Είχα βγάλει τον σκύλο μου βόλτα στην Παραλιακή οδό της Λάρνακας. Σκεφτόμουν πως χρειαζότανε και αυτό ένα περίπατο , παρ΄ όλο που υπήρχε ο κίνδυνος των ... περιττωμάτων και το αηδιαστικό εκείνο βλέμμα των ανθρώπων που σου καταλογίζουν στη στιγμή όλα τα δεινά της Παραλιακής. Ασχέτως εάν οι άνθρωποι τα βράδια κατουρούν, πετούν τα σκουπίδια τους μέσα σε σχισμένες σακούλες, αφήνουν στα κράσπεδα κουτάκια μπύρας και αναψυκτικών, πατούν και λιώνουν τα αποτσίγαρα τους κ.α Εφοδιάστηκα με όλα τα σύνεργα, ειδικό σακουλάκι, χαρτομάντιλα υγρά και ξεκίνησα. Μετά τις δύο πρώτες ψαροταβέρνες, έστριψα δεξιά και ακολουθώντας τη ροή του δρόμου, βρέθηκα σε ένα μπροστά σε ένα κατάστημα, λίγα μέτρα από το ησυχαστήριο, αναρρωτήριο της περιοχής Μακεντζυ, όπου μου κίνησε την περιέργεια το καλάθι με τις προσφορές, που δεν είχε τίποτα άλλο παρά βιβλία και περιοδικά. Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε.
Πλησίασα και άρχισα έχοντας και στην αγκαλιά μου το σκυλάκι, να ψάχνω ανάμεσα στους τίτλους για οτιδήποτε θα μου τραβούσε την προσοχή μου.. Εκτός από ένα- δύο τόμους της Εγκυκλοπαίδειας του Χάρη Πάτση, κάποια βιβλία σχεδόν κατεστραμμένα τάξεων Δημοτικού και Γυμνασίου, βιβλία με αναφορές στην Κυπριακή Ιστορία, υπήρχαν διάσπαρτα τεύχη των περιοδικών playboy, με εξώφυλλα που λίγο ή πολύ όλοι έχουμε δει και θαυμάσει, αφού το γυμνό και το ημίγυμνο έγινε παγκοσμίως γνωστό από τους συντάκτες αυτού του περιοδικού. Μην ξεχάσω και το ελληνικό περιοδικό που είδα με τίτλο φίλησε με, όπου στην πρώτη σελίδα φιγούραρε γνωστή τηλεπαρουσιάστρια σε πόζα θεάς ή τέλος πάντως ημίθεας.
Κάτω λοιπόν από αυτό τον όγκο των σεμνών περιοδικών και των κατεστραμμένων λοιπών βιβλίων βρήκα ένα βιβλίο Ποίησης. Τα Ποιητικά Άπαντα του Κύπριου ποιητή Παύλου Ξιούτα. (1908-1991) Σε άθλια κατάσταση, λερωμένο, τσαλακωμένο, γαριασμένο από την υγρασία, ουσιαστικά ετοιμοθάνατο. Πως βρέθηκε σε εκείνη την κατάσταση αναρωτιόμουνα. Ο κάτοχος θα έπρεπε να το είχα παρατήσει έκθετο στον ήλιο και τη βροχή ή να το είχε για αρκετό καιρό πεταμένο σε κάποια γωνιά του μπαλκονιού του. Το βιβλίο όπως ενημέρωνε η σύνταξη, είχε εκδοθεί τον Ιούλιο του 2008 από την εφημερίδα ΧΑΡΑΥΓΗ σε 15 χιλιάδες αντίτυπα. Επειδή δεν είχα στη βιβλιοθήκη μου κάποιο βιβλίο αυτού του ποιητή, αποφάσισα ευθύς να το πάρω, αλλά του κάκου διαπίστωσα ότι δεν είχα μαζί μου χρήματα. Κάλεσα την πωλήτρια, μία κυρία που από τις κουβέντες που ανταλλάξαμε έδειχνε να κατάγεται από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Μου είπε ότι το βιβλίο κοστίζει 3 ευρώ. Όταν την ρώτησα γιατί το έχει στον καλάθι με τα υπόλοιπα βιβλία η απάντησή της ήταν καταπέλτης. "Και που θέλεις να το έχω, σε ειδικό ράφι" Της εξήγησα ότι θα το ήθελα και να μου το κρατήσει. "Δεν κάνουμε κρατήσεις μου είπε, άμα το θες πάρε το τώρα"
Σηκώθηκα και έφυγα απογοητευμένος
Την επομένη πήγα και πάλι στο ίδιο κατάστημα ακολουθώντας τη συνηθισμένη διαδρομή. Στο καλάθι τα βιβλία και τα περιοδικά μου έδιναν την εντύπωση ότι δεν τα πείραξε κανείς. Ήταν στην ίδια θέση που τα είχα αφήσει και την προηγούμενη. Πήρα το βιβλίο ποίησης και ρώτησα την κυρία. Χθές μου είπατε ότι κοστίζει 2 ευρώ; ' Κάνεις λάθος" μου απάντησε "σου είπα 2, 95!" Της έδωσα τα 3 ευρώ και πήρα μαζί μου ουσιαστικά ένα νεκρό σωματικά βιβλίο. Αυτό που χρειάζεται είναι μια σωστή περιποίηση και ένα καλό διάβασμα. Η περιποίηση του έγινε και πήρε και τη θέση που του αξίζει. Τώρα δεν απομένει παρά η ανάγνωσή του. Έτσι θα αναστηθεί ....... σκέφτηκα.