Καμιά
εκπλήρωση
δεν μπορούσε
ν’ αναχαιτίσει
τα μάτια μας
που έπλεαν
και χάθηκαν
μακριά.
Κάτω από την
επιφάνεια της λίμνης
γλιστρούσαν οι
χελώνες
σχημάτιζαν
ερωτική πομπή
και χόρευαν
στο υδάτινο μισόφωτο.
Εκεί που τα
γλυκά νερά της αλμύριζαν
πρόβαλε το
φάντασμα της αρχαίας θάλασσας
με τα κύματα
των άπειρων υποσχέσεών της.
Βγήκαν φεγγάρια
που
καταδύθηκαν για το λουτρό τους
και ξανάνιωσαν
κεφάλια
Νηρηίδων
στήθη που
τέμνουν το πέλαγος.
Ενωθήκαμε με
τα είδωλα
που δεν
επέστρεφαν
στον απαλό
καθρέφτη του νερού.
Το πόδι του
χρόνου κρινόταν
στους
βραχίονες μιας ζυγαριάς
χωρίς
αντίβαρο.
Ταλαντεύτηκε
μπροστά μας η θέα
και το
φάντασμα της αρχαίας θάλασσας
αναδιπλώθηκε
να διαλυθεί
στο σάβανο της
ομίχλης.
Οι χελώνες
άκουγαν κραδασμούς
που δεν τους
εννοούσαμε
μας οδηγούσαν
τα πηδάλια των
ποδιών τους
εκεί που
μετατοπίσθηκαν όλα
στην αρχική
θέση τους.
Όπως άνοιξαν
έκλεισαν οι
πύλες του τοπίου
ενταφιάζοντας
απομεινάρια
μιας
ακινητοποιημένης ζωής.
Έρμαιο στη
ναυτία των αιώνων
εκείνος π’
αφήνει
την αρχαία θάλασσα ν’ αναπαύεται
μέσα στην ψυχή του.