Όταν κατάκοπος θα μπαίνεις στο βαθύ ελαιώνα,
θ’ αναστενάξεις λυτρωμένος από το λιοπύρι∙
θ’ ακούεις πώς κλαίει ερωτικά η περίπαθη* τρυγόνα,
και θα χαρείς στων τζιτζικιών το εύθυμο πανηγύρι.
Η ταπεινή κυρά θα σε δεχτεί με καλοσύνη,
κι οι αγρότες θα ’ρτουν τον απλό να πουν χαιρετισμό τους,
και θα μιλήσουν για της γης την ευφορία, με ειρήνη
και τυφλή πίστη στον Θεό, βάνοντας το σταυρό τους.
Κι άμα στη ρίζα μιας πυκνής ελιάς στρωθεί τραπέζι,
απ’ το πηγάδι κρύο νερό θα σύρει η θυγατέρα,
κι ένας βοσκός περαστικός θ’ αρχίσει να μας παίζει
με τα κουδούνια των αρνιών που τρέμουν στον αέρα.
Και στρέφοντας το βλέμμα σου στ’ αγροτικό το σπίτι,
(πέρασε η ώρα γρήγορα!) θα το ’βρεις φωτισμένο
απ’ το γλυκύτερο το φως, του ίδιου αποσπερίτη,
μπρος στο παραθυράκι του ανάερα* ζυγισμένο!
Κι όταν θα φεύγουμε, θα ιδείς, την ώρα που βραδιάζει,
απ’ τη φωλιά της κι η σοφή γλαύκα* να βγαίνει,
και στ’ ακροδρόμι ασάλευτη, πολλή ώρα να κοιτάζει
το φως που σβει, ρομαντικά συλλογισμένη…
επεξηγήσεις
* περιπαθής: που διακατέχεται από έντονο πάθος
* ανάερα: που στέκεται στον αέρα, δίνοντας την εντύπωση
του αιθέριου, του άυλου
* γλαύκα, η: κουκουβάγια