Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει,
οσμή θανάτου στην πατρώα γη.
Το στήθος μας μια κάννη αντικρίζει.
«Ρίξε ρε μάνα την ύστατη σπονδή»
Κι ηχούνε απ΄ το πέρα οι φωνές τους,
μικρών ηρώων, ρόγχοι κρεμαστοί.
Στους ουρανούς σημαίες οι ζωές τους.
Στο βάθος σβήνει κάπως η γραμμή.
Την κάμανε εθνάρχες, δραγουμάνοι,
Βιγλάτορες, μουχτάρηδες, σοφοί.
Στης ιστορίας το ξεδιάντροπο σεργιάνι,
ξεχάσαν να την βάψουν με σταχτί.
Φορούν τη βέρα σ΄ ένα γάμο στείρο
κι αφήνουν τη προίκα καταγής.
Πριν έρθει καταιγίδα θες να γείρω
και να δηλώσω διπλής υποταγής.
Ποιος κρύβει την πατρίδα στο σκοτάδι;
Ποιος υπογράφει σε λευκό χαρτί;
Ποιος συνοδεύει την Κερύνεια στον Άδη;
Την Μόρφου ποιος κρεμάει με σχοινί;
Στης Αμμοχώστου το βουβό λιμάνι,
οι Ερινύες έχουν τρελαθεί.
Ποιος βρίσκει την ελπίδα ποιος την χάνει.
Κόκκινη γίνεται η πράσινη γραμμή!
Και συ μητέρα στέκεσαι χαρμάνι!
Με το τσεμπέρι στ΄ άσπρα σου μαλλιά.
Το μίσος σου δεν έχει ξεθυμάνει.
Το θάρρος σου βουτάει στην καρδιά.
Να δώσεις ένα τέλος στη ελπίδα.
«Τούτη η ελπίδα χάθηκε νωρίς»
Στα κατεχόμενα, η μισή πατρίδα.
Το ύμνησε του κόσμου ο ποιητής.
Για πιάσε το σφυρί και τη σκαπάνη.
Για πιάσε άμμο και νερό.
Στης Μεσαριάς τον κάμπο με δρεπάνι,
ζήσε μες της αγάπης τον χορό.
Και δέσε την πατρίδα σου στη ζώνη.
Όλη η πατρίδα σου είν΄ η ζωή.
Σιτάρι γίνε σ΄ απέραντο αλώνι,
για να σβηστεί η πράσινη γραμμή!
Κι αν την γραμμή αρνούνται οι αχρείοι.
Μη λες ξανά πως θα περάσουμε.
Κι άμα σου πουν κοφτά « Αιδώς Αργείοι»
Και την ζωή μας να θυσιάσουμε.
Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει,
μοιράζει της πατρίδας την καρδιά.
Της λευτεριάς το άρωμα μυρίζει.
Μα είναι καρφωμένη με σουγιά.
Με μια πνοή το χρώμα της διαγράψτε.
Με μια φωνή στον κόσμο ν΄ ακουστεί.
Με δάδες το κορμί της όλο κάψτε.
Κι ύστερα ενώστε τη δική μας γη.