Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ



Τι να πρωτοθυμηθώ, Βαρώσι,

απ' τα τόσα σου καλά;
Χρόνια τώρα την καρδιά σου 
βάρβαρος εχθρός πατά.

Βαρώσι όμορφο
 με τις δροσάτες σου πορτοκαλιές, 
πώς ξυπνάς μες στην καρδιά μου 
αναμνήσεις μακρινές.

Τ' ακρογιάλια σου όλο άμμο 
γύρω θάλασσα πλατιά,
τα καράβια σου και οι βάρκες 
ψαροπούλια στο βορρά.

Τα πετρόκτιστα σου τείχη 
το λιμάνι βουερό 
και σε πνίγουν γύρω-γύρω
τα περβόλια ένα σωρό.

Τα αρχαία σου μνημεία
από τον παλιό καιρό,
ζωντανεύουν στην ψυχή μου
κάποιο χρέος ιερό.

Εκκλησίες, μοναστήρια
και διωγμένοι μοναχοί 
και ο λαός σου, ο λαός σου 
π' αναμένει τη στιγμή,

που κοντά σου θα ξανάρθει,
άγια ώρα και ιερή,
για να σκύψει να φιλήσει
τη μαρτυρική σου γη.

Βαρώσι όμορφο,
πάντα μου σ' έχω μέσα στην καρδιά,
πάντα , πάντα σε θυμάμαι,
η ψυχή μου δεν ξεχνά.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Ζανζουέρα (1990) Έργο του Άντη Χατζηαδάμου

Απόσπασμα μπορείτε να αναγνώσετε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://dialogos.com.cy/blog/grammes-tou-anti-chatziadamou/#.V4xtivl97IU

Ο Κεβεζές του Άντη Χατζηαδάμου

‘Αντης Χατζηαδάμος (μικρή αναφορά)

Ο ‘Αντης Χατζηαδάμος υπήρξε γλύπτης, χαράκτης, ζωγράφος, ποιητής  και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1936 και απεβίωσε το 1990.
Έργα του:
1.      Σκνιπόγιακ(1982), 
2.     Κρεπέλλο (1988), 
3.     Ζανζουέρα(1990).

Το Σκνιπόγιακ τιμήθηκε με κρατικό βραβείο διηγήματος για το 1982. 

Ο Φσήκουας


– Πού πας ρε Θεωρή βουρητός, βουρητός;
– Πάω στο ππολίτσιν*.
– Χα;
– Έκρουσέν με ο φσήκουας τζαι πάω να τον λαπορτάρω*.
– Ολάν* ποιον έν να λαπορτάρεις, τον σφήκουον;
– Καλό ποιον;
– Ρε πάεννε στο μεσοκομείον να σου βάλουν καμμιάν ένεσιν μέμπα 
τζαι πάθεις τίποτε.
– Όι ολάν! Μεσοκομείον; Πρώτα στο ππολίτσιν τζι ύστερις 
θωρούμεν.
– Ο Θεός να βλέπει τζαι να σσέπει γιέ μου*.
Έφυεν βουρητός για την αστυνομίαν το Θεορούιν. Καθήκον ήταν 
ο Νικήτας ο σάρτζης*.
– Καλώς το Θεορούιν. Είντα μαντάτα;
– Σάρτζη έκρουσέν με ο φσήκουας.
– Πού ρε;
– Πα στο δεξίν το κωλομέριν.
– Επήες εις τον γιατρόν;
– Όι. Είπα νάρτω να τον λαπορτάρω πρώτα τζι ύστερα να πάω.
– Καλά έκαμες.
Έβηξεν δκυο τρεις βηξιές ξερές ο Σαρτζηκύπας τζι άρχισε να 
παίρνει κατάθεσιν.
– Είνταλος εγίνην η δουλειά;
– Έτο εκάθουμουν εις τον καφενέν του Έντεκα με τον Πέτσαν τον 
αρφότεχνον του Ττοουλή του όμπαση*· ξέρεις τον. Εκαθούμασταν 
τζι εθωρούσαμεν τον κόσμον που επέρναν. Άξιππα έννοιωσα έναν 
πόνον στο κωλομέριν τζι έβαλα τες σκληρκές*. Εμουντάρασιν* 
πεντέξι μα ο φσήκουας έφυεν· ξέρω τον όμως τζαι ξέρω τζαι την 
τρύπαν του.
– Είσαι σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Τέλεια σίουρος.
– Εσού σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Να τον συλλάβεις.
– Τον σφήκουον· να συλλάβω τον σφήκουον...
– Ινναί...
– Καλόν. Έλα υπόγραψε. Ναι τέλεια κάτω. Χάτε πάμεν να τον 
ήβρουμεν.
Εσηκωστήκαν τζι οι δκυο τζι εφύασιν.



Επεξηγήσεις:

* ππολί(τ)σιν, το: αστυνομία, αστυνομικός σταθμός
* λαπορτάρω: υποβάλλω μήνυση
* ολάν (προσφώνηση): καλέ
* Ο Θεός να σε προστατεύει και να σ’ έχει καλά
* σάρτζης, ο: λοχίας
* όμπασης, ο: υποδεκανέας χωροφυλακής
* σκληρκά, η: καρυγή, τσίριγμα

* μουντάρω: ορμώ απειλητικά 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Για κείνο το πρωινό / Άντρια Γαριβάλδη

της 15ης Ιουλίου

Δεν ξεχνώ 

Την ώρα που έσχισε το μαντάτο
Το θλιβερό εκείνο πρωινό 

Κραυγή οργής για πραξικόπημα
Παύση ατέρμονη
Σε τούντη γη τη ματωμένη
Θολή ομίχλη στο τζάμι της μνήμης
Λαύρα Δευτερογιούνη που καίει ανελέητα τα χρόνια
Ένα και δυο... Σαρανταδυό

Κι ο πήχυς του μυαλού αιμορραγεί...


Άντρια Γαριβάλδη

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Η 15η Ιουλίου 1974 (απόσπασμα) / Κολοκασίδου Μελπομένη

Την Κύπρο δες, αιμόφυρτη 
σκλάβα και προδομένη 
από παντού δικαίωση 
ζητά και περιμένει. 

Μελπομένη Κολοκασίδου (μικρή αναφορά)

Η Μελπομένη Κολοκασίδου γεννήθηκε στην Κερύνεια το 1915.  Η γιαγιά της Αννέττα είχε έλθει από το Κρανίδι της Ελλάδας και ήταν αδελφή του Νικολού Κρανιδιώτη. 
Αποφοίτησε από το πεντατάξιο τότε Γυμνάσιο Κυρηνείας. Πάντρεμένη με τον έμπορο Δημητράκη Κολοκασίδη από τη Λευκωσία, απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Ποιητική συλλογή: Καημοί της Κύπρου


Για τη ζωή της ποιήτριας μπορείτε να διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://loukis-kyrenia.blogspot.com.cy/2012/12/blog-post_28.html

Κερύνεια, ποιος τις χάρες σου


Σαν θλιβερά χτυπήσανε
τ' Αρχάγγελου καμπάνες
έγιν' ο πόνος σπαραγμός
μοιρολογούν οι μάνες!

Κερύνεια ποιος τις χάρες σου 
και ποιος τις ομορφιές σου, 
τα κάστρα, τα λιμάνια σου 
και τις βουνοκορφές σου; 

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Αλεξάνδρα Ζαμπά (μικρό βιογραφικό)

H Αλεξάνδρα Ζαμπά γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από Ελληνίδα μητέρα και Κύπριο πατέρα. Έζησε στην Κύπρο μέχρι την αποφοίτησή της από τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σπούδασε στην Ιταλία. Ασχολείται με τη σκηνοθεσία, τη συγγραφή θεατρικών έργων και την ποίηση.

Ποιητικές Συλλογές: Αιωρείται το βλέμμα (2015)

ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ της Αλεξάνδρας Ζαμπά (Ποιητική Συλλογή: 2015, Εκδόσεις: LA VITA FELICE) (απόσπασμα)

ΔΩΔΕΚΑ ΛΟΞΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


1

Αιωρείται το βλέμμα αιώνια αναζητά

και τα χρώματα

- δεν αρκούν οι καμπυλωτές γραμμές –

η ταχύτητα των καταβροχθισμένων σκέψεων
λάμψη μες τη σκότη

κατάμαυρη ενός κόσμου παλιού
και πριν ακόμη

7

Ήταν ακόμα βράδυ

το κεφάλι άπλωνε σε χαρμάνι ονείρων
το στόμα - πέρα απ' το πέπλο -
ποθούσε

τ' αβέβαια έγκατα
τη τσακισμένη καρέκλα που ανάμενε
ρωτούσε

για τα κόκκινα σιροπάτα κεράσια
κρεμασμένα χωρίς ουρανό
σειρά στα ράφια

ενώ τα χέρια
ψηλάφιζαν το σκοτάδι
σε αργό και αβέβαιο ρυθμό



9
Στο φεγγάρι τις είδα
νομίζω –

να τριγυρνούν καθώς απομακρύνονταν
να πληγώνουν καθώς γελούσαν
- νομίζω -
έτρεχαν σε σειρά αχαλίνωτες και
στο απειλητικό διάβα τους έμεναν τα δέντρα

μόνα περιγράμματα με τρεμουλιαστά φύλλα
και τρυφερό σάλεμα ταξίδευαν
- ξαναφέρνοντας -
στα νεανικά μάτια της άνοιξης
αυτό που για πάντα κυλά εν αγνοία

Ήταν, νομίζω, αυτές ήταν
- ή μόνο φύλλα -
πολυσήμαντου πιστού φλοιού;


Ο ΧΑΜΟΣ




1.

Δεν σ' έδιωξα       

είχες όμως τις αμφιβολίες σου    
κρυμμένες ανάμεσα στα χείλη     
κλεισμένες στο κρυφό χαμόγελο  
των ξανθιών σου μπούκλων
         
Εκείνη την ατέρμονη βραδιά       
με το κεφάλι χαμηλωμένο να μετράς βήματα   
το νεανικό σου δέρμα ούρλιαζε στη ζωή 

- η επίσκεψη δεν ήταν για σένα -
το παιχνίδι δεν είχε ακόμη τελειώσει...
4.
        
Με κοίταξες στα μάτια
έκρυψα βιαστικά τα χέρια κόκκινα από ντροπή
και κάτω τα μαλλιά πετούσαν





5.
... η ώρα έτρεχε χωρίς περιθώρια         

η θάλασσα στο βάθος ψιθύριζε   
τα αφρικάνικα πανιά έφευγαν σε μακρινά ταξίδια

Εμείς, μαζεμένοι στο θωράκιο    
μπροστά σ' ατέλειωτο ουρανό τονίζαμε τη ζωή
και η γη άκουγε κρυμμένη στην άκρη του κόσμου
         
Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά        
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά      
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα
         
Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως    
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο...


ΜΙΑ ΝΤΟΥΖΙΝΑ ΑΠΟ ΑΧΤΕΝΙΣΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


1.

νησί

καθρέφτης ζωής ξελογιασμένης
σε στιλπνό βράχο σπαράζει-πεταγμένο
περιορισμένη γραμμή παλλόμενη
σ' ένα κλειστό άπειρο εγκαταλελειμμένο

νησί



4.

εγκυμονούν
αφηρημένο φως - σε χαραμάδα πλώρης -
αιώνια στιγμή μονάχη και ακίνητη

- βιαστικά εγκαταλελειμμένου καραβιού -
αντανακλάται σε σταχυού σπυρί

εγκυμονούν

11.

πιο ψηλά εσύ

εμφανίζεσαι στη τυφλή
αντανάκλαση της είδησης

- ξεχειλισμένο πρωινό εσύ –

κρεμασμένο στο παράθυρο
απλώνεις το χέρι έξω
ακόμα

πιο ψηλά εσύ



ΟΙ ΑΝΑΜΟΝΕΣ

2.

Η φωνή μου αντιλαλεί στους πνεύμονες
κατά μήκος παραστάτων πόνου ρέει

σε φωνάζω, ψυχή μου, πού είσαι;
Μάης είναι πρωινή ομίχλη θαμπώνει και βρέχει
το παράθυρο σου, καρδιά μου, έχει σπασμένο τογυώΙ
μούδιασμα στα δέντρα

η ξύλινη σκάλα σέρνεται στον τοίχο ταλαντεύεται

φτωχικό είν' το λεξικό χωρίς λεπτές αποχρώσεις
χρειάζομαι μια λέξη, ψυχή μου, να διαπερνά την ελληνική

μια από κείνες που κρέμονται από τα δοκάρια και αναμένουν
απ' τον κεντρικό γάντζο, καρδιά μου, λικνιζόμενη αναμένει
τον δικό σου, ψυχή μου, δύσκολο γυρισμό
 8.

Η απουσία

Έρημος επίφοβος η απουσία
ξύνει τον ορίζοντα ψύχρα αστρική
σβήνει στον ουρανό πλήθος σκιές, πόνο

Το αίμα στη σιωπή χύνεται αλμυρό και
φύκι μπλεγμένο η φωνή αντιλαλεί απουσίες
ψιλόλιχνη μένει ακίνητη πιεσμένη σε κλουβί

Ξενιτεμένη στην άκρη του κόσμου η απουσία
θρηνεί άφωνη ακατανόητες κουβέντες

Προχωρεί απομονωμένη λέξη σε γλωσσάριο



13.

Κρασί χαράς

υπάρχουν αισθήματα φίλε μου
που οχυρώνουν το βλέμμα
τρεμουλιάσματα πυγολαμπίδων
χτυπούν από χαρά

Και τα βλέφαρα
πρόσεξες μήπως φίλε μου
πως μισοκλείνουν μεθυσμένα
παραδίδονται στο κρασί της χαράς!




Ο χαμός

της Αλεξάνδρας Ζαμπά 
5
… η ώρα έτρεχε χωρίς περιθώρια
η θάλασσα στο βάθος ψιθύριζε
τα αφρικάνικα πανιά έφευγαν σε μακρινά ταξίδια
Εμείς, μαζεμένοι στο θωράκιο
μπροστά σ’ ατέλειωτο ουρανό τονίζαμε τη ζωή
και η γη άκουγε κρυμμένη στην άκρη του κόσμου
Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα
Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο…
Ποιητική Συλλογή: «Αιωρείται το βλέμμα» 2015

Κρασί χαράς

της Αλεξάνδρας Ζαμπά

υπάρχουν  αισθήματα   φίλε  μου
που  οχυρώνουν  το  βλέμμα
τρεμουλιάσματα   πυγολαμπίδων
χτυπούν  από   χαρά

Και  τα  βλέφαρα
πρόσεξες   μήπως  φίλε  μου
πως  μισοκλείνουν  μεθυσμένα
παραδίδονται  στο  κρασί   της   χαράς! 

Αρμοστής Χρίστος

Αρμοστής Χρίστος: Ποιητάρης  από την Κοινότητα:  Γεράνι Το όνομά του αναφέρεται στο βιβλίο: Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου, στο βιβλίο: Μυλωμένα και Αμολόητα της Κύπρου  αλλά και στην Ιστοσελίδα: http://www.gerani-ammoxostou.com/magazine/magazine3.pdf

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ/ Μαρούλλα Πανάγου


Ποτέ δεν είμουν η καλή νοικοκυρά! Αν μπορούσα να αποφύγω να τα κάνω θα τα απόφευγα .Όμως καμιά φορά με έπιανε η ευλάβεια για καθαρισμό που έκανε το σπίτι λαμπίκο ,αλλά κρατούσε τόσο λίγο. Τα ξαπολούσα πάλι κι άδικα η μάνα μου φώναζε όταν κρυμμένη στο ανώγι έπεφτα με τα μούτρα στο διάβασμα .Τι να κάνω ! πάντα μου άρεσαν τα βιβλία και ποτέ δεν ρωτούσα πoιός ήταν ο συγγραφέας .Απλά να διαβάζω και να μαθαίνω .
Είμουν δώδεκα χρονών κι αντί να θέλω να μάθω να πλέκω με το βελονάκι, εγώ προτιμούσα να ρωτώ όλους τους γέρους και τις γριές για τα παραδοσιακά παραμύθια και τραγούδια, που γέμιζαν τις γωνιές του μυαλού μου να τα αποστηθίζω και να γεμίζω τετράδια και τετράδια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ακούσω την κατσάδα από την μάνα της παιδικής φίλης μου, όταν την ρώτησα για το παλιό παραδοσιακό τραγούδι 'Τα εκατόν λόγια. 
-Αντί να μάθεις να κεντάς μου μαθαίνεις τραγούδια ! Τι θα τα κάνεις ;Οι κορούδες μαθαίνουν νοικοκυριό όχι πελλάρες! τέλειωσε κι αν και δεν τα παράτησα βάλθηκα να μάθω βελονάκι .Δεν πήρε και πολύ, αλλά τόσο βαρετό που δεν με γέμιζε αν και είμουν περήφανη όταν τέλειωσα το πρώτο μου σκέπασμα για διπλό κρεβάτι.
-Θα είναι η προίκα σου,είπε η μάνα μου κι εγώ να αναρωτιέμαι αν δεν ήταν πιο καλά να την αγοράζαμε παρά να σπαταλούμε τόσο χρόνο να την φτιάξουμε .Ελα όμως που έπρεπε να βλέπουν πόσο άξια είσαι για να σε θέλουν για νύφη!κι εγώ κόντευα τότε τα δεκατέσσερα κι η μάνα της φιλενάδας μου αφού είδε ότι καλά τα κατάφερνα ,έπρεπε να κάνω την δασκάλα στην φίλη μου που δεν τα σκάμπαζε καθόλου, η δεν είμουν καλή δασκάλα και αντί να την μαθαίνω στο τέλος τα έκανα εγώ.
Το ίδιο και με τον αργαλειό. Ηταν τότε της μόδας τα υφαντά ταγάρια αλλά η προσπάθεια να μάθω την φίλη μου να υφαίνει ήταν του κάκου . Εκείνη ήταν η καλή νοικοκυρά ,κάτι που δεν είμουν εγώ .
Δεν λένε ότι τα ανόμοια έλκονται;
Εγώ είμουν η ακαδημαϊκή και το πολύ διάβασμα μου άνοιξε την πόρτα της ποίησης .
Στην αρχή αδέξια με μερικές μαντινάδες που ο αδελφός μου τραγούδαγε στους χορευταράδες,όταν στους γάμους με συνοδεία το βιολί παράβγαιναν στον καρσιλαμά.
Δειλά δειλά καθώς δεν τολμούσα να δείξω τους στίχους μου σε κανένα, αλλά κάθε βράδυ στο ανώγι μας τους καλλιεργούσα όλο και πιό πολύ μέχρι να γίνουν όπως τους ήθελα. 
Ο πρώτος που τους είδε ήταν ο καθηγητής γείτονάς μας των Αγγλικών που πολλές φορές συζητούσαμε με τις ώρες για φιλοσοφία ,ποίηση και μου δάνειζε δικά του βιβλία.
Πήρα λοιπόν το θάρρος , του έδειξα μερικά από τα ποιήματά μου, άγουρα ακόμα τότε αλλά η φλέβα να διακρίνεται και με ενθάρρυνε να συνεχίσω.
Η χαρά μου μεγάλη σαν διάλεξε μερικούς στίχους από κάποιο ποίημά μου για 
να μπουν στην προτομή ενός αγάλματος γνωστού του γλύπτη. 
Και περνούσε ο καιρός ,η φίλη μου βρήκε γαμπρό κι εγώ κουμπάρα στον γάμο ,όπου άρχισε το ειδύλλιο μου με τον αδελφό της. 
Αν και είχαμε μεγαλώσει σαν αδέλφια ποτέ δεν μου έδειξε ότι μπορούσε να με δει και σαν γυναίκα αλλά “η αγάπη σαν θα ρθεί δεν ρωτάει κανένα”
έλεγαν “κάποιοι στίχοι μου και το αίσθημα αμοιβαίο .
Μια αγνή αγάπη με εμπόδιο την μάνα του που με τις άλλες νύφες της ζητούσε προίκες , σπίτια , μετρητά ,κάνοντας τους συμπεθέρους να γίνονται από δυό χωριά .Πως θα δεχόταν τώρα εμένα που η μόνη μου προίκα ήταν η φτώχεια .Όχι ότι εκείνοι ήταν πλουσιότεροι αλλά είχε τον γιό και όπως λέει το τραγούδι Έχω γιό κι έχω χαρά που θα γίνω πεθερά. Έχω κόρην έχω πίκρα που θα μου ζητάνε προίκα .Κι αυτό ήταν το θέμα μας την πρώτη φορά που ξεμοναχιαστήκαμε και ομολογήσαμε την αγάπη μας. Ξεστόμισα τους φόβους μου και που θα μπορούσε να μας οδηγήσει .
-Στον γάμο αγάπη μου είπε κι εκεί ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί ,μαζί κι από μια φωτογραφία με την αφιέρωση την δική μου .'Να με βλέπεις όταν με θυμάσαι και να με θυμάσαι όταν με βλέπεις .
Ο αγαπημένος μου όμως δεν ήταν σαν τα άλλα αδέλφια του να τον τραβάει η μάνα του από την μύτη. Εκείνοι υπάκουοι είχαν τώρα πια τα σπίτια που πήραν προίκα ενώ αυτός όταν άρχισαν να του λένε καιρός να παντρευτεί αφού τέλειωσε την σχολή ζωγραφικής και μου χάρισε το πορτραίτο μου ζωγραφισμένο ( στα κρυφά για τα γενέθλιά μου )να του προτείνουν άλλες που είχαν το δικό τους ,δήλωσε ορθά κοφτά ότι αγαπάει εμένα .
Αυτό μας κόστισε τρία χρόνια να συναντιόμαστε στα κρυφά μέχρι οι δικοί του να με αποδεχτούν κι εγώ να καταλάβω ότι ο δρόμος της αγάπης κρύβει και αγκάθια κοντά στα τριαντάφυλλα.
Μέχρι την ημέρα των καρναβαλιών, που μαζί με τους φίλους του πέρασαν όλοι μασκαρεμένοι από το σπίτι μας κι άρχισε να με πειράζει ότι θα με φιλήσει κι η μάνα μου να τον κυνηγά με την μαγκούρα μέχρι που έβγαλε την μάσκα μαζί και το δακτυλίδι των αρραβώνων μας και εκεί σε όλους μπροστά με ζήτησε επισήμως φέρνοντας προ τετελεσμένου γεγονότος τους δικούς του.
Η μάνα του ακόμα να με δεχτεί κι ο καλός μου μετακόμισε στο δικό μας το φτωχικό αφήνοντας το δικό του πλουσιόσπιτο ,θυμίζοντάς μου το τραγούδι , ”Παρά με την μανούλα μου μέσα στο περιβόλι ,καλιόν με την αγάπη μου μέσα στα μαύρα όρη” 
Κι έτσι επιτέλους χορέψαμε το χορό του Ησαΐα .Η πεθερά μου για πρώτη φορά , μ,αγκάλιασε μητρικά φιλώντας τα στέφανά μας . Έπειτα μετά τα συγχαρητήρια στον χορό του πρώτου Ταγκό με τον άνδρα μου εγώ γερμένη στον ώμο του ένοιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν .Τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα της ευτυχίας δεν με τρυπούσανε πιά.