α.
Γέννηση μικρού παιδιού
σε κλίνη με ρούχινο θόλο,
κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου
και φως αυγερινό στον φεγγίτη...
Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος
ο ναός της ζωής
κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,
ο κτύπος της καρδιάς
τα σκαλοπάτια ν' ανέβει.
Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν
από το γνώριμο παραμύθι
με καλάθια στα χέρια.,
τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω
το μερτικό του διαχωρίζουν...
Και λίγο πιο πέρα
απ' το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,
αλόγου οπλές να σβήνουν -
και σκιά φευγαλέα που μόλις
παίρνει το μάτι
να χάνεται, βέβαιη πως
θα ξαναγυρίσει...
β.
Ώρα μεσημεριού ο ήλιος
στη μέση τ' ουρανού
ζυγιάζει το βάρος της γης.
Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή
μισά ελιόδεντρα στη μια
μισά στην άλλη,
τόσα πρόβατα απ' εδώ τόσα απ' εκεί...
Μα πιο χαμηλά
άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι
κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,
τον βίο μετρώντας μ' άπληστο μάτι.
Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω
σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά
- μ' άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα -
παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο
κι από βαριές άχρονες στάλες
μισοφαγωμένα οστά...
Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι
στη γνώριμη ρουτίνα επάνω
που τώρα τρέχει βιαστικά -
με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο
τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,
και το χνούδι να γίνεται
ως το πρωί γενειάδα.
γ.
Φυσάει ένας αγέρας
στην αυλή απόψε
πεισματικά την πόρτα σειώντας,
αποτραβιέται και πάλι ορμά
φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι...
Νύχτα βαθειά - κανένας
δεν ανοίγει στ' ακρινά σπίτια,
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα
δίχως ξύλα στη φωτιά
χωρίς ένα σκύλο
να τρέξει να ψάξει.
Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης
ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,
άς έλθει οποιοσδήποτε
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει -
όχι εν λευκώ,
μα εκεί μπροστά στα μάτια
των ανθισμένων μυγδαλιών,
που μόνο αν είναι δίκαιο
θα συγκατανεύσουν.