πότε θα εξημερωθεί ο άνθρωπος
με του κρότου τη δόνηση να κατοικεί μόνιμα στην εισβολή με τη φωνή του άλλου να ενοχλεί όποια προσπάθεια με το καύμα ανύπαρκτης ψυχής να εφοδιάζω την ιδέα της αυτοχειρίας όμως η παρουσία αγγέλων μ’ οδηγεί στην επόμενη μέρα κάτι που θέλει να σηκωθεί ικανό ήχο π’ αφήνει μουγκρίζοντας τ’ αφτί προδικάζοντας τρέλα ανυπεράσπιστο με το βλέμμα να καρφώνεται τ’ ατέρμονο πάθος της βροχής όχι φωνάζει ο καιρός το ποίημα οδηγεί περιούσιες καταστροφές γράμματα σκαλίζουν λέξεις ό,τι ελληνικό εξανεμίζεται δεν υπήρξε ποτέ τέτοιος θάνατος όμως ας είναι ούτε που έρχεται ούτε που φεύγει
τα πρόσωπα μιας παρωδίας
βρόμικη πόλη περήφανη απ’ τα σπλάχνα της χαλασμένη γυναίκας αιδοίο που στέρεψε ποιους χυμούς να ζητήσεις άγριο το αγόρι πισωγυρίζει μέσα του να γνέφεις τ’ ανέμου νευρικά αφήνοντας γράμματα λέξεις ασυνάρτητα σχιζοφρενείς δολοφόνοι συναντούν σχιζοφρενείς ποιητές στα άδυτα μπορντέλου χειρουργείου μιας μεγάλης πουτάνας που είναι ξαφνικά η μάνα τους φορώντας παλιόρουχα μιας άλλης γιορτής μυρίζοντας κραιπάλη αίμα σφαγμένου γουρουνιού σαπίλα φρονιμίτη στην κηδεία γλυκού οδοντογιατρού θεραπευτή όσες κραυγές ακολουθούν φέρνουν το μανδραγόρα που απομένει να γευτεί ένας νευρικός στιχοπλόκος λίγο πριν την αυτοκτονία της ηλικίας του αίφνης θανατικό το καλοκαίρι σαλτάρει στο ποίημα κι αγκομαχώντας αφυπνίζεται περαστικές γυναίκες σημαδεύουν σωστά ανατινάζοντας το στόχο στο κέντρο κύκλος σε κύκλο με η ουρά του παραθεριστή