της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ελέγχοντας τις
τελευταίες λεπτομέρειες της εμφάνισής του. Απέναντί του πρόβαλε μια σκοτεινή φιγούρα, που πάσκιζε να κλέψει
λίγο χρώμα από τη στολή του Αϊ-Βασίλη. Μα το βλέμμα παρέμενε θολό, τα χέρια
φορτωμένα νεανικές αμαρτίες, η θέλησή
του αμετανόητη.
Απόψε έριχνε στη μάχη το μεγάλο κόλπο. ΄Η όλα
ή τίποτα. Από τη μια ο πλούτος των λίγων κι από την άλλη η δική του ανέχεια,
που άγγιζε πια τα όρια της απελπισίας.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλο και κάποιοι θα
είχαν βγει για την απαραίτητη διασκέδαση των ημερών. Κι αυτός, ενδεδυμένος με
την αθωότητα ενός ΄Αγιου Βασίλη, θα μπούκαρε στα σπίτια των καλοζωισμένων και
θα φρόντιζε να πάρει λίγη από τη δική τους ευτυχία. ΄Οχι, κλοπή δεν την
ονόμαζε. Σαν δίκαιη μοιρασιά την έβλεπε, μια και οι λίγοι είχαν τα πολλά και οι
πολλοί τα λίγα.
Από μέρες είχε βάλει στο μάτι μια πολυτελή
βίλα, κάπως απομονωμένη από τα άλλα σπίτια της περιοχής. Σκύλο δεν είχε να τη
φυλάει . Κάποιες πληροφορίες, που φρόντισε με τρόπο να αποσπάσει από ένα
μπακάλικο της γειτονιάς, μιλούσαν για ένα μοναχικό ένοικο, εβδομήντα περίπου
χρόνων, επαναπατρισθέντα από τη Νότια Αφρική, ο οποίος έμενε στη βίλα μαζί με
μια αλλοδαπή οικιακή βοηθό και έναν
ηλικιωμένο κηπουρό. Εύκολη λεία! ΄Οσο για το σύστημα συναγερμού, είχε πια αποκτήσει ειδικότητα στο
είδος, μια και είχε δουλέψει ένα φεγγάρι σε εταιρεία που προμήθευε τα
καταστήματα με τέτοια συστήματα σε χονδρικές τιμές.
Βγήκε στον δρόμο, καλύπτοντας τους χτύπους της
καρδιάς του κάτω από την κόκκινη στολή της αθωότητας. Στην τσέπη μέσα βαθιά,
ένα ρίγος τον διαπερνούσε, καθώς τον άγγιζε το μέταλλο από το κρύο περίστροφο
που κουβαλούσε. Κάποιες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει ήδη να χορεύουν τον τρελό
χορό της πτώσης. Ο καιρός έστηνε σαν απαιτητικός σκηνοθέτης το σκηνικό του και οι
άνθρωποι τρέχανε την τελευταία στιγμή να
μάθουνε την πρόζα ενός άχαρου ρόλου και να στηθούν με αξιοπρέπεια μπρος στη
μεγάλη φυγή του χρόνου.
Και τότε πρόβαλε εκεί στη γωνία το κόκκινο γαρίφαλο. Από ποιαν
άνοιξη άραγε ξέφυγε κι έφτασε μέχρι τις αισθήσεις του; Κατακόκκινο σαν αίμα
ζωής, τυλιγμένο σε σελοφάν για προστασία κι από πίσω ένα μικρό τρεμάμενο χέρι,
μια μικρή τρεμάμενη φράση. « Πάρτε, κύριε, σας παρακαλώ!» ΄Υστερα η φράση
σταμάτησε σαν ξεκούρδιστο ρολόι κι απέμεινε να κρέμεται παράφωνα επάνω στα άσπρα
γένια του « Αγίου» . Ο μικρός μάζεψε δειλά το γαρίφαλό του, το έριξε σε ένα
καλάθι με καμιά ντουζίνα άλλα και στάθηκε ακίνητος, κοιτώντας με το στόμα ανοικτό, με την καρδιά
ορθάνοικτη. ΄Ητανε γύρω στα οχτώ, ελαφροντυμένος, παρά το κρύο, με παπούτσια
άσπρα , καλοκαιρινά μες στο καταχείμωνο, μάγουλα κατακόκκινα από το πέρασμα του
κρύου βοριά.
« Είσαι ο ΄Αγιος Βασίλης; Ο πραγματικός ΄Αγιος
Βασίλης;» κατάφερε να ψελλίσει μετά την πρώτη έκπληξη.
Τα έχασε. ΄Ενιωσε τα χέρια του να τρέμουν, τα
έβαλε στις τσέπες, μα το περίστροφο, λες και απέκτησε ξάφνου δόντια καρχαρία,
τον δάγκωσε γερά και τον μάτωσε ίσια μέσα στα ψίχουλα μιας ξεχασμένης
παιδικότητας.
« ΄Ηρθες για να μου φέρεις δώρο;» συνέχισε ο
μικρός και έσκυψε με λαχτάρα ίσια στα
μάτια της αγαπημένης του μορφής.
« Τον κοίταξε με έκπληξη στην αρχή, με κάποια
αμηχανία στη συνέχεια.
« Τι δώρο θα ήθελες να σου φέρω;» κατάφερε στο
τέλος να μουρμουρίσει, με φωνή που
φάνηκε παράξενη ακόμα και στον ίδιο.
Ο μικρός αναθάρρησε. Να λοιπόν, που δεν πήγε
χαμένο εκείνο το γραμματάκι που έστειλε στον ΄Αγιο Βασίλη. Με κάποιο δισταγμό βέβαια, μια και δεν ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στα χέρια του η
ευχή του. Μα να που γίνονται και θαύματα
κι η αγαπημένη φιγούρα με τη
μακριά γενειάδα ήταν μπροστά του.
« Δεν ξέρω αν μπορείς να μου δώσεις αυτό που
θέλω, κι ας είσαι ΄Αγιος…»
Κάτι μέσα του αναδεύτηκε περίεργα. Κουβαλούσε
τόση θλίψη στις χορδές της ετούτη η φωνή του αγοριού, καθώς ερχόταν και τον άγγιζε σαν παραπονεμένο χάδι,
που δεν μπόρεσε παρά να ρωτήσει:
« Και τι είναι αυτό που θέλεις;»
« Ο πατέρας μου δεν έχει δουλειά και η μάνα
μου δεν έχει άλλο κουράγιο. Πουλάω λουλούδια για να έχουμε ένα κομμάτι ψωμί …Αν
μπορείς, αγόρασε, σε παρακαλώ, τούτο το καλάθι με τα γαρίφαλα. Δεν είναι
ακριβά, αλλά θα φτάσουν για λίγο ρύζι».
Οι
νιφάδες άρχισαν να πέφτουν πιο πυκνές
και να σκεπάζουν όλες τις γκρίζες σκέψεις και προθέσεις. Κοίταξε ξανά το
αγόρι με το ελαφρύ ντύσιμο και τη μεγάλη προσπάθεια για χαμόγελο στην άκρη των
χειλιών. Και τότε μια ερινύα ξύπνησε
από τον λήθαργο , ντύθηκε ξανά την εγρήγορσή της κι ήρθε μες στην ψυχή του , τόσο βαριά, που αμέσως
θέλησε να την εκτινάξει στα ύψη και να μην την ξαναβρεί στον δρόμο του.
Ακούμπησε στο μικρό, λευκό χέρι του αγοριού με
δέος, όπως θα άγγιζε κανείς εικόνα του Χριστού.
« ‘ Εχω λίγα κέρματα στην τσέπη μου», είπε. «
Και θαρρώ πως κάπου πιο πάνω στη διασταύρωση, καθώς ερχόμουν, ένα μικρό
εστιατόριο ήταν ακόμα ανοικτό. Νομίζω πως μπορούμε και οι δύο να απολαύσουμε
ένα ωραίο ζεστό σάντουιτς με αχνιστές
πατάτες. Τι λες;»
Τα χείλη του αγοριού δεν μίλησαν. Τα μάτια
του, όμως, κατέβηκαν με λέξεις ορμητικές, ζεστές και πνίξανε το ψυχρό
αγέρι, που μέρες τώρα πάλευε να παγώσει
τον ΄Ανθρωπο μέσα του.
Σε λίγο, με έναν μικρό ΄Αγιο, ανηφόρισε στην καινούργια του ζωή . Καθισμένοι οι δυο
τους αντίκρυ , μοιράστηκαν ένα πιάτο και δυο χαμόγελα. ΄Ενα καλάθι κατακόκκινα
γαρίφαλα ανάμεσά τους μύριζε καινούργια αρχή κι αγάπη.