Αδέρφια,
μακρινά, αδικοπονεμένα,
στης Κύπρου
την καρδιά
φυλακισμένα,
εγκλωβισμένα...
Εδώ,
πίσω απ' το
συρματόπλεγμα...
με τις σκιές
των στοιχειωμένων των σπιτιών
της Αμμοχώστου
κουβεντιάζουμε,
καθώς βουβά
απλώνονται
πάνω στα ήρεμα
νερά της ύποπτης ανατολής.
Μονόλογος
ακούγεται,
θαρρείς μας
ξέχασαν,
φοβόμαστε να
τα κοιτάξουμε.
Κι εσείς
αδέρφια, πέρα στο Καρπάσι
με φόβο
κλείνετε τα μάτια
κάθε βράδυ,
ελεύθερα να
περπατήσετε στους κάμπους
δεν μπορείτε.
Σκληρό κι
ασήκωτο στην πλάτη σας το βάρος,
άδικη κι
απροσπέραστη η απομόνωση
που γέννησ' η
σκλαβιά.
Μοιράστηκαν τα
σώματά μας,
διαμελιστήκαμε.
Το 'να μας
χέρι στο Ριζοκάρπασο ,
τ' άλλο στη
Λεμεσό
με το 'να πόδι
σεργιανίζουμε
στους έρημους
δρόμους
του
σκλαβωμένου χωριού,
με τ' άλλο
κυνηγάμε το ψωμί στη Λευκωσία.
Το 'να μας
μάτι προσπαθεί ν' αγκαλιάσει
τα βορινά
ακρογιάλια της πατρίδας,
από τους
Σόλους ως στη Σαλαμίνα
και τ' άλλο
παλεύει
ν' αναγνωρίσει
τους δικούς μας,
όσοι
απέμειναν.
Σε τούτο το
γράμμα
που φέρνει το
περιστέρι
θα βρείτε
λόγια πού 'γιναν τραγούδια,
τα
καρδιοχτύπια μας,
ζεστό ένα
δάκρυ κι ένα φιλί.
Κι εσείς,
μες στο δικό
σας γράμμα,
μην ξεχνάτε,
στείλτε ζεστό
τον πόνο σας,
του παραθύρου
σας τη θέα,
τη γεύση του
καλοκαιριού,
τη μυρωδιά του
διψασμένου χώματος,
την ανυπόμονη
πνοή
τ' όμορφου
Αυγουστιάτικου πρωινού.
Στείλτε μας
ένα γιασεμί
απ' την αυλή
μας,
του γνώριμου
μονοπατιού,
ένα φίλημα
και κλείστε
μέσα στη φωνή σας
του κύματος
τον ψίθυρο
και την ανάσα
σας.
Ένα
αγριολούλουδο της Παναγιάς
αποθυμήσαμε-
το σπίτι μας
μια ζωγραφιά απέμεινε-
τη γη μας, το
σχολειό, τον ελαιώνα,
τη χρυσορόδινη
αμμουδιά
που της
Κερύνειας τ' ακρογιάλι αγκάλιαζε
πέρα ως πέρα,
ως τον
Απόστολο Ανδρέα .
Αδέρφια,
την αλφαβήτα
στείλτε μας
με μια ελπίδα,
όπως την
ξέραμε παλιά, ανόθευτη,
και της αγάπης
το μαντήλι
σ' ένα κόκκινο
σταυρό δεμένο.
Της Κύπρου την
καρδιά,
φυλακισμένη,
εγκλωβισμένη,
εσείς
-ακοίμητοι φρουροί, ακρίτες-
φυλάξτε τη με
θέρμη...
και στείλτε
την
στης λευτεριάς
την αγκαλιά.
Εκεί,
καλή αντάμωση
αδέρφια μας να
δούμε!