Από τον γέρο Κακουλλήν, τον γείτον τον καλόν μου,
που κάποτε στα νιάτα του, είχα τον δάσκαλον μου,
μιαν ιστορίαν άκουσα πούμεινεν στο μυαλόν μου.
Ένας λεβέντης είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν,
ποια χώρα ήταν ακριβώς, εν έσιει σημασίαν,
παντρεύτηκεν μα δεν είσιεν, καμιάν περιουσίαν.
Τζιαι στην απελπισίαν του, στην τύχην του την μαύρη,
μέραν τζιαι νύχταν έτρων τον, της φτώσιας του το κάγρι,
τζι’ έτσι εξενιτεύτηκεν, την τύχην του για νάβρει.
Επήεν χώρες μακρινές, δουλειάν για να γυρέψει,
τζιαι η καλή του σύντροφος, μοναδική του σκέψη,
μα τότες πόσταν εν είσιεν, γράμματα να της πέψει,
Είκοσι χρόνια δούλευκεν, μακρά σε ξένους τόπους,
τζι΄έκαμεν λίρες κάμποσες, με τους πολλούς του κόπους.
τζιαι ούλοι αγαπούσαν τον, για τους καλούς του τρόπους.
Τρεις λίρες εθυσίασεν, άλογον να γοράσει,
τζιαι πέντε όπλον για τζιυνίν, στον νόμον να κρεμμάσει,
τζι’ έπιαν τα τζιαι ξεκίνησεν, στο σπίτιν του να φτάσει.
Μα στο στραφίν του έμελλεν, τα μμάδκια του να δούσιν,
τον πάνσοφον τον γέρονταν, π’άκουεν να λαλούσιν,
τζιαι πλάσματα που έρκουνταν, να τον συμβουλευτούσιν.
Έμπειν τζιαι τούτος στην σειράν, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
να κάτσει με τον γέρονταν, τζιαι να τον κουβεντιάσει,
μιαν συμβουλήν που νάξιζεν, πέρκι τζιαι τούτος πιάσει.
Τζιαι με τον γέρον έκατσεν, σε τζιείν την ξένην Χώραν,
τζιαι κουβεντιάζασιν μαζίν, τζι’ οι δκυο καμπόσην ώραν,
τζιαι τη ζωήν του που αρκής, του γέρου την ιστόραν.
Τζι’ άμα του είπεν γλήορα, θα πάει στην καλήν του,
ο γέρος εσηκώστηκεν, σούζει την τζιεφαλήν του,
τζιαι πολοήθην τζι’ είπεν του, τότες την συμβουλήν του.
Λαλεί του άμαν θυμοθείς, να μεν κάμεις φοέραν,
πάρε βαθκειάν αναπνοήν, ποφύσα στον αέραν,
τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε, την δεύτερην ημέραν.
Λαλεί του τούν την συμβουλήν, καλά να την σπιάσεις,
τζιαν θυμωθείς τζιαι τ’όπλον σου, κάποιαν στιγμήν το πιάσεις,
να θυμηθείς την συμβουλήν, τζιαι να το κατεβάσεις.
Τζι’ αν πάρεις την απόφασην, πλάσμαν να θανατώσεις,
να δώκεις τόπον στον θυμόν, εφτείς να μετανώσεις,
τζιαι μείνε την επαύριον, για να τον ισκοτώσεις.
Έπιασεν τουν την συμβουλήν, πάλε καβαλλητζιέφκει,
ποσιαιρετά τον γέρονταν, τζιαι που κοντά του φεύκει,
τζιαι στης καλής του την θωρκάν, συνέχειαν κοντεύκει.
Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά, πολλά ταλεποράται,
με πέτραν για προσιέφαλον, πολλές φορές τζιοιμάται,
ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν, έσσω του ώσπολλάτε.
Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν, μέσα εις την αυλήν του,
έδυσε τζιαι το άλογον, τζι’ άπλωσεν το χαλίν του,
τζιαι θα εφανερόννετουν, αύριον στην καλήν του.
Τζι’η νύχτα σαν εντύθηκεν, τα μαύρα της τα κάλλη,
νάσου τζιαι έναν άδρωπον, να μπαίννει το προσαύλι,
τζιαι η καλή του να αννεί, τζιαι έσσω να τον βάλλει.
Την άτιμην εν φίλος της, φωνάζει τζιαι θυμώννει,
τζι’εφτείς ορμά στο όπλον του, με βόλια το γεμώννει,
μ’άρτεν στον νουν η συμβουλή, τζι’αμέσως μετανώννει.
Άφηκεν την γεναίκαν του, την πόρταν να βαόσει,
τζιαι πήρεν την απόφασην, το όπλον να γεμώσει,
τζιαι να τους παίξει τζιαι τους δκυό, μόλις θα ξημερώσει.
Μ’ άμα ο ήλιος έφκεικεν, τον κόσμον να φωτήσει,
έφκειν της πόρτας του σπιδκιού, τζιαι πάει προς την βρύση,
για να νυφτεί ο άδρωπος, πού ‘θελεν να κουτσιήσει.
Τζιαι είδεν τον που έβαλεν, νερόν μες έναν κάο,
τζιαι λάλεν βάλε άμανα, μπούκκομαν για να φάω,
τζι’ ύστερα βάρμου μιαν ευτζιήν, εις την δουλειάν να πάω.
Τζι’ όπως τον εσημάδκιαζεν, εθόλωσεν το δειν του,
τζιαι σκέφτην πως ο γέροντας, με τζιν την συμβουλήν,
εγλήτωσεν τον που φονιάν, να παίξει το παιδίν του.
Αγαπητοί ακροατές, τζιαι σεις να το σκεφτείτε,
τζιαι αν σας τύχει κάποτε, πολλά να θυμοθείτε,
την συμβουλήν του γέροντα, να την αθυμηθείτε.
Χαμπής Αχνιώτης