γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Ο ποιητής Γιώργος Παυλόπουλος σε ομιλία του στην εκδήλωση τού
περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» πού έγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της Κύπρου» στις 8-12-1997, είπε πως είχε γράψει
το παρακάτω χαϊ-κού:
Όλοι χωράμε
Οι ζωντανοί και οι νεκροί
Σ΄ ένα ποίημα.
εννοώντας προφανώς ότι η τέχνη της
ποιήσεως μπορεί να υπηρετηθεί από όλους τους
ανθρώπους και πως χωράει μέσα της ολόκληρη η «μνήμη του κόσμου»
Αναφέρομαι δε
σχετικά με παρακάτω λόγια, γιατί
αισθάνομαι άσχημα όταν διαβάζω να γράφεται σε διάφορους ποιητικούς τόπους του
διαδικτύου αλλά και στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πως, οι ποιητές έγιναν πολλοί, με τέτοιο τρόπο όμως
που να υποδηλώνει με στόμφο ότι θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότεροι,
στοχοποιώντας ουσιαστικά τους αδυνάτους στη τέχνη της γραφής και εξαιρώντας αυτούς
(ζωντανούς και νεκρούς) που είτε έχουν καταξιωθεί ως ιερά τέρατα της ποιήσεως, οπότε
κανείς μα κανείς δεν μπορεί να τους πιάσει στο στόμα του και να πει και μια
δεύτερη κουβέντα ( πέθανε ένας καλός ποιητής, κατά το όμοιο: πάει ένας καλός
άνθρωπος, ήταν ένας καλός άνθρωπος) είτε
έχουν ανεβεί το δρόμο του Γολγοθά, έχουν σταυρωθεί και τώρα οι Ποιητικές τους Συλλογές
βρίσκονται στα δεξιά του πατρός της Ποιήσεως.
Και ενώ με
ασάφεια προσδιορίζεται από ετεροδημότες αυτής της τέχνης, η κατηγορία εκείνων
των ανθρώπων που έχουν το δικαίωμα στο χτίσιμο ποιημάτων, δεν συγκεκριμενοποιείται
αυτή η κατηγορία. Έχουν λοιπόν δικαίωμα ποιήσεως οι χτίστες, οι σοβατζήδες, οι καλουπατζήδες,
οι σιδεράδες, οι απλοί εργάτες και γεωργοί ή μόνο οι διδάκτορες Πανεπιστημίων,
φιλόλογοι, φιλόσοφοι, διάσημοι αστέρες του χώρου του θεάματος, τραγουδοποιοί
και γενικά αυτοί που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο της γλώσσας; Ή τελειώνοντας
θα αναγνωρίσουμε αυτό το δικαίωμα σε όλους μα όλους τους ανθρώπους; Αλλιώς, γιατί να αναφερόμαστε σε πολλές ποιήσεις σε εκείνους
που δεν γεννήθηκαν ποτέ ή σε εκείνους που χαθήκαν, σκοτώθηκαν, εξαφανιστήκανε;
Κατά τον ίδιο
τρόπο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε εκείνους που ασχολούνται με τον
αθλητισμό. Δεν θα μπορεί κανείς να ασχοληθεί πλην εκείνων που η επιστήμη θα
δικαιώσει την αξία τους και θα μπορούσαν να γίνουν πρωταθλητές. Τότε όμως, τότε
πως θα μπορούσε να σταθούν όλα αυτά τα πρωταθλήματα, όλες αυτές οι κατηγορίες
αθλημάτων όπου δεκάδες νέοι, γέροι και παιδιά ασχολούνται με το σώμα τους, ώστε
να στεγαστεί εκτός από τον απαίδευτο νου
και η ματαιοδοξία τους. Αθλούνται,
καταναλώνοντας τον προσωπικό ελεύθερο τους χρόνο και περιμένουν την κατάλληλη
στιγμή που η προσπάθειά τους θα αμειφθεί με μία ανώτερη κατηγορία, με μία
πρωταγωνιστική θέση, με ένα μετάλλιο. Και ενώ λοιπόν όλοι έχουν το δικαίωμα να
αθλούνται λίγοι θα ξεχωρίσουν και ελάχιστοι, οι καλύτεροι, οι μέγιστοι, οι
άριστοι θα οδηγούν μπροστά. Μήπως, κάπως
έτσι, θα πρέπει να δεχτούμε και την
ενασχόληση των ανθρώπων με την ποίηση;
Στη νέα
εποχή, τουλάχιστον στην επικοινωνία που ξημέρωσε και συνεχώς βελτιώνει τις επαφές
των ανθρώπων, θα πρέπει να έχουμε τη θέληση και να μπορούμε να ακούμε και να
διαβάζουμε τον καθένα. Άλλοι θα γράψουν καλά, κάποιοι καλύτερα και άλλοι, ίσως
οι εκλεκτοί και προικισμένοι με εκείνο το χάρισμα του θεού, που αντί για
δάκτυλα θα έχουνε πέννες και οι άλλοι που η σκληρή εργασία θα τους καταστήσει
μπροστάρηδες, θα συνθέσουν τα άριστα, τα καλύτερα, τα ιερότερα των ποιήσεων. Πριν
από χρόνια με είχε απασχολήσει και εμένα προσωπικά το θέμα, αναρωτηθείς: «μα
καλά τι χρειάζονται τόσοι ποιητές» και μάλιστα το είχα συζητήσει και με
ορισμένους άλλους συνοδοιπόρους. Με τη
σκέψη αυτή όμως, χωρίς να το επιθυμούμε
χτίζαμε, ανεπίτρεπτο φυσικά, τοίχους και φράχτες. Σήμερα η σκέψη αυτή έχει
διαγραφεί οριστικά από το αλφαβητάρι της
ποίησης.
Αν η ποίηση λοιπόν,
είναι μία έκρηξη συναισθημάτων,
εάν η ποίηση είναι ένα όνειρο,
εάν η ποίηση είναι η ζωή των τεσσάρων εποχών,
εάν η ποίηση είναι γνώση,
εάν η ποίηση είναι έρωτας και πόνος,
εάν η ποίηση είναι ανάγκη,
είναι ομορφιά μα και ασχήμια,
είναι το θελκτικό μα και η αποστροφή,
είναι το αληθινό μα και το ψεύτικο,
είναι ο πόλεμος μα και η ειρήνη,
ποιος θα μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά, πως αυτός ή εκείνος, πως
αυτοί αλλά και οι άλλοι δεν έχουν δικαίωμα να προσπαθήσουν να γίνουν ποιητές,
να εκφραστούν και να εκθέσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις δράσεις του εγώ
τους, τη ζωή τους, μέσα από το κατανοητό και το ακατανόητο.
Ο Γιώργος
Σεφέρης έγραψε πως : «Η ποίηση έχει
τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.» και πως «είναι παράξενο πως γράφει κανείς
ποιήματα»
Ο Κώστας Καρυωτάκης είπε: «Η Ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
Ο Κώστας Μόντης αναρωτήθηκε:
«Αφού δεν είπες τίποτα κύριε ποιητή, γιατί ενόχλησες τις λέξεις;»
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες επισήμανε: « Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα
μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας»
Και δεκάδες άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών τόνισαν την αναγκαιότητα
των ποιητών και της ποίησης, που θα ήταν αδύνατο να αναφέρουμε στις λίγες αυτές
σελίδες αυτής της ανάρτησης.
Ας αφήσουμε
λοιπόν τους απλούς κτίστες αυτού του κόσμου να γράφουν ποιήματα, σε μια
προσπάθεια να βρούνε το καταφύγιό τους. Αν η προσπάθεια δεν έχει το τέλος που
θα προσδοκούσαν και πεθυμούσαμε μπορούμε να ρωτήσουμε γιατί ενοχλήθηκαν οι
λέξεις. Να είστε όλοι σίγουροι, πως στο τέλος η θάλασσα θα ξεβράσει κάθε τι άσχημο
και πως θα αφήσει επάνω της να πλέουν, στα καταγάλανα νερά της τα ωραιότερα και οι
σπουδαιότεροι.