Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

ΣΙΧΑΘΗΚΑ της Ειρήνης Ανδρέου


Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα…
χρώμα να δώσω στην αγάπη
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα , τα ξενέρωτα,
τη φτήνια, το συμφέρον, την απάτη.

Με πόνο, δάκρυ, πληρώνεται η αγάπη…
Μες σε φτηνά ξενοδοχεία και σταθμούς
ξοφλάμε την καρδιά με αυταπάτη.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ Θεούς να πλάθω αμαρτωλούς.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ να βλέπω δίποδα θεριά
να μαίνονται για χρήματα και θρόνους.
Ανθρώπινα κουρέλια να βλέπω στη στεριά
στη θάλασσα κουρσάρους και πατρώνους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ αρρωστημένους και τρελούς
στη ζητιανιά να ζούμε και στην πείνα,
θύματα σάπιας κοινωνίας μ’ αριθμούς
με θύτες ψεύτες, κλέφτες και χαμίνια.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ‘ ακούω για πολέμους,
ποτάμια αίματα να βλέπω, σκοτωμούς.
Να ‘ μαστε έρμαια του ανθρώπινου του μένους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ν’ ακούω για μαστροπούς.
Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα
χρώμα να δώσω στην αγάπη....
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα.. τα ξενέρωτα,
αγάπες δούρειες βρωμιά και λάσπη.


αρχή προσεφκής / Αναγιωτού Πάμπης

Επορέβουνταν μέρες πολλές μέσα σε στράτες
πορφυρές από τα γαίματα και σε σοκάκια
κατασκόνιστα από τις ντροπές των αλόγατων
και των αβνανιζόμενων οστεοφυλάκων.
Εμαγαρίζασιν δε κάθε κοπελλούδαν που εσυναπαντούσασιν
ομπρός τους και πού να μην συναπαντήσεις την ΄Ανοιξιν;
Και τα δένδρα εμαράναν τους καρπούς τους
για να μην τους βλέπουν και τα ζωντανά - είδες,
αν είναι και κτηνά ενογούσασιν -επήραν των ομματιών τους,
για να μην γρικούν την σιχαμερήν συνουσίαν.
Οι μούγιες εστήσασιν ζιαφέττιν μέσα σε βοθροειδή κρανία.
Και αφού το κακού αβγάτιζεν άπου μέραν της ημέρας,
οι άλλοι οι καϋμένοι, ίντα να κάμουσιν έπιασαν έναν πεζούνιν,
αποθέσαν στις γαλάτες του την μέλισσαν της ορπίδας
και τα ελάτρεφσαν μουλλωχτά.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ως άνεμος επακμάζων : Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού εκδοθείσα το έτος 2012

Σταύρωση

Γιατί μου φορτώσατε
στους ώμους
εκτός απ’ τον σταυρό
και τον Σίμωνα τον Κυρηναίο;
 ***

Νηνεμία


Τα βράχια δημιουργήθηκαν,
για να τσακίζουν τα κύματα ή
τα κύματα για να ραπίζουν τα βράχια;
Αδιαφορώ.
Εγώ τα βότσαλα ζηλεύω
που αγκαλιάζονται
με τον φλοίσβο της θάλασσας.

***

Αποφυλάκιση


Σταμάτα επιτέλους να υπολογίζεις
στους μουχλιασμένους τοίχους
τη μέρα της αποφυλάκισής σου.
Η αρίθμηση, σου έγινε συνήθεια
το κελί βολετό
και ξέχασες
ότι απελευθερώθηκες
προ πολλού.

***

Αγωνία

Μπροστάρηδες.
Γιόμισε ο τόπος
μπροστάρηδες.
Κάποιοι επιτέλους
πρέπει ν’ ακολουθούν
για να μαζεύουν
τα πτώματα.

***

Πλησίον του τέρματος

Πλησιάζοντας
στο τέρμα του δρόμου,
αντίκρυσα
ένα ασύνηθες οδόφραγμα,
φτιαγμένο
από τεράστιους σωρούς φύλλων
των ετήσιων ημερολογίων
όλων των παρελθόντων χρόνων.
Μοναδικός φρουρός
η συνείδησή μου.

***

Ως άνεμος επακμάζων

Η ψυχή μου
ως άνεμος επακμάζων
δεν μπορεί
να κλειστεί
σε ασκί,
Οδυσσέα,
αδελφέ μου.

Κυριάκος Αναγιωτός (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Κυριάκος Αναγιωτός γεννήθηκε το 1958 στη Λεμεσό.  Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Άαχεν της Γερμανίας.  

Ασχολείται με τον φιλοτελισμό.  Με την συλλογή του «Τα Ταχυδρομικά Συνθήματα της Κύπρου υπό Αγγλική Κατοχή, 1931-1960», έλαβε μέρος σε έξι φιλοτελικές εκθέσεις στην Κύπρο και δύο στο εξωτερικό, όπου και βραβεύτηκε.

Ποιητικές συλλογές:

  • Ως άνεμος επακμάζων , Λεμεσός, 2012.
  • Ανέστιος και λιθοξόος”, Λεμεσός, 2015.

Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΜΟΥ ΓΛΩΣΣΑ / Αναγιωτός Κυριάκος




Άλφα.
Αμέθυστοι
που στόλισαν
την αιώρα μου
με το πρώτο μου
το κλάμα.
Ωμέγα.
Ωδή στερνή
επί εκκυκλήματος
δώρο μαλαματένιο
για τον Βαρκάρη.
Τα υπόλοιπα
είκοσι και δύο
χρυσά βελόνια,
να κεντώ
της ζωής μου
τα πανάκριβα
προικιά.

Ερινύα / Αναγιωτός Κυριάκος

Η όψη σου αποτυπωμένη
στους τοίχους
του άδειου μου δωματίου.
Η μορφή σου καρφωμένη
στο τραπέζι
της γωνιακής μπυραρίας.
Η οπτασία σου περιπλανώμενη
στους δρόμους
της μικρής πολιτείας.
Κι ας λένε πως
οι ερινύες χαθήκανε
με τους Ολύμπιους Θεούς
εδώ και είκοσι αιώνες.

ΖΩΟΦΟΡΟΣ / Αναγιωτός Κυριάκος



Το χάραμα
ανασύρεις
το κοφτερό σου χαμόγελο
και εφορμάς
στις αρτηρίες μου.
Σε κάθε σου βήμα
ένας χειρουργός
εξαφανίζεται.

ΑΝΕΣΤΙΟΣ ΚΑΙ ΛΙΘΟΞΟΟΣ: Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού. Εκδόθηκε το έτος 2015 (Τρία Ποιήματα)

Σπονδές


Κούφωσε το χώμα
στα δύο μέτρα.
Λαγούμια γιόμισε στενά,
ίσα που να χωρούν τα χέρια τους.

Τα βράδια, οι μάνες,
σαράντα τόσα χρόνια,
προτού δειπνήσουν
με το κουτάλι του καημού,
το πιρούνι της προσμονής
και της αμφίστομης αγωνίας το μαχαίρι
έσκαβαν
χωρίς ανασασμό.

Να κανακέψουν ήθελαν
τα παλληκάρια τους
με το γλυκό που λαχταρούσαν,
το φαγητό που επιθυμούσαν,
ένα κομμάτι αχνιστό ψωμί
ή έστω
με τα ακροδάχτυλα
την στερνή τους ανάσα να κορφολογήσουν
και τον πόνο τους να γητέψουν.

Πριν ξεψυχήσουν.
**

Περί νήσου πάθη


Αγανακτισμένη
επούλωσε
την λογχισμένη της πλευρά,
ξεκάρφωσε
τις μαντεμένιες πρόκες
και βρόντηξε χάμω
τον ακάνθινον στέφανον.

Μετά,
αφού περιτυλίχθηκε
έξαλλη
την λευκή σινδόνα,
αποκαθηλώθηκε.

Δεν άντεξε
στις προκλήσεις
των δύο εκατέρωθέν της ληστών,
που όχι μόνον
το πνεύμα δεν παρέδωσαν
μα και γλέντι τρικούβερτο έστησαν
με οίνο
σε χρυσά κροντήρια.

Όσο
για την ανάσταση,
περίσκεπτη διείδε,
ότι δεν είναι θέμα
τριών ημερών.
***

Ταξίδι στο πουθενά


Ευτυχείς και ευδιάθετοι
επιβιβάστηκαν εγκαίρως στο καράβι
οι ταξιδιώτες.

Με τα ψάθινά τους καπέλα,
τα σκούρα τους ματογυάλια,
τα πολύχρωμά τους φανελάκια.
Με πλήρεις τις αποσκευές.

Όμως,
άδεια ήσαν τ' αμπάρια,
παγωμένοι οι ατμολέβητες.
Στη γέφυρα ερημιά.

0 ήλιος τενεκεδένιος,
ξύλινοι οι γλάροι.
Μολυβένιο το πλήρωμα.

Μήτε βοριάς
που φύσηξε,
μήτε νοτιάς.

Ούτε το βίρα
ακούστηκε,
ούτε το μάινα.

Ονειρικό ήταν το ταξίδι.
Χωρίς όμως ένα θυμητάρι,
δίχως έστω μιαν ανάμνηση. 

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Η πολιτεία με το λουλουδένιο πρόσωπο / Αγγελίδου Κλαίρη

Η πολιτεία με το λουλουδένιο πρόσωπο
και το πολύβουο σαν μελίσσι ανθρωπομάνι,
η πολιτεία με το λουλουδένιο πρόσωπο
δε θα ξαναχαμογελάσει πια.
Τα κύματα θα παίρνουν το παράπονο
στης θάλασσας τα βύθη
και τα παλάτια των νεράιδων
θα σειούνται από το θρήνο...

Η πολιτεία με τα ξανθά μαλλιά χαλάστηκε!
Η πολιτεία με τα ξανθά μαλλιά χαλάστηκε!
Δεν έχει τελειωμό το μοιρολόι..
Η πολιτεία με τα ξανθά μαλλιά χαλάστηκε!
Δεν έχει τελειωμό το μοιρολόι..

Όποιο δρόμο και να πάρω / Αγγελίδου Κλαίρη

Όποιο δρόμο και να πάρω, φτάνω πάντα στο ίδιο σημείο
όποια θάλασσα θαυμάσω, φτάνω πάντα στην ίδια αμμουδιά
όποιαν άνοιξη κι αν ζήσω, φτάνω πάντα στην άνοιξη εκείνη
όποια φουρτούνα απαντήσω, φτάνω πάντα στο ίδιο λιμάνι.

Φτάνω πάντα στο ίδιο λιμάνι
στην Αμμόχωστο...
Φτάνω πάντα στο ίδιο λιμάνι
στην Αμμόχωστο...

Η μικρή αχιβάδα / Αγγελίδου Κλαίρη




Η μικρή αχιβάδα
ονειρεύτηκε την πλατιά γαλάζια θάλασσα
χωρίς να υπολογίζει
την αβυσσαλέα ορμή του κύματος
τα όνειρά της τέλειωσαν
στην αμμουδιά
όπου βρέθηκε το καταμεσήμερο
με τα χέρια ανοιχτά
και την καρδιά ρημαγμένη.
Και τα όνειρα;

Ποίημα από τον τόμο "Ιμερτής Κύπρου έπεα, Η ποιητική κατάθεση της

Κλαίρης Αγγελίδου", επιμ.: Θεοδόσης Πυλαρινός, εκδόσεις Καστανιώτη 2008

Εκείνο το σπίτι / Αγγελίδου Κλαίρη

Εκείνο το σπίτι πνιγμένο μες στις κιτριές
τα κρίνα και τα γιασεμιά
ένα με την ψυχή μου
ένα με τα όνειρά μου

Εκείνο το σπίτι πνιγμένο μες στις κιτριές
τα κρίνα και τα γιασεμιά
ένα με την ψυχή μου
ένα με τα όνειρά μου

Κάθε γωνιά του ένα τραγούδι
κάθε σκαλοπάτι και καημός

Εκείνο το σπίτι έχει ψυχή,
εκείνο το σπίτι έχει ψυχή,
κλαίει τα βράδια ασταμάτητα με ένα παράπονο πικρό...

Εκείνο το σπίτι της Αμμόχωστος
είναι το σπίτι μου...

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Η φυσιογνωμία του ανύπαρκτου: Ποιητική Συλλογή του Μιχάλη Ζαφείρη /2008 Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Το διαμπερές τραύμα

Αυτοί οι σημαδεμένοι απ’ του πόνου

το βαρύγδουπο διάβα

τόσο αλλόκοτα δονούν της καρδιάς το συναίσθημα.

Φυσικά, δεν θα είχε και τόση σημασία

αν αυτό ακριβώς δεν ήταν κάτι το τόσο ανθρώπινο.

Η ματαιότητα της ύπαρξης δονείται στιγμαία

και ολοκληρώνεται η ουσία σε πράξη.

Η αλληγορική εικόνα του σπασμένου προσώπου

διαγράφεται καθαρά

και όλο περισσότερο καθαρά

και ο μορφασμος πάλλει.

Ίσως την άλλη φορά μπορέσω να σφραγίσω


καλύτερα το διαμπερές τραύμα.

Άτιτλο / Ζαφείρης Μιχάλης

Καμένα δάση

σε σεληνιακή έκταση μιλώντας

με διχασμένη προσωπικότητα να πορεύεται

κάθε τελευταίο χρώμα

όταν σε ραδιοθαλάμους εκτοξεύεται

και παρασκευάζεται η κραυγή του φωτός

με μπαλσαμωμένα πόδια

Δίποδα όντα να κουρσεύουν κάθε χαρά

και μια μνήμη μακρινή οδοιπορώντας

να σκοντάφτει συνέχεια στο απέναντι ύψωμα

Άνθρωποι! Άνθρωποι με προσωπεία ξένα

και κραυγές

Ο ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ / Ζαφείρης Μιχάλης



Κύκλωπα βράχε

συ που κλονίστηκες κι αγέρωχα

παρουσιάστηκες πάλι

μέσα στου αιώνα το βραχυκύκλωμα

Σπαρμένες οι πλαγιές σου

απ' την καμένη φλόγα

και το απέραντο φύλλωμα

των υγρών σταγόνων της βροχής

Εσύ που άδειασες το βλέμμα σου

τυφλώνοντας τον ήλιο το μόνο

Εσύ που αιώνες τώρα

αψηφάς ένα κάτεργο δουλείας

πώς λάμπεις μακριά μας

Κύκλωπα βράχε

οροσειρά της μοίρας του τόπου

και των στιγμών

η αιθέρια μουσική των κυμάτων

έρχεται ολοένα κοντά σου

μα πάντα φεύγει



Η σιωπή φευγάτη

εργοληψία θανάτου ή ζωής

φυγαδεύοντας για πάντα τη μιζέρια

Ένας κόκκος σαγήνης

πλέκει συνέχεια τον ιστό.

Δεν ξεχάστηκες.