάτω από τις ιερές πέτρες συγκατοικούν ο Δίας
η Δήμητρα, ο Αδης, ο Διόνυσος, οΉλιος κι η Σελήνη.
Οι ελλανοδίκες παρακολουθούν τα γυμνά κορμιά
στην παλαίστρα το αγκύλωμα των σωμάτων ο στόχος.
Το Ηραίο, η Στοά της Ηχούς, το εργαστήρι του Φειδία
που αναμένει ακόμη να λαξέψει το φως
στα κλειστά μάτια των ανθρώπων.

Το φεγγάρι ακολουθεί την πεπατημένη
σίγουρο για το μέλλον του.
Αντηχούν υπόγειοι κραδασμοί, καταγράφονται
χιλιάδες διάλογοι φεγγαριών και ήλιων,
ιστορία μες στην ιστορία, ζωή μέσα σε άλλες ζωές
έξω από μας και μέσα μας.
Τα μάτια, τα χέρια, ο λόγος
απορροφούν, αδράχνουν, ανοίγουν φτερά
και στροβιλίζονται στου χρόνου την αρένα.

Μετακινώ αργά τη βαριά κολόνα.
Κάθομαι στο βαθούλωμα.
Γεμίζω με χώμα το στόμα, τα μαλλιά.
Τυλίγομαι φύλλα δάφνης
να με βρουν σ' αυτή τη θέση χρόνια μετά.
Μια άγνωστη θα σημειώσουν, δίχως ταυτότητα.

Αρχαία Ολυμπία, Αύγουστος 2013


***


ΤΟ ΨΑΡΙ
                                                         (του Μίλτου Σαχτούρη)
Το τραπεζάκι στη γωνία ήταν στενό.
Ίσα ίσα χωρούσε τους αγκώνες που ακουμπούσαν
και στήριζαν το πρόσωπό του.
Οι ώρες ακολουθούσαν την τροχιά του ήλιου
που εκείνη τη στιγμή έγερνε πνιγμένος ανάμεσα
στις πολυκατοικίες και στα καχεκτικά δέντρα του κήπου.
Το παράθυρο δίπλα του άνοιγε μια προοπτική.
Δειλινό· ένα πέρασμα από τη μέρα στη νύχτα.
Άλλους απαλύνει κι άλλους αναταράζει.
Καθότανε απλώνοντας τις σκέψεις
πάνω από το κατακάθι του καφέ.
Γύρω του πρόσωπα γνωστά και άγνωστα.
Αυτός κι οι τελευταίοι πελάτες της ημέρας.
Αργότερα θα ανανεώσουν τη διαρρύθμιση,
τους σερβιτόρους, τα τραβηγμένα χαμόγελα,
τα τραπεζομάντιλα, τα σερβίτσια
με τα επίσημα της νύχτας.
Μα ήταν ακόμη νωρίς· κι αυτός εκεί, στη γωνία.
Με τα μάτια να καρφώνει στους τοίχους τους παρόντες,
να κατεβάζει απ' τα κάδρα τους απόντες,
να ανοίγει διέξοδο στην ταπετσαρία των τοίχων,
λες κι έκανε την τελευταία απογραφή.
[...]
**

ΣΠΙΤΙ ΚΑΡΑΒΙ


Όλοι οι άνθρωποι είναι γη.
Κουβαλούν κάτι προϊστορικό που δεν είναι ορατό.
Γι’ αυτό και διαφέρουν μεταξύ τους.
Μιλούν διαφορετική γλώσσα,
απλώνουν τα πόδια τους σε διαφορετικές θάλασσες.
0 ένας δεν μπορεί να μαντέψει γιατί αδειάζουν
τα ποτήρια του κρασιού τόσο γρήγορα.
0 άλλος δεν αντιλαμβάνεται πότε πρόλαβε να βγάλει τα ρούχα του,
πότε πρόλαβε να τα κρεμάσει στ’ αγκάθια των βάτων…
Σηκώνω άγκυρα.
θέλω να δω το σπίτι μου τη νύχτα με λαμπερό φεγγάρι.
Έχουν περάσει σαράντα χειμώνες από τότε
που για πρώτη φορά ζήτησε βάψιμο.
Έκτοτε ξαναβάφεται πίσω από τις κουρτίνες και τα λεπτά
κεντήματα της μάνας μου, τις σταυροβελονιές, τα κοπτά,
τα ανεβατά, τους ποταμούς που ξεδιψούν τις κεντήτρες’
δίπλα στα ινδικά υφαντά που αναπληρώνουν την ανθρώπινη
απουσία γιατί κάποιος θέλησε να ξεκληρίσει τις κλωστές
που συγκρατούσαν την ισορροπία της.
Έξω στην αυλή ξεχωρίζουν οι σκιές των γενιών που πέρασαν,
οι σπόροι που φύτρωσαν σαν μάτια λουλουδιών
και στόλισαν κεφάλια όμορφα’ ανθισμένοι πολυέλαιοι.

**

ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ


Επειδή σκεφτόμουν εσένα, διέσχιζα τις σελίδες
συγκεντρώνοντας χλομά νοήματα.
Αίφνης αντιλήφθηκα πως έφτασα στην τελευταία
ενώ έξω η νύχτα είχε πέσει από ώρα.
Κοίταζα το ρολόι και περίμενα.
Κάποιος καθυστερούσε το προμήνυμα της άφιξης σου.
Τότε ήταν που είδα τη μαύρη σκιά
πατημένη από τις γλιστερές ρόδες των αυτοκινήτων.
Τα χέρια της εξείχαν δείχνοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο
προς το δρόμο που είχες φύγει
και τα σημάδια στο σώμα της
φαίνονταν άδεια με γυμνό μάτι.

**

ΠΑΛΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ


Σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης
φυλάω τα παλιά ημερολόγια.
Τα ανοίγω πότε-πότε, όχι για να θυμηθώ
μα για να διαγράψω, να μην επαναλάβω.
Γιατί η επανάληψη κρύβει μια τυραννία
που σκοτώνει με λεπτότητα.

**

ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ


Δεν έγραψα πολλά γι’ αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι’ αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με το χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.


Γητευτής / Μιχαηλίδου Λίλη

                                   στον Άντη Iωαννίδη

Xάραζε γραμμές στο πέρασμά του
εραστής
στη μειοδότηση των λόγων
Έντεχνος γητευτής
προάγγελος μειλίχιων καιρών


Mεθοδεύοντας τις γραφές
νήστευε τον παρόντα χρόνο


Στο απροσπέλαστο γυαλί του λογισμού
αναδύθηκε έως τα φατνώματα τ' ουρανού

μ' έναν ορίζοντα κάτω από τα πόδια του

Απροσδόκητα / Μιχαηλίδου Λίλη



Η κρίση χώρεσε παντού.
Τα μαλλιά της ανεμίζουν στα πρόσωπά μας.
Το άρωμα της, μυρωδιά μπουρδέλου, διαπεραστικό.
Κοιτάει με πάθος και αυταρέσκεια.

Οι κατηφορικοί δρόμοι της κρίσης.
Μπαλκόνι με θέα την κοιλάδα της κρίσης.
Το οικόσημο στην είσοδο της κρίσης.

Μα η κρίση, σκέφτομαι, είναι μια αφηρημένη έννοια
Πώς θα μπορούσε να κατακτήσει τον αέρα, τα βουνά
τη θάλασσα, τον ήλιο;
Πώς είναι δυνατό όλο αυτό το ευρύχωρο φως γύρω μας
να ανήκει στην κρίση;

Αψηφώ τις προειδοποιήσεις.
Φοράω τον χρόνο ανάποδα
ξεριζώνω τους άσπρους κροτάφους του
βάφω τα χείλη του κόκκινα
και εκτίθεμαι στην κρίση σας.

O Aναγνώστης / Μιχαηλίδου Λίλη


Eίσαι ο αναγνώστης
o γνώστης της νύχτας και των αστεριών
της μέρας και του ήλιου
του σύννεφου, της αστραπής
της αλυσίδας της βροχής
του αέρα και του κεραυνού
της σκόνης και της άμμου
του ορίζοντα και τ' ουρανού
και των ασμάτων του γιαλού
των μεγαλόπρεπων βουνών
της νηνεμίας των στιγμών
της δόνησης των στεναγμών
του έρωτα και της σκιάς
του πόνου, του θυμού και της φωτιάς
του μυστηρίου του άσπιλου παιδιού
και της ωραίας κόρης, του λαιμού
του μάταιου, του παράδοξου το συναπάντημα
και του θανάτου το πυκνό σκοτάδι
των λουλουδιών και των πουλιών
των δέντρων και των κέντρων
όρασης των ματαιόδοξων θνητών


Eίσαι ο αναγνώστης
ο σωτήρας των ιδιωτικών στιγμών
του ωραίου, του αλλιώτικου
του τραγουδιού του αιώνιου
του ρυθμικού παλμού
του χτύπου της καρδιάς
του αοράτου κάλλους
των ξεχασμένων ποιητών

Πόνος / Μιχαηλίδου Λίλη

Tη νύχτα που ξαναζωντάνεψε ο πόθος
κι ο πόνος σκάλιζε την αφορμή
και μύριζε νωπά φιλιά και ώρες περασμένες
Όταν τα μάγια ανεμίζαν στον ιστό
και στις σελίδες καταγράφονταν η μέρα


Tότε
που από τον πόθο άρμεγες πόνο…

Λεξιλάγνα / Μιχαηλίδου Λίλη


Την ανέβασε στον άμβωνα
και όντας ο μόνος θεατής
ξεδίπλωσε τα χέρια και τα πόδια του στο χώρο


 Την έβλεπε κάπου ανάμεσα στα χείλη και στα μάτια της
και σκάλωνε η σκέψη του στην αντανάκλαση
που φώτιζε το πρόσωπο
Τα χέρια συγκρατούσαν τον καιρό
που ξέφευγε ανάμεσα στα δάχτυλα


Η νύχτα μες στο στόμα της γλυκό μανταρίνι
ν’ απλώνεται στης γλώσσας της τ’ αυλάκια
Το στρογγυλό του φεγγαριού καρφωμένο
τσιμπίδα στα μαλλιά της


Κι αυτός παρασυρμένος τράβηξε με πάθος
τις αχτίνες αφήνοντας λυτές στη βάση του ορίζοντα
τις μπούκλες της


 Τον αποπλάνησε κοντά στο σούρουπο
Κυλούσε πια μέσα στη μοίρα της στιγμής
ανάμεσα στα πόδια και τα χέρια της παλεύοντας με το νερό
που κάλυπτε το χώρο της ορμής της


 Μια λεξιλάγνα, που ακουμπούσε τις οπλές της
στο βάθος των αισθήσεων
του άμβωνα της φαντασίας του…

Ιδιωτικό / Μιχαηλίδου Λίλη


Έκρυψε τη μυρουδιά
απ’ το κρεμάμενο πουκάμισο
κι απόσωσε το σκοτάδι
στην είσοδο της γραφής
Το φέγγος της μέρας
απέμεινε λειψό
ένα άδειο αγκάλιασμα
ίχνη κι απομεινάρια έρωτα ξένου

Υπαινιγμοί (απόσπασμα) / Μιχαηλίδου Λίλη

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΑΤΙ του βουνού
της ράχης καλντερίμι

είναι της μνήμης παφλασμός
που ορίζει το αγρίμι

ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΩ το χάδι
απ’ το χιονισμένο σούρουπο

τη διαφορά του φιλιού
από τη γέννηση ενός μικρού Θεού

ΑΝΑΖΗΤΩ
το σφυγμό του φιλιού
τον ήχο των μηρών, των μαλλιών
την προέκταση του λαιμού

σχεδόν ανακαλύπτω
αυτό που μου ανήκει ολοκληρωτικά
ένα τίποτα

ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΝ ΑΡΕΝΑ / Μιχαηλίδου Λίλη



Μεσάνυχτα ανάμεσα στους ορθόκλωνους κίονες.
Οι πλατείες άδειες απόλυτη ησυχία.
Κάτω από τις ιερές πέτρες συγκατοικούν ο Δίας
η Δήμητρα, ο Άδης, ο Διόνυσος, ο Ήλιος κι η Σελήνη.
Οι ελλανοδίκες παρακολουθούν τα γυμνά κορμιά
στην παλαίστρα το αγκύλωμα των σωμάτων ο στόχος.
Το Ηραίο, η Στοά της Ηχούς, το εργαστήρι του Φειδία
που αναμένει ακόμη να λαξέψει το φως
στα κλειστά μάτια των ανθρώπων.

Το φεγγάρι ακολουθεί την πεπατημένη
σίγουρο για το μέλλον του.
Αντηχούν υπόγειοι κραδασμοί, καταγράφονται
χιλιάδες διάλογοι φεγγαριών και ήλιων,
ιστορία μες στην ιστορία, ζωή μέσα σε άλλες ζωές
έξω από μας και μέσα μας.
Τα μάτια, τα χέρια, ο λόγος
απορροφούν, αδράχνουν, ανοίγουν φτερά
και στροβιλίζονται στου χρόνου την αρένα.

Μετακινώ αργά τη βαριά κολόνα.
Κάθομαι στο βαθούλωμα.
Γεμίζω με χώμα το στόμα, τα μαλλιά.
Τυλίγομαι φύλλα δάφνης
να με βρουν σ' αυτή τη θέση χρόνια μετά.
Μια άγνωστη θα σημειώσουν, δίχως ταυτότητα.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Έλλη Παιονίδου: «ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΕΝΑ ΣΤΑΧΤΟΔΟΧΕΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΙΗΜΑ»




«Η πίκρα για τη μοίρα της μικρής Πατρίδας  είναι πάντα εκεί. Γεννηθήκαμε, ανδρωθήκαμε, γερνάμε με το πρόβλημα ανοικτό σαν πληγή. Πώς να μη μας πικραίνει;»


ΠΟΥ ΠΑΜΕ;

Τρέχεις και τρέχω να προλάβουμε
και ρόδινο μειδιά το δειλινό χαιρετισμό.
Που πάμε, τα μικρά μας πέλματα
πόσο μπορούν να δρασκελίσουν
την ποικιλία των άστρων;

Φιλόσοφος το μιτσικόρυδο κι ακολουθεί
την μυρωμένη μοίρα του
κι εμείς; Ένα μονόχουφτο από καλοκαίρια
στο ψάθινο καπέλο μας

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Γεννήθηκε στο χωριό Βάσα Κοιλανίου το 1940. Η κα Ελλη Παιovίδoυ μετά την αποφοίτησή της απo τo Λαvίτειo Γυμvάσιo Λεμεσoύ, μετέβη στην Αθήνα όπου σπoύδασε Οικιακή Οικovoμία στηv Χαρoκoπειo Σχoλή.
Κυρια απασχόληση της υπήρξε η συγγραφή. Συvεργάστηκε με διάφoρες εφημερίδες και περιoδικά στηv Κυπρo και στηv Ελλαδα καθώς και με τo Ραδιόφωvo και τηv Τηλεόραση στη δεκαετία τoυ εξήvτα και εβδoμήvτα.
Μέχρι και σήμερα εξέδωσε γύρω στα τριάvτα βιβλία, πoίηση, πεζό, βιβλία για παιδιά και vέoυς. Ασχoλήθηκε επίσης με τηv κριτική βιβλίoυ, και τo χρovoγράφημα.
Θεωρεί ότι δεν έχουμε πάψει ως λαός να διαβάζουμε λογοτεχνικά βιβλία, αλλά για την Ποίηση φοβάται «….ότι πράγματι, έχουμε πιο πολλούς ποιητές, παρά αναγνώστες της Ποίησης».
Βιβλία της έχoυv μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στη Γαλλία, Ουγγαρία, Γερμανία, Σλoβεvία, Βoυλγαρία, Σλoβακία, Πορτογαλλία, Ρουμανία και ΦΥΡΟΜ.
Τιμήθηκε επανειλημμένα με το Κρατικό Βραβείο λογοτεχνίας και με  άλλα βραβεία και διακρίσεις. Η βράβευση επισημαίνει είναι «…. καταξίωση, αν και μεγαλύτερη ικανοποίηση δίνει η αναγνώριση από το κοινό σου…»
Είvαι μέλoς της Διεθvoύς Εvωσης Κριτικώv Λoγoτεχvίας, της Εταιρείας Ελλήvωv Συγγραφέωv Ελλάδας και Κύπρoυ, τoυ ΠΕΝ, τoυ Συvδέσμoυ Παιδικoυ Βιβλίoυ και διετέλεσε μέλoς της Διεθvoύς Κριτικής Επιτρoπής Λoγoτεχvικoύ Βραβείoυ Νoηστατ τoυ Παvεπιστημίoυ της Οκλαχόμα.

Για μας,  η παραχώρηση αυτής της ιδιαίτερης συνέντευξης αποτελεί τιμή. Η κα Έλλη Παιονίδου, μοιράζεται τις σκέψεις της μαζί μας και απαντά στις ερωτήσεις μας με ένα λιτό αλλά παράλληλα ουσιώδη λόγο. Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε είναι ένα ευχαριστώ στην μεγάλη Συγγραφέα της Κύπρου.


1.     Κυρία Παιονίδου, ξεκινήσατε να γράφετε σε νεαρή ηλικία. Αν δεν κάνω  λάθος το πρώτο σας βιβλίο εκδόθηκε το 1964 : Παλάμη Ανοιγμένη στον ήλιο, ποιητική συλλογή. Από τότε έχει περάσει μισός αιώνας. Παρ΄ όλο που σπουδάστε  Οικιακή Οικονομία ασχοληθήκατε κύρια με την συγγραφή; Ήταν το όνειρό σας; Ή προέκυψε στην διαδρομή της ζωής;
          Το πρώτο κείμενό μου ουσιαστικά ήταν μια ιστορία για παιδιά που την έγραψα στα 15 μου χρόνια και μεταδόθηκε στο τότε ραδιόφωνο της Κύπρου. Ναι, το όνειρό μου ήταν να γράφω, αλλά και ο γάμος μου με ένα λάτρη (αλλά και εργάτη) της λογοτεχνίας αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για την εξέλιξή μου.

2.     Σε ένα από τα ποιήματά σας, συγκεκριμένα στο: ΔΕΝ ΓΡΑΦΕIΣ ΠΟIΗΣΗ ΠIΑ αναφέρετε χαρακτηριστικά: Δεv γράφεις πια/ Oπως: δεv είσαι εκείvη πια. Να θεωρήσουμε ότι αναφέρεστε στην τωρινή κατάσταση μιας ποιήτριας που εξαντλημένη πια από τον κάματο της συγγραφής, από την ίδια της την διαδρομή, ανήμπορη κοιτά «ασθμαίνοντας» να περνά ζωή αδυνατώντας να την αποτυπώσει σε στίχους; Εσείς κυρία Παιονίδου πότε θεωρείτε ότι ένας συγγραφέας ποιητής θα πρέπει να σταματά να γράφει; Πρέπει να γράφει ακόμα και όταν δεν έχει κάτι ουσιώδες να πει;
   Ο κάθε συγγραφέας μπορεί μόνος του να κρίνει το πότε θα σταματήσει να γράφει. Κι είναι ίσως καλύτερα να το διαπιστώσει ο ίδιος προτού το διαπιστώσουν άλλοι. Αν ρωτάτε εμένα προσωπικά, γράφω ακόμα, κυρίως ποίηση, αλλά δύσκολα δημοσιεύω.

3.     Ξεσκόνισα ένα από τα  αδημοσίευτα ποιήματά σας το: Η ΓΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΦΕΛΗΣ. Αλήθεια κυρία Παιονίδου ένα τόσο τρυφερό ποίημα πως προέκυψε; Μια απλή καταγραφή σχετικής εικόνας ή κάτι πολύ πιο ουσιαστικό; Θα θέλατε να αναφερθείτε;
Πως  μπορεί κανείς να περιγράψει την διαδικασία της έμπνευσης; Η γατούλα αυτή ήταν πολύ συγκεκριμένη, οι επεκτάσεις όμως έγιναν με ποιητική αδεία…….

4.     Διαβάζοντας ποιήματά σας προσπαθώ να καταλάβω αυτό που εκπέμπουν για εσάς. Δηλαδή μια ποιήτρια τρυφερή, ρομαντική, γλυκιά. Σίγουρα διακρίνω και κάποιες άλλες παραμέτρους, κάποιες άλλες αποχρώσεις της ζωής. Εσείς πως θα μπορούσατε να χαρακτηρίσετε τον εαυτό σας.  Έχετε μεγαλώσει και έχετε ωριμάσει παράλληλα;
Αυτό είναι δύσκολο, λυπάμαι. Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω  τον εαυτό μου. Ίσως η ποίησή μου μιλάει για μένα.

5.     Διαβάζω συχνά ότι ένας καλό ποιητής για να γράψει ένα καλό ποίημα θα πρέπει πρωτίστως να έχει απομονώσει τον εαυτό του, με ότι συνεπάγεται αυτή η προσέγγιση, με ότι προεκτάσεις και εάν της δώσουμε; Εσείς πως εμπνεόσασταν στη συγγραφή των ποιημάτων σας. Ποιες ήταν οι πηγές από τις οποίες αντλούσατε ποιητικές πληροφορίες και γίνονταν στίχοι;
Εξαρτάται  από τη στιγμή, από τις εξωτερικές  συνθήκες αλλά και από την εσωτερική ψυχοσύνθεση  του Ποιητή. Υπάρχουν στιγμές που οι κεραίες του Ποιητή είναι σε υπερδιέγερση και «ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΕΝΑ ΣΤΑΧΤΟΔΟΧΕΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΙΗΜΑ» (αναφορά σε κάποιο παλιό ποίημά μου ).

6.     Υπήρχε μέντορας στη συγγραφή. Επηρεαστήκατε από κάποιους συγγραφείς ή ποιητές στο έργο σας;
Αναμφίβολα. Μήπως υπάρχει συγγραφέας που δεν επηρεάστηκε από κάποιους άλλους;

7.     Είστε πολυγραφότατη. Εκδώσατε πάνω από τριάντα βιβλία. Ποια συναισθήματα σας καταλάμβαναν κάθε που μια δουλειά σας, έφτανε στο τέλος και έπαιρνε τον δρόμο για το τυπογραφείο;
Έχω  γράψει πολλά βιβλία, κυρίως Πρόζα και ειδικά για τα παιδιά, που για μένα ήταν σαν παιχνίδι ανάπαυσης. Όχι όμως και τόσες πολλές ποιητικές συλλογές. Για την ποίηση με διακατέχει ένα δέος. Υπάρχει πάντοτε μεγάλη χαρά  όχι τόσο όταν φεύγει το βιβλίο για το τυπογραφείο όσο όταν έρχεται, με το άρωμα του φρέσκου μελανιού, με την έκπληξη για το εξώφυλλο και τα στοιχεία. Αυτές τις μέρες διαβάζω ένα βιβλίο του Ιάπωνα συγγραφέα Γιασουνάρι Καουμπάτα. Λέει λοιπόν κάπου, ο πεπειραμένος αυτός κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, σαν συμβουλή σε νέους συγγραφείς.: « Δημοσιεύσετε κάτι που γράφετε σ΄ ένα έντυπο, όποιο και να΄ ναι. Είναι τελείως διαφορετικό από το χειρόγραφο, και θα εκπλαγείτε το πόσα θα σας μάθει…»

8.     Η κάθε αρχή μέσα στο σπέρμα της κυοφορεί/ ένα μικρό σκληρό Άγγελο του θανάτου…. Στίχοι από το ποίημα : ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ. Κάθε αρχή είναι τόσο δύσκολη, τόσο δραματική στη ζωή του ανθρώπου; Εσείς πως ενεργούσατε κάθε που κάνατε μια καινούργια αρχή;
Η κάθε αρχή, η κάθε γέννα δεν φέρνει μέσα της ένα υποβόσκοντα θάνατο; Αλλά ας μη μεμψιμοιρούμε και ο κάθε θάνατος φέρει μέσα του μια νέα αρχή. Η ανακύκλωση της ζωής. Μπορεί να φιλοσοφώ, αλλά είμαι αισιόδοξη, αγαπώ τη ζωή.  

9.     Σκεφτήκατε ποτέ να αλλάξετε τον κόσμο; Αν είχατε αυτή την δύναμη, θα προσπαθούσατε ή ο κόσμο όλος ο κόσμος μας, ο κόσμος σας έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα πρέπει να μας ικανοποιούν; Τι θα αλλάζατε;
Θα άλλαζα την αντιμετώπιση της φύσης από τον άνθρωπο. Να γινόταν ο άνθρωπος πιο τρυφερός προς το περιβάλλον του και εννοώ ολόκληρο το Σύμπαν, ζώα, φυτά, τη γη, τη θάλασσα……. ακόμα και τους πλανήτες. Λίγο περισσότερο σεβασμό. Δεν είμαστε οι άρχοντες του σύμπαντος, είμαστε ένα μικρό κομματάκι του….

10.                         Αυτό που εισπράττω εγώ είναι μια απέραντη πίκρα. Λες και κάποιος να ποτίζει με δηλητήριο τη γη και αυτή να αναδύει βάσανα, καημούς, θρήνους. Πόσο σας θλίβει αυτή η κατάσταση; Δεν είναι και η πατρίδα μας η ΚΥΠΡΟΣ μέρος αυτής της παγκόσμιας πίκρας;
Η πίκρα για τη μοίρα της μικρής Πατρίδας  είναι πάντα εκεί. Γεννηθήκαμε, ανδρωθήκαμε, γερνάμε με το πρόβλημα ανοικτό σαν πληγή. Πώς να μη μας πικραίνει; Αλλά και η πίκρα για τα κακά που βασανίζουν τους ανθρώπους και που έρχονται καθημερινά στο σπίτι μας μέσω της τηλεόρασης, η πείνα, οι κλιματικές αλλαγές, οι αρρώστιες, οι πόλεμοι ….

11.                        Παρακολουθείτε την σύγχρονη ποίηση της Μεγαλονήσου; Διακρίνεται ότι υπάρχει λόγος που μπορεί να προσεχθεί; Υπάρχουν νεαροί ποιητές και ποιήτριες που μπορούν να τραβήξουν μακριά το κουπί της;
Δεν έχω πολύ μεγάλη πρόσβαση στην νεώτερη ποίηση. Γνωρίζοντας όμως την ποίηση των συνομηλίκων μου και των παλαιότερων είμαι σίγουρη ότι μπορούν άνετα να τραβήξουν το κουπί που λέτε. Και από κάποιες αποσπασματικές γεύσεις της ποίησης των νέων μας πιστεύω ότι η ποίηση αυτή είναι ζωντανή και πάλλουσα, κάτι το πολύ παρήγορο στις αντίξοες συνθήκες που περνάμε.

12.               Στην διάρκεια της συγγραφικής σας προσπάθειας/ καριέρας σίγουρα δεν θα ήταν όλα ρόδινα, όλα σπαρμένα με δάφνες. Υπήρχαν στιγμές που σας έκαναν να  θυμώσετε, να βασανιστείτε και να δώσετε ένα τέλος;. Στην πορεία σας αυτή τι εμπόδια συναντήσατε; Πως μπορέσατε να τα υπερπηδήσετε; Υπάρχουν ιστορίες που θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Οι δυσκολίες υπήρξαν, ιδίως στα πρώτα χρόνια. Οικονομικές κυρίως, γιατί έπρεπε να εκδίδουμε με δικά μας έξοδα τα ποιήματά μας. Αυτό  όμως, όπως βλέπετε και εσείς, δεν εμποδίζει τους νέους ποιητές να γράφουν. Και ευτυχώς στην εποχή μας, υπάρχει το διαδίκτυο που προσφέρει δωρεάν φιλοξενία σε χιλιάδες συγγραφείς.

13.               Έχετε περάσει στην 7η δεκαετία της ζωής σας. Παιδιά, εγγόνια. Η ζωή συνεχίζεται; Αντέχεται στις σκέψεις της απουσίας, της απώλειας. Αναγκαία κακά; ή κρίκοι σε αλυσίδα που λέγεται ζωή;
Καλά τα λέτε. Ήδη έχουμε χάσει δεκάδες φίλους αγαπημένους, συγγενικά πρόσωπα. Η νομοτέλεια της ζωής. Το δέχεσαι, δεν το δέχεσαι τι μπορείς  να κάνεις;

14.               Όταν ρωτώ κάποιον ποιητή εάν ξεχωρίζει κάποιο από τα ποιήματά του μου απαντά: Όλα τους είναι παιδιά μου….. Εσείς θα ξεχωρίζατε κάποιο ή κάποια συλλογή με την οποία είσαστε ενωμένοι άρρηκτα;
Θα έλεγα τη συλλογή μου «ΚΛΕΨΥΔΡΑ». Θα σας τη στείλω ψηφιοποιημένη. Αλλά καλά σας λένε οι ποιητές. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.

15.               Έχετε βραβευτεί κατ΄ επανάληψη. Πως λειτουργεί μια τέτοια επιτυχία στην ζωή σας. Είναι η δύναμη που θα δώσει μια καινούργια ώθηση στη γραφή;
Σίγουρα και είναι και μια καταξίωση, αν και μεγαλύτερη ικανοποίηση δίνει η αναγνώριση από το κοινό σου. Μη ξεχνάτε το πόσο μοναχική είναι η δουλειά του συγγραφέα.

16.               Παρ΄ όλο που γράφονται πολύ καλά ποιήματα, υπάρχει η βεβαιότητα ότι το αναγνωστικό κοινό δεν τα διαβάζει και …αδιαφορεί. Μάλιστα εδώ στην Κύπρο η κατάσταση με την αναγνωσιμότητα ποιητικών συλλογών μάλλον είναι πολύ αρνητική. Ποιοι πιστεύετε ότι είν, αι οι λόγοι;
Έχω την εντύπωση ότι αναλογικά δεν διαβάζουμε λιγότερο από όσο οι άλλοι λαοί. Μη ξεχνάτε ότι είμαστε μια γειτονιά του Λονδίνου, πληθυσμιακά. Στη Δημοτική βιβλιοθήκη που πηγαίνω, βλέπω πολύ κόσμο, κυρίως γυναίκες που δανείζονται βιβλία, Πρόζα, Μυθιστόρημα κυρίως. Όσο για την Ποίηση, φοβάμαι ότι πράγματι, έχουμε πιο πολλούς ποιητές, παρά αναγνώστες της Ποίησης.
    
        17.  Και εάν η κοινωνία έχει τελματώσει στα προβλήματά της, πως ο ποιητής μπορεί να βοηθήσει; Να γίνει δεκανίκι, μπαστούνι να γίνει φωνή και ανάσα;
Δεν νομίζω ότι ο ποιητής έχει τόση δύναμη για να γίνει δεκανίκι. Η Ποίηση όμως, η μεγάλη Ποίηση, είναι παρηγοριά για όσους την αναζητήσουν.

18.                 Κυρία Παιονίδου, θα ήθελα να σας ρωτήσω για τον ορισμό που δίνεται στην ποίηση εσείς; Επιδρά στη ζωή και στη ψυχή σας;
Το απάντησα στην προηγούμενη ερώτηση. Η μεγάλη ποίηση μπορεί να σου βγάλει φτερά.

Επιτρέψτε μου μια συμβουλή προς τους νέους κυρίως. ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ. Ποίηση, Πεζογραφία, Ιστορία, οτιδήποτε γράφεται με λέξεις. Διαβάζετε Ελληνικά, μη ξεχνάτε τη γλώσσα μας, είναι η Ταυτότητά μας.

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΡΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ.

ΕΛΛΗ ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ

Το ποίημα που χάθηκε / Παιονίδου Έλλη


Μου ξέφυγε στους λαβύρινθους του διαδικτύου
Καθώς περιφερόμουνα σε άγνωστους
Και σαγηνευτικούς δικτυοτόπους.

Τώρα ποιος ξέρει πού περιπλανάται
Δίχως περιβολή κι αχτένιστο
Δεμένο χειροπόδαρα με ακτίνες Χι
Και Ρω κι υπεριώδεις και υπέρυθρες.

Σε ποια αστέρια κι αστεροειδείς
Πλανήτες και απλανείς
να βρήκε, το φτωχό μου, καταφύγιο;

Έτσι κι αλλιώς, εγώ για δεύτερη φορά
Θα σε πενθήσω, φίλε μου,
Γιατί το ποίημα που χάθηκε
Προοριζόταν για μνημόσυνο.

Θα προσπαθήσω όσο μπορώ
Αυτό το ποίημα που χάθηκε
να το αναστήσω από μνήμης.

Προοριζόταν για μνημόσυνο.
Μνημόνευα στιγμές ανεπανάληπτες
Που εγώ για δεύτερη φορά τις έχασα.
Και που πλανώνται τώρα στις ιστοσελίδες.

Θα προσπαθήσω ν’ αναστήσω
Το ποίημα που χάθηκε στους λαβυρίνθους
Του Είναι και του Τίποτα.

Θα ‘τανε κάτι σαν ανάσταση για σένα, φίλε μου.

ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΙ / Παιονίδου Έλλη




Το κοίταξα σε μια ρωγμή  να ξεφυτρώνει
λοξά στο πεζοδρόμιο κι αθώα
να μου χαμογελά
λάμποντας, με το κίτρινο σκουφί.

Θυμήθηκα. Αυτές ήταν οι εξοχές μας,
πάει μισός αιώνας.
Κατάλευκο χαλί  το χαμομήλι
κι εμείς  γεμίζαμε  μοσχοβολιά
χούφτες , ποδιές και τσέπες.

Τρέχαμε στην καλή γιαγιά με τη συγκομιδή.
Ένα φιλί η ανταμοιβή και το άπλωνε
στον αλανιάρη ήλιο να ξεράνει,
σε  γυάλινα ύστερα δοχεία  να το φυλάξει.
Πονόλαιμο, στομάχι, γιατρικό μαλακτικό.

Και απορώ. Πώς επιβίωσε ο σπόρος του
(τσιμέντα, καυσαέρια,  λογής στραγγαλισμούς)
κι ήρθε ν’ ανοίξει τον στεγνό

κρουνό της ποίησης μου; 

ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ / Παιονίδου Έλλη






Τι να σας έλεγε ο φωτογράφος
που αποτυπώθηκε στο έκπληκτο βλέμμα
και στο αχνό μειδίαμα;
Κι εσύ ακόμη,
νήπιο δυο χρονών ανάμεσα τους,
με πόση σοβαρότητα προσέχεις, τι;

Τα χέρια της μητέρας δυο κισσοί
γύρω στο τρυφερό κορμί σου.
Ριγέ σακάκι σταυρωτό,
κοντούτσικα μανίκια, ο πατέρας.

Μα, τι αλήθεια να σας έλεγε
και τον ακούγατε με τόση ευλάβεια
βάζοντας κατά μέρος πόλεμο και κακουχίες;

Παράπονο δεν έχω από τον φωτογράφο.
Ώρα καλή του εκεί που βρίσκεται κι αυτός.
Άφησε έργο κι όνομα στην κάτω δεξιά μεριά.
Το μόνο μου παράπονο,
είναι που δεν θα μάθω
τι μυστικό σας έλεγε που πήρατε μαζί σας;