Ο Τζώννυ από το Λίβερπουλ κι ο
Ζαν απ’ τη Λυών,
o Tζων από το Σίδνεϋ κι ο Γιάννης απ’ τη Σκάλα,
όλοι φαντάροι γελαστοί, μια νύχταν είχαν
γνωριστεί
μέσ’ στην Καντίνα του στρατού και κέφια
είχαν μεγάλα.
*
Ο Ζαν κι ο Γιάννης τ’ αγγλικά τα ξεύρανε
καλά-κακά,
κι ο Τζων κι ο Τζώννυ ξεύρανε τις μπύρες να
κερνάνε·
―Εβίβα, εβίβα βρε παιδιά, με μια και μόνο
μια καρδιά
τέσσερις χώρες έσμιξαν απόψε και γλεντάνε.
*
Πάνω στη ζάλη του ποτού βγάζουν το μέλλον
τους ατού,
και την παρέαν ερώτημα ζωηρό την
καταπιάνει:
Σαν του πολέμου η συφορά τελειώσει κι όλοι
με χαρά
βρεθούμε στις πατρίδες μας― καθένας τι θα
κάνει;
*
Ο Τζώννυ πρώτος τούς λαλεί μ’ αισιοδοξία
ριγηλή
ότι μεγάλο ένα γκαράζ στο Λίβερπουλ θα
ιδρύσει,
κι ο Τζων με πόζα ταιριαστή λέγει, είναι
γυιός εφοπλιστή
και του μπαμπά του την δουλειά σαν πάει θα
συνεχίσει.
*
Και το κασκέτο ενώ πετά, λέγει κι ο Ζαν
τραγουδιστά,
θα ξαναπιάσει στη Λυών την τέχνη του την
ίδια
και σα ρεφραίν αναφωνεί ότι επιστάτης θα
γινεί
στο πιο παλιό εργαστάσιο που κάνει
κεραμίδια.
*
Και να, του Γιάννη πια η σειρά έρχεται, κι
όμως συφορά!
Καθένας τότε μ’ έκπληξη πολλή τον
αντικρύζει
ναν’ στις παλάμες του σκυφτός, ο τόσον
εύθυμος αυτός,
κι ως από λύπη ξαφνική, μεγάλη, να
δακρύζει.
*
―Γιάννη, τι έχεις; Τον ρωτούν κι απορημένοι
τον κοιτούν.
―Γιάννη μας, έλα, σύνελθε. Τα κέφια σου μη
χάνεις.
Χάιτε λοιπόν, πες μας κι εσύ, σαν στην
πατρίδα τη χρυσή
ξαναβρεθείς ελεύθερος πολίτης, τι θα
κάνεις;
*
Μα ο Γιάννης είχε πια μπλεχτεί με κάθε
ανάμνηση φριχτή
της Κύπρου, που το κέφι του το εκάναν να
τουμπάρει.
Κι όλοι τους ξάφνου ακούν εκεί, μιαν ικεσία
σπαραχτική:
“Αδέλφια μου, ένας από σας στη χώρα του ας
με πάρει”.
*
Γύρω απ’ τον Γιάννη τρέξανε συνάδελφοι
καμπόσοι
μ’ απ’ όλους μόνο οι Κύπριοι τον πόνο του
είχαν νιώσει