Τρίτη 30 Μαΐου 2017

[Ετοίμασα τον τάφο ...] / Τιμοθέου Ανδρέας

Ετοίμασα τον τάφο
όπως ετοίμαζα κάποτε το τραπέζι της Κυριακής.
Έβαλα λουλούδια στα βάζα,
καθάρισα με ευλάβεια τις μαρμάρινες πλάκες
και πέρασα με καθαρό πανί
τις γυάλινες επιφάνειες.
Αυτό ήταν το τελετουργικό…
Οι πορσελάνες της γιαγιάς, έγιναν μάρμαρα
και τα κρυστάλλινα ποτήρια, δυο γυάλινοι άγγελοι
προσκέφαλο των κεκοιμημένων.
 Σε λίγες μέρες, η Αγία οικογένεια
θα μαζευόταν για τελευταία φορά,
θα τρώγαμε το σώμα του παππού.
Ο τάφος έγινε το τραπέζι μας
κι από δω και μπρος
μόνος του ο καθένας μας
θα κατάπινε την Κυριακή του.

ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΩΝ ΛΙΓΩΝ


Αν το να είσ' ειλικρινής σε κάνει κι υποφέρεις
τον εαυτόν σου μην μισείς μα μάλλον να συγχαίρεις!
Αν το να είσ' ευαίσθητος συνέχεια σε πληγώνει
αυτό στα μάτια του Θεού να ξέρεις σε υψώνει!
Απόφαση σωστής ζωής και όχι πεπρωμένο
πέσ' το αν θες προνόμιο λίγων και μετρημένων!
Χριστοδούλου Θάλεια

[Η θάλασσα γέμισε...]΄/ Λαμπής Γιάννος

Η θάλασσα γέμισε γλάρους νεκρούς
Μια βάρκα μακελεύει τα κύματα
Μια κιθάρα ακούγεται από την παραλία
Το φεγγάρι βουτά στα νερά
Τ’ ακολουθώ στο βυθό.
Κάτω απ’ το νερό αναπνέει το τέρας
Του χαϊδεύω τα λέπια
Το καταπίνω
Κι αυτό με μαθαίνει να κλαίω
Και να σε ζω από μέσα μου.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΑ / Πανάγου Μαρούλλα


Μικρή η ευχαριστία
στην απεραντοσύνη των λέξεων
που μου χάρισες ΚΎΡΙΕ
Η δύναμη σου φώτιση
κι ορθάνοικτη η καρδιά,
μια μέλισσα που μάζεψε
την γύρη της αγάπης
Μες την κυψέλη του “ποιεί ν,”
κερήθρα χαρισμένη στην ψυχή .
Όπου είν' μονάχο ένα κερί
μιας θείας προσφοράς
κι ευχαριστίας .
Μαζί με μύρο αμαρτωλό
των γήινων παθών μου
γονατιστή στα πόδια σου θα χύσω
Να τα ξεπλύνω ταπεινά
Και η παράκληση
που την γαλήνη εκλιπαρεί
το φως το ιλαρό
Την “δόξα σι”προσμένει
αργά, πονετικά ,
σαν άγγελος τον ύμνο σου θα λέει
“Φώτισαν με ΚΎΡΙΕ ότι σύ ο Θεός μου “
.
Μαρούλλα Πανάγου

[Δεν πονώ ...] / Ανδρέου Ειρήνη

Δεν πονώ για τις μεγαλοπρεπείς κηδείες
των γερόντων αρχόντων.Σπαράζω για
τα άταφα κορμάκια των ερειπίων
 που τα κομμάτιασαν οι
άρχοντες 
ενώ παίζανε με τις κούκλες τους
για να ζήσουν τα δικά τους παιδιά των παλατιών .....
"Και δώσ' του ,τους κουρδίζουν οι μεγάλοι
και οι δουλειές στα οπλοστάσια μεγαλώνουν.
Η κατανάλωση του αίματος απίστευτα μεγάλη
και οι κανίβαλοι όσο πάνε δυναμώνουν..
Αφού χορτάσουν από σάρκες κι από αίμα
φορούν την μάσκα δήθεν του καλού
κι ανακοινώνουν - τι μεγάλο ψέμα -
λύση θα ψάξουν εις το πρόβλημα να βρουν.
Κι ενώ θρηνούνε χήρες κι ορφανά
κι η δυστυχία φτάνει στο ζενίθ της
στα ισοπεδωμένα απ' τον πόλεμο χωριά
σπαράζει η μάνα κι η ηχώ απ' την κραυγή της
κτυπά και χάνεται σε πύργους αψηλούς
όπου μοντέρνα κτήνη με γραββάτες ακριβές
διοργανώνουν με συμπόσια και χορούς
συνομιλίες που δεν τέλειωσαν ποτές.
μα αν επέλθει η ειρήνη τελικά
κάπου αλλού θα στρέψουνε το βλέμμα..
και στην ανάγκη έφτιαξαν πυρηνικά..
"τρανή" εφεύρεση!!! Σ ' όλα θα θέσει τέρμα"....
Απόσπασμα από το ποίημα μου "Πολιτισμός"
του βιβλίου μου " Της ψυχής μου τα κομμάτια "
που το έγραψα νεαρή , αντί για έρωτα
γιατί πιο πολύ αγάπησα τα παιδιά..
και μίσησα το άδικο και την βία ..
Γέρασα κι ακόμη γράφω για τα παιδιά
τα πεινασμένα τα αδικημένα τα σκοτωμένα
ανακυκλώνοντας τις φράσεις .....
κι οι κούκλες των παιδιών των ερειπίων
κείτονται χάσκοντας στον ουρανό
καρτερώντας το παραμύθι τους το ατέλειωτο..
κι η Κύπρος κι η Πόλη " "πάλι με χρόνια με καιρούς"...........
ένα παραμύθι ατέλειωτο κι αυτό... ΩΣ ΠΟΤΕ ;

παρουσίαση του Ανθολογίου Χαϊκού απόσταγμα του Α ' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΧΑΙΚΟY

Την 1η Ιουνίου 2017 ημέρα Πέμπτη, στις 8 μμ, στο σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα θα γίνει η παρουσίαση του Ανθολογίου Χαϊκού απόσταγμα του Α ' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΧΑΙΚΟY που προκήρυξαν οι Πνευματικοί Ορίζοντες Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού και η εκδήλωση απονομής των βραβείων και επαίνων.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Λόγος περί των πολλών ποιητών και των πολλών ποιήσεων

  γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

    Ο ποιητής Γιώργος Παυλόπουλος σε ομιλία του στην εκδήλωση τού περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» πού έγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της  Κύπρου» στις 8-12-1997, είπε πως είχε γράψει το παρακάτω χαϊ-κού:

Όλοι χωράμε
Οι ζωντανοί και οι νεκροί
Σ΄ ένα ποίημα.

   εννοώντας προφανώς ότι η τέχνη της ποιήσεως  μπορεί να υπηρετηθεί από όλους τους ανθρώπους και πως χωράει μέσα της ολόκληρη η «μνήμη του κόσμου»

    Αναφέρομαι δε σχετικά με παρακάτω λόγια,  γιατί αισθάνομαι άσχημα όταν διαβάζω να γράφεται σε διάφορους ποιητικούς τόπους του διαδικτύου αλλά και στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πως,  οι ποιητές έγιναν πολλοί, με τέτοιο τρόπο όμως που να υποδηλώνει με στόμφο ότι θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότεροι, στοχοποιώντας ουσιαστικά τους αδυνάτους στη τέχνη της γραφής και εξαιρώντας αυτούς (ζωντανούς και νεκρούς) που είτε έχουν καταξιωθεί ως ιερά τέρατα της ποιήσεως, οπότε κανείς μα κανείς δεν μπορεί να τους πιάσει στο στόμα του και να πει και μια δεύτερη κουβέντα ( πέθανε ένας καλός ποιητής, κατά το όμοιο: πάει ένας καλός άνθρωπος, ήταν ένας  καλός άνθρωπος) είτε έχουν ανεβεί το δρόμο του Γολγοθά, έχουν σταυρωθεί και τώρα οι Ποιητικές τους Συλλογές βρίσκονται στα δεξιά του πατρός της Ποιήσεως.
       Και ενώ με ασάφεια προσδιορίζεται από ετεροδημότες αυτής της τέχνης, η κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που έχουν το δικαίωμα στο χτίσιμο ποιημάτων, δεν συγκεκριμενοποιείται αυτή η κατηγορία. Έχουν λοιπόν δικαίωμα ποιήσεως οι χτίστες, οι σοβατζήδες, οι καλουπατζήδες, οι σιδεράδες, οι απλοί εργάτες και γεωργοί ή μόνο οι διδάκτορες Πανεπιστημίων, φιλόλογοι, φιλόσοφοι, διάσημοι αστέρες του χώρου του θεάματος, τραγουδοποιοί και γενικά αυτοί που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο της γλώσσας; Ή τελειώνοντας θα αναγνωρίσουμε αυτό το δικαίωμα σε όλους μα όλους τους ανθρώπους; Αλλιώς,  γιατί να αναφερόμαστε σε πολλές ποιήσεις σε εκείνους που δεν γεννήθηκαν ποτέ ή σε εκείνους που χαθήκαν, σκοτώθηκαν, εξαφανιστήκανε;
      Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε εκείνους που ασχολούνται με τον αθλητισμό. Δεν θα μπορεί κανείς να ασχοληθεί πλην εκείνων που η επιστήμη θα δικαιώσει την αξία τους και θα μπορούσαν να γίνουν πρωταθλητές. Τότε όμως, τότε πως θα μπορούσε να σταθούν όλα αυτά τα πρωταθλήματα, όλες αυτές οι κατηγορίες αθλημάτων όπου δεκάδες νέοι, γέροι και παιδιά ασχολούνται με το σώμα τους, ώστε να στεγαστεί εκτός  από τον απαίδευτο νου και η ματαιοδοξία τους. Αθλούνται,  καταναλώνοντας τον προσωπικό ελεύθερο τους χρόνο και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή που η προσπάθειά τους θα αμειφθεί  με μία ανώτερη κατηγορία, με μία πρωταγωνιστική θέση, με ένα μετάλλιο. Και ενώ λοιπόν όλοι έχουν το δικαίωμα να αθλούνται λίγοι θα ξεχωρίσουν και ελάχιστοι, οι καλύτεροι, οι μέγιστοι, οι άριστοι θα οδηγούν μπροστά. Μήπως,  κάπως έτσι,  θα πρέπει να δεχτούμε και την ενασχόληση των ανθρώπων με την ποίηση;
       Στη νέα εποχή, τουλάχιστον στην επικοινωνία που ξημέρωσε και συνεχώς βελτιώνει τις επαφές των ανθρώπων, θα πρέπει να έχουμε τη θέληση και να μπορούμε να ακούμε και να διαβάζουμε τον καθένα. Άλλοι θα γράψουν καλά, κάποιοι καλύτερα και άλλοι, ίσως οι εκλεκτοί και προικισμένοι με εκείνο το χάρισμα του θεού, που αντί για δάκτυλα θα έχουνε πέννες και οι άλλοι που η σκληρή εργασία θα τους καταστήσει μπροστάρηδες, θα συνθέσουν τα άριστα, τα καλύτερα, τα ιερότερα των ποιήσεων. Πριν από χρόνια με είχε απασχολήσει και εμένα προσωπικά το θέμα, αναρωτηθείς: «μα καλά τι χρειάζονται τόσοι ποιητές» και μάλιστα το είχα συζητήσει και με ορισμένους άλλους συνοδοιπόρους.  Με τη σκέψη αυτή όμως,  χωρίς να το επιθυμούμε χτίζαμε, ανεπίτρεπτο φυσικά, τοίχους και φράχτες. Σήμερα η σκέψη αυτή έχει διαγραφεί  οριστικά από το αλφαβητάρι της ποίησης.

Αν η ποίηση λοιπόν,
είναι μία έκρηξη συναισθημάτων,
εάν η ποίηση είναι ένα όνειρο,
εάν η ποίηση είναι η ζωή των τεσσάρων εποχών,
εάν η ποίηση είναι γνώση,
εάν η ποίηση είναι έρωτας και πόνος,
εάν η ποίηση είναι ανάγκη,
είναι ομορφιά μα και ασχήμια,
είναι το θελκτικό μα και η αποστροφή,
είναι το αληθινό μα και το ψεύτικο,
είναι ο πόλεμος μα και η ειρήνη,

ποιος θα μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά, πως αυτός ή εκείνος, πως αυτοί αλλά και οι άλλοι δεν έχουν δικαίωμα να προσπαθήσουν να γίνουν ποιητές, να εκφραστούν και να εκθέσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις δράσεις του εγώ τους, τη ζωή τους, μέσα από το κατανοητό και το ακατανόητο.

  Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε πως : «Η  ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.» και πως «είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα»
Ο Κώστας Καρυωτάκης είπε: «Η Ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
Ο Κώστας Μόντης αναρωτήθηκε: «Αφού δεν είπες τίποτα κύριε ποιητή, γιατί ενόχλησες τις λέξεις;»
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες επισήμανε: « Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας»

Και δεκάδες άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών τόνισαν την αναγκαιότητα των ποιητών και της ποίησης, που θα ήταν αδύνατο να αναφέρουμε στις λίγες αυτές σελίδες αυτής της ανάρτησης.


    Ας αφήσουμε λοιπόν τους απλούς κτίστες αυτού του κόσμου να γράφουν ποιήματα, σε μια προσπάθεια να βρούνε το καταφύγιό τους. Αν η προσπάθεια δεν έχει το τέλος που θα προσδοκούσαν και πεθυμούσαμε μπορούμε να ρωτήσουμε γιατί ενοχλήθηκαν οι λέξεις. Να είστε όλοι σίγουροι, πως στο τέλος η θάλασσα θα ξεβράσει κάθε τι άσχημο και πως θα αφήσει επάνω της να πλέουν,  στα καταγάλανα νερά της τα ωραιότερα και οι σπουδαιότεροι. 

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Τα σπίτια στην Αμμόχωστο


Έτσι που απόμειναν τα σπίτια μας, σαν αταξίδευτα φεγγάρια 
μόνο οι λέξεις μας τ’ αναγνωρίζουν 
σπίτια που βλέπεις μόνο τη φωνή τους, να την παιδεύει ο άνεμος

Βροχή, αέρας, έρωτας
λέξεις υπόλογες στους ίσκιους των σπιτιών μας
Πόσες φορές ανοίξαμε τα σπίτια μας στις λέξεις
Αφήνοντας τα ρήματα να σ’ αγκαλιάσουν
αισθάνεσαι το αμετανόητο της ομορφιάς τους
να έχεις κάτι να περιμένεις, έστω την ίδια τη συγγνώμη σου
κι αυτή ανάσα σου είναι
κι ας είναι ενοχλητική
βαριά σαν πέτρα
Ποιος πήρε τις λέξεις μας;
Από ποιο παράθυρο έφυγε η θάλασσα;
Έτσι να τρικυμίζει η ελευθερία
Να μην περνιέται για ευλάβεια…

.
.

Μαρία Κωνσταντινίδου – Δημητρίου

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Κατά Μέτωπον του Κωνσταντίνου Στυλιανού

Βλέποντας την ημερομηνία κυκλοφορίας του CD  "κατά μέτωπον" (2012) του Κωνσταντίνου Στυλιανού, αναρωτιέμαι πόσες αξιόλογες συλλογές τραγουδιών δεν θα ακούσω ποτέ. Και δεν θα ακουστούν γενικότερα, ούτε θα προβληθούν κατά το πως τις αξίζουν. Ίσως γιατί οι καλλιτέχνες που συνθέτουν τέτοιου είδους ακούσματα είναι μακριά από τις επιταγές του σύγχρονου συστήματος που προωθεί το ευτελές και το εύπεπτο. 
Δεν ξέρω εάν εγώ που είμαι απλός ακροατής θα μπορούσα να κατατάξω το άλμπουμ στην ροκ σκηνή, ο ήχος όμως που ακούγεται οδηγεί την σκέψη μου εκεί. Απαλά ροκ, ακούσματα καλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο ένα ριζοσπαστικό στίχο που περιγράφει με ουσιαστικό πρωτόγνωρο τρόπο τους αγώνες του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση και ελευθερία, για μια Κύπρο Ελληνική. 
Ο καλλιτέχνης δεν χαρίζεται. Με εύστοχο λεξιλόγιο που πολλές φορές ξενίζει καθώς χρησιμοποιούνται λέξεις σκληρές, ουσιαστικά αντιποιητικές, κατορθώνει να δώσει τα μηνύματα που επιθυμεί και που είναι ο στόχος του. 

Το άλμπουμ περιλαμβάνει τα παρακάτω τραγούδια

  • Κατά Μέτωπον
  • Λευκωσία - Μπέλφαστ
  • Μαύρο Πουκάμισο
  • Οδικός Κώδικας
  • Για τα παιδιά μας
  • Ζήτω η Νίκη
  • Πατρώα γη 
  • Σαλπάραμε 
Εξαιρετικός ο πρόλογος με την μουσική του κομματιού "Κατά Μέτωπον" Ίσως κάνω λάθος αλλά είχα την αίσθηση ότι άκουγα Ιρλανδέζικη Μουσική. Ξεχώρισα άμεσα τα κομμάτια: Οδικός Κώδικας, για τα παιδιά μας και το Ζήτω η Νίκη. Το άλμπουμ κλείνει με το άριστο : Σαλπάραμε. 

Μπορείτε να ακούσετε τα τραγούδια του δίσκου πατώντας επί του παρακάτω συνδέσμου:



Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΣΜΥΡΝΗ σε στίχους του Κωνσταντίνου Κυπριανού / Σύνθεση και ενορχήστρωση Παναγιώτης Καλασούντας




Σκορπώ τον νου στα μακρινά
στην καταχνιά που σβήνει η δύση
η σκέψη μου ώς τις ακτές
θα ταξιδέψω το μυαλό
της Σμύρνης να κυλήσει ...
με δάκρυ απ'τα μάτια μου
να ρίξω φώς μές τις αυλές της να πλύνω τις πληγές της ..
και άς χαθώ στο όνειρο


Πάρε με πέρα θάλασσα
ώς στην αρχή της Σμύρνης
λίγο απ'τα σμυρνέικα
στην ομορφιά εκείνης
πάρε με πέρα θάλασσα
σ'άλλη εποχή , χρόνια και μήνες
την Σμύρνη να μαγέψω
τραγούδια να της κλέψω ..

Σκορπώ την μνήμη σαν βροχή να ξεδιψάσω τις στεγνές
και πάλι να το ζήσω ....
στιγμές μου εκείνες οταν θα βγεί η ανατολή το πιό πολύ θα το κρατήσω το όνειρο που έζησα
Κυπριανού Κ



Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Η Παραμυθία του Πανός: Ποιητική Συλλογή του Κωνσταντίνου Στυλιανού εκδοθείσα το 2014 (απόσπασμα)

ΨΥΚΤΙΚΟΙ ΘΑΛΑΜΟΙ 

Σας βλέπω στη μικρή οθόνη. Γελωτοποιοί νεκρικής
πομπής να κατουράτε τα μνήματα των ηρώων , στο
όνομα τιμητικής συντάξεως. Ασυγχώρητοι στην πλήρη
αποκατάσταση των πάντων θα είστε μόνο εσείς.


ΠΕΡΣΕΑΣ

Στο μαύρο της θάλασσας η μορφή της.
Μέδουσα, γοργόνα, γυναίκα.
Μια στιγμή μπορεί για πάντα το ψέμα να κρατήσει.

Στο άσπρο του ουρανού, ο ψεύτης αποτάσσεται την
αλήθεια.
Παιδί, έφηβος, στρατιώτης.
Η αλήθεια ελευθερώνει τη μορφή.

Στο κόκκινο της οθόνης ένας βράχος σμιλεύτηκε.
Βιβλίο, ήλιος, γροθιά.
Αίφνης, η περικεφαλαία του Άρη μας έκρυψε από υου
καταδότες.

Η Ιστορία συνάντησε το μισοφέγγαρο και ο Περσέας έκοψε
το κεφάλι της Μέδουσας.


ΤΟ ΘΡΑΝΙΟ 

Το θρανίο, τοίχος ηλικιακός, δυσκολεύει την ανάγνωσή μου.

Στα μάτια σου διαβάζω την απαξίωση και την αδιαφορία.
Το ανέφικτο της ζωής και το μάταιο της παράφορης
αναμονής αναπότρεπτου τέλους. Έμαθες ν΄ αντιγράφεις
τους μεγάλους.

Κι όμως, κάποιες ελάχιστες στιγμές, στο παιδικό σου
βλέμμα διακρίνω τη δίψα για αλήθεια να με πυροβολεί
στον κρόταφο.

ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ 

Το απορημένο βλέμμα των παιδιών μου στη θέα των
δικοινοτικών εναγκαλισμών οφείλεται στη γνώση της
ιστορίας της Φυλής τους.

Οι οραματισμοί του Εωσφόρου και άλλα Ποιήματα* : Ποιητική Συλλογή του Γλαύρκου Αλιθέρση Εκδόθηκε το έτος 1923 (Απόσπασμα))



[…] Μα ολύμπιο* να τραβάς στα γλαυκά* ύψη
ω κυπαρίσσι, ξέρω εσέ μονάχα.
Ελεύτερ’ η ψυχή σου δεν θα σκύψει
στ’ όποιο κατάτρεγμα της μοίρας τάχα; 
Δεν σε βαραίνει πόνος, καμιά τύψη; 
Τη δύναμή σου να μπορούσα να’ χα
ώς την κορφή σου, ω αγέρωχο και στείρο,
ελεύτερο τον ύμνο μου να σύρω!

[…] Δεν είσαι κούφιο δέντρο που ετοιμάζει
καρπούς, για τα σακιά τού νοικοκύρη. 
Δεν είσαι η καλαμιά π’ όλο φωνάζει.
Δεν μοιάζεις τ’ ανοιγμένο παραθύρι
του σπιτιού, που τα μέσα, τ’ αραδιάζει
στο κάθε μάτι. Της νυχτός οι γύροι
καλόβουλοι κρατάν το μυστικό σου, 
κι αμίλητο τραβάς προς τον σκοπό σου.

[…] Ω κυπαρίσσι, πόσο εγώ σου μοιάζω
στη θέληση, στ’ ανάστημα, στη μοίρα!
Στον κορμό σου ακουμπώντας λογαριάζω
το σύμβολο που από σένα πήρα∙ 
και μαζί σου προς το άπειρο γαλάζιο
υψώνεται του στήθους μου η πλημμύρα,
σαν του φωτός το θρίαμβο στη μέρα,
βουβή και σιωπηλή καθώς φοβέρα.



* Εωσφόρος, ο: ο αρχηγός των αγγέλων που εξέπεσαν
από τον Παράδεισο, ο Διάβολος, ο Σατανάς
* ολύμπιος: που χαρακτηρίζεται από επιβλητικότητα και
μεγαλείο (όπως ταιριάζει σε θεό)
* γλαυκός: αστραφτερά γαλάζιος, γαλανός

Πρόλογος / Γλαύκος Αλιθέρσης

Γύρω μου ανύψωσα βουνά και μέσα έχω κλειστεί.
Σπουδάζω μες στη μοναξιά τη γνώρα του εαυτού μου,
και μελετώ τ’ ανήφορα του μυστικού καημού μου.
Άνθρωποι, ξέρω, οι δρόμοι σας για `μένα είναι κλειστοί.

Πάνω απ’ τους κόκκινους γκρεμούς στο διάστημα της μέρας,
βλέπω να γράφουν στο άπειρο, κύκλους αργούς οι αετοί,
κι όταν βραδιάζει ξεκινούν οι λύκοι θαρρετοί,
κι ακούω ουρλιάσματα βραχνά, μηνύματα φοβέρας.

Κι έμαθα εδώ πως ο αετός τ’ αφτέρουγα του τα πουλιά
στον ήλιο αγνάντια το πρωί τα στήνει, να γνωρίσει
τα γνήσια, κι όποιο δεν μπορεί το φως του να αντικρίσει
χωρίς οίκτο γκρεμνίζεται απ’ την ψηλή φωλιά.

[Άσε οι σοφοί να πνίγονται] / Αλιθέρσης Γλαύκος

Άσε οι σοφοί να πνίγονται στα σκοτεινά βιβλία,
και μη θαρρείς ότι η μωρή σοφία τούς ωφελεί.
Τόσα ποτάμια χύνονται στη στείρα κι αιωνία
θάλασσα. ―Πες μου, το νερό το ’καναν πιο πολύ;

Το τραγούδι των στρατών του Μ. Αλεξάνδρου / Αλιθέρσης Γλαύκος


Νύχτα, κυλούνε τα θολά νερά του Γάγγη
και των εχθρών καίνε οι φωτιές αντίκρυ. Ξαγρυπνούμε.
σκεφτόμαστε ποια τάχα βία και ποια ανάγκη
στην άγνωστη Ιντική μας σπρώχνει να διαβούμε.
Οι Γαίτες, Μαίδοι, Τριβαλλοί και γύρου
στη χώρα μας λαοί ξολοθρεφτήκαν
απ' την φωτιά και την αιχμή του μαύρου μας σιδήρου
Μα αυτοί είναι τόσο μακριά... Ποτέ δεν μπήκαν
για να ασεβήσουν στους θεούς μας ή στα σπίτια
μας ν' ατιμάσουν ή να καταστρέψουν
τ' αμπέλια, τα σιτάρια μας, τ' αραποσίτια...
Ω Αλέξανδρε... Διστάζουμε να πάμε εμπρός, μα δείλια
δεν είναι το σαράκι που μας τρώει...

............................................................

- Εκεί βρίσκονται τ' άσπρα μας σπιτάκια
κι οι γωνιές κι οι μορφές οι αγαπημένες,
που βλέπουνε τους βραδυνούς και φωτεινούς ορίζοντες
κι αργά μιλούν για μας συλλογισμένες...
Κι οι γιοί μας, τόσα ακούγοντας, με πλάνο
βλέμμα ρεμβό ξεχνιούνται αφηρημένοι.
Τώρα θάναι έφηβοι ωραίοι, με θλίψη
των μενεξέδων στα μαλλιά στεφανωμένοι...
Γύρισε πίσω... Μη νομίσεις δείλια
πως είναι το σαράκι που μας τρώει,

Και στο λιβάδι των σκιών, τ' όλο ασφοδείλια
οδήγα μας! δε θ' ακουστεί ούτ' ένα μοιρολόϊ
'Οπως νικούν, και να πεθαίνουν ξέρουν οι ηρώοι,
Μα ώ θάλασσα, ώ βουνά νοσταλγημένα
κι ώ φως του ήλιου αβρό κι' ευλογημένο
κι ώ λαχτάρα της γης όπου μ' εγέννα,
μακριά σας να πεθάνω είναι γραμμένο.