Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η γυναίκα του αγνοουμένου / Σόφας Πέτρος


Έγινες η αθέατη πλευρά
π' όλο με μαστιγώνει με κύματα παλιρροιακά
τραβά από τα μαλιά κάθε πνιγμένη επιθυμία
στα βάθη του άλλου μου εγώ
ξεθάβει χορταριασμένες μνήμες,
τις πιπιλίζω κάθε μέρα με τη σκέψη
τις νοιώθω που μικραίνουν
κι απαλύνουν τις αιχμές τις πρώτες
ώσπου να γίνουν πολιφάδια.
Οι μνήμες αναλίσκουν κι αναλίσκονται.

Αν τουλάχιστο ηχογραφούσα τη φωνή σου
οι τοίχοι θα ζωντάνευαν ξανά
το σπίτι θ' αντηχούσε τ' όνομα μου
θα ράγιζαν τα τζάμια της σιωπής,
κι εσύ να βγαίνεις μέσ' απ' όλους τους καθρέφτες
κάθε καθρέφτης ένα πρόσωπο δικό σου
κι εγώ να ορίζω όλα σου τα πρόσωπα.
Αν στερεοποιούσα τη φωνή σου
να την εμφιαλώσω σε μυρωδικό
ν' αρωματίζω το γυμνό σου μαξιλάρι κάθε βράδυ
να εξορκίζω τ' όνειρο με μάγια
να ξεπουλιάσει το πρωί.

Δέκα καλύμματα σκεπάζουν τη μορφή σου
δέκα στρώματα αγωνίας την επιχωματώνουν
απολιθώνεσαι σιγά σιγά στο χρόνο
εγώ με τούτο το κεφάλι το αραχνιασμένο
πώς να σηκώσω τόσους πέπλους πίκρας
το μέσα μάτι αδυνατίζει με το χρόνο
θαμπώνει το γυαλί.
Που ν' αλητεύεις
ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή;

Γιατί επανέρχεσαι κάθε φορά μ' άλλη μορφή
γίνου τουλάχιστο κι εσύ ένα εικόνισμα
που ανάβουμε τη νύχτα κι ύστερα τίποτα.
Αποφάσισε επιτέλους που να καταταχτείς
δεν το μπορώ μέσα μου να σε κουβαλώ
και ζωντανό και πεθαμένο.

Τις ατέλειωτες νύχτες
όταν τα χέρια σου ελλείπουν
τα σεντόνια με τυλίγουν
σφίγγουν το κορμί μου ηδονικά
η κάμαρά μου γίνεται διαφανής
εκτοξεύομαι στο διάστημα
πατώ στ' αστέρια
ύστερα γκρεμίζομαι ξανά στο κιβούρι μου
γίνομαι μούμια τυλιγμένη
σ' αιώνες λευκής σιωπής.

Όταν πια έχει πέσει
κι ο τελευταίος θύλακας ελπίδας
κι όλα δείχνουν μια νέα πραγματικότητα
δίχως θεληματικές αυταπάτες
άνεμος συνεργός
φέρνει στ' αυτιά μου τη φωνή σου
μ' ανάβει τα μικρά φωτάκια
«είμαι ζωντανός, είμαι ζωντανός»
ώσπου να λαλήσει ο πετεινός
το φάντασμα αποσύρεται
να 'μαι πάλι κτυπημένη
στην πλάκα της απόγνωσης.

Η τελευταία φωτογραφία σου
μ' εκείνο το χαμόγελο σου το ακαθόριστο
στα χέρια σου το πρώτο μας παιδί
να το σηκώνεις όσο πιο ψηλά μπορείς
να το γλυτώσεις από μια θάλασσα τρικυμισμένη
που μόνο εσύ την έβλεπες,
κι αυτό να ζυμώνει τον αέρα με τα πόδια του
να ζυμώνει την κακιά του μοίρα.
Η τελευταία φωτογραφία σου
το υστερόγραφο μήνυμα σου.

Ο χρόνος μικραίνει
το δαχτυλίδι όλο και σφίγγει πιο πολύ
ούτε την ελπίδα δεν μπορεί να χωρέσει
ούτε ένα φευγαλέο όνειρο
δεν αφήνει να περάσει στην άλλη μεριά
χωρίς να του μαδήσει τα φτερά.
Εγώ περιφέρομαι γύρω του
σ' αντίθετη φόρα μεγαλώνω
μέσα στο κενό της απουσίας σου
στο διαστημικό κενό της μοναξιάς σου.

Τα κομμάτια του ʼη Βασίλη
στοιβάζονται στην ντουλάπα κάθε χρόνο
τώρα είναι δέκα στη σειρά
να καρτερούν τον στύλλον του σπιθκιού
κι αυτός να μην έρχεται ποτέ
και τα κομμάτια να πληθαίνουν
κι οι αναβολές να εναλλάσσονται η μια την άλλη
τα δάκρυα ν' αναστέλλονται
για την επόμενη Πρωτοχρονιά.

Η στεφανοθήκη στο σχήμα της καρδιάς
με τη φωτογραφία μας στη μέση
κρεμασμένη στον τοίχο από τότε
τα πρόσωπα μας κώδικας του εαυτού μας
κι εμείς ξεχάσαμε τα κλειδιά
κανένα δεν αναγνωρίζουμε δεν μας αναγνωρίζουν,
εσύ πώς έλυσες τα μάγια του καιρού
πώς ελακκίστηκες κι εχάθης
πώς έγινες μια τρύπα στη μέση της καρδιάς.

Είσαι μια ταφόπετρα αδειανή
χωρίς ένα όνομα να σε θυμίζει
θα γεμίσει δε θα γεμίσει;
θα τιναχτεί η πλάκα στον αέρα
κι ο αρχάγγελος θα πάει τη βάρδια του στον ουρανό;
Ποιος θα μου πει;
Δεν είναι άλυωτο κερί η ελπίδα.

Ο μουδιασμένος αέρας του καλοκαιριού
στρατεύει τα ξηραμένα φύλλα
κάτω από το παράθυρο μου
κι εγώ η τρελλή ακούω τα βήματα σου
όταν φορούσες τη Λαμπρή
τα τριζάτα παπούτσια σου,
διάβαινες το κατώφλι του σπιτιού
με τ' άγιο φως στο χέρι
κι έφερνες την Ανάσταση παντού.
Ανοίγει η καρδιά
η ελπίδα ξεμυτίζει για λίγο
τόσο δα
όσο κρατά στο φύσημα του ανέμου
το κερί.

Πόσο καιρό τα λόγια ν' αναβάλλουν
να γεμίζουν ένα αύριο αδειανό
το παιδί μας μεγαλώνει κι ερωτά,
τι να του κάμει μια παλιά φωτογραφία
κι όλα τα «θα έλθει»
που πέφτουνε ξερά κάθε χρόνο;
Φοβούμαι τη στιγμή που θα πάψει να ρωτά.

Το δάκρυ δεν στέρεψε
τώρα στοιβάζεται στην υπόγεια στέρνα της καρδιάς
σε περιμένει να 'ρθεις
ν' ανοίξεις τις πόρτες ν' αδειάσει
δεν αντέχει άλλο φορτίο
κάποια τοιχώματα θα ραγίσουν
μην αργείς.

Οι μέρες ανοίγουν τα πέταλά τους
από μέσα προβάλλουν χιλιάδες πρόσωπα
με την μορφή σου σε παραλλαγές.
Σε ποιο χώρο γυροφέρνεις
και μου στέλλεις αντικατοπτρισμούς
δίχως έλεος.

Τα χνάρια μιας παλιάς αφής
βαθαίνουν λίγο λίγο στο κορμί μου,
διυλίζονται, βγαίνουν στο φως
σταγόνες μνήμης αιχμηρής,
έγινα βάρκα χιλιότρυπη
εκτεθιμένη σ' όλους τους ανέμους
γυρεύω σωσίβιο να μη βουλιάξω

κι εσύ δε φαίνεσαι.

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ / Σόφας Πέτρος

Έτσι που μας συνήθισες 
με τα χίλια σου πρόσωπα 
ανάμεσα στους καθρέφτες, 
δυσκολευόμαστε ν΄αναγνωρίσουμε 
το πραγματικό.
Κι΄ όταν σου μιλούμε 
έχουμε την αίσθηση πως γελοιοποιούμαστε 
μιλώντας σ΄ ένα είδωλο. 

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ο Ανεμής / Χατζηχαμπής Χαρ. Ανδρέας


Ο Ανεμής τριγύρναγε γύρω του εκοιτούσε
και έβλεπε και θαύμαζε κάθε λογής λουλούδι
και έβλεπε και θαύμαζε κάθε λογής το χρώμα
πράσινο, κίτρινο, μελί, σταρένιο και γαλάζιο
τά΄βλεπε και προχώραγε και τους χαμογελούσε
σ’ εκείνο που εστάθηκε ήταν αυτό το ρόδο
το ρόδο που του μίλαγε κι΄ας μην έβλεπε στόμα
το ρόδο που του έπαιζε κι΄ας μην έβλεπε λύρα
εστάθηκε το μύρισε κι’ έμεινε το κοιτούσε
και είπε κι΄αποκρίθηκε στο μόνο τούτο ρόδο
«Εσένα θέλω Ροδινή, εσένα πού’ χεις χάρη
που με κοιτάς και γεύομαι ρανίδες ευτυχίας
που μου μιλάς κι’ ακούγεσαι σε κάθε κύτταρό μου
που μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ και μόνο αυτό μου φτάνει».

Πνευματική πολιτεία / Χατζηχαμπής Χαρ. Ανδρέας


Πόσοι στ’ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα,
μονήρεις,
αφήνοντας πίσω τους πόλεις και κτίσματα,
τείχη και μέταλλα,
αποτραβήχτηκαν σε αυτή την ακτή,
σε κάθε ακτή,
εκδυόμενοι της ψυχής τους το όστρακο,
να σχηματίσει μαζί μ’ αυτά των προηγούμενων ποιητών
θίνες ανά τους αιώνες; Ως οι δρυάδες και οι νύμφες,
ως οι νεφέλες και οι νηρηίδες
μεταβαίνουν εις την ενωποιό
πάγλαυκη πνευματική πολιτεία,
με τα φτερά της ίριδας,
με τις ακτίνες του ήλιου,
να συναντήσουν αχανή
τα ποσειδώνια λειβάδια των οραματισμών
και τις υγρές ερήμους των στοχασμών,
να δουν τα ψάρια πουλιά,
τους ανθρώπους θεούς.

Αστέρια κρατούν στις απαλάμες,
προικιά της θάλασσας και φυλακτά,
σαν το σκοτάδι και πάλι  κρύψει
του ήλιου τα μάτια τα λαμπερά,
θα’ ναι αυτά για να φωτίζουν
τη γη, τη θάλασσα και τα παιδιά.

[Έρχονται φώτα που ξέχασες] / Χατζηλουκάς Κυριάκος

Έρχονται φώτα που ξέχασες
αρώματα χαμένα σ’ ανέμους
σπιθίσματα από ταφόπετρες.
Μνημονεύονται πτωχοί γραφείς
κι αφρόντιστοι απόστολοι.

Στρέφεσαι στο πηδάλιο.

Από παλιά πρέσβεις σ’ ακτές.
Κοινωνείς νέου αίματος.
Ζητάς να ιχνεύσεις το κοίλο τ’ ουρανού.

Σε κινεί ζωή που δε βλέπεις.
Κρυφή αύρα υψούσα.
Σύρεσαι στη σιωπή μεγάλων στιγμών
να λυγίσεις την κίτρινη λαίλαπα.

Λύεις εμμονές.

Ωραιώνεις στοιχήσεις.
Απαντιέσαι με νέες πνοές.
Αναστρέφεις τα ρήγματα.

Έρχονται στάσεις
Θυμάσαι λευκανθούς.
Στοιχειωμένα αγάλματα θραύονται
Πέφτουν φαρέτρες από φέρετρα.

Δρόμος Σταυρού


               
Συνδέσαμε τη γιορτή του Σταυρού µε θανάτους.
Σ' ανθώνα η συντροφιά.
Οι ηλίανθοι λυγισμένοι από φως.
Βλέπαμε τους πεθαμένους µας σε σκιές δέντρων.
Κρωγμοί και πετάματα
ψυχώματα άγνοιας.

Πιστεύαμε πως ο Ηράκλειος
ήρωας µε βασιλικό µανδύα
κράτησε ορθός για πολύ μέγα άχθος.

Ο κύκλος δεκατισμένος.
Ο Ηράκλειος κυρτωμένος γέρων
προλετάριος πια
σέρνει σ' άνανθο ήλιο αµνηµόνευτος το σταυρό του.

ΑΠΟΜΑΡΜΑΡΩΣΗ / Χατζηλουκάς Κυριάκος


Στη σκέψη των γενεών
               
Πέφταμε σ' αθώρητους γκρεμούς.
Σαρωμένες ασπίδες.
Θραύση του μεγάλου ονείρου.

Άφυπνοι και δόλιοι οι πασάδες.
Επιτήδειοι σε πλοχµούς

Φονικά µ' εµβατήρια
σε ψιλούµενα πεδία.
Έρπουν ετερόκλητα κύματα.

Ωχούνται επιτήδειοι.
Άπαυστες τελετές.

Φραγµένοι από ναρκίσσους
σ' οίκους χαµηλωµένους.

Φονικά µ' εµβατήρια.
σε ψιλούµενα πεδία.
Έρπουν ετερόκλητα κύματα.

Φίλαυτοι πηδαλιούχοι θέρμαιναν
αγαλήνευτους σάρακες.
Ήταν κι η δια-νοµή
ονομάτων κι αργυρίων.

Ψηλαφίσεις ερειπίων.
Μοχλεύεται καµένη μυρσίνη.

Ήταυ αυτόφωτοι οι δάσκαλοί µου. Μ' έφεραυ σ' αυθευντικές πηγές.
Εκεί πανάρχαιες αρετές• ελευθερία, δικαιοσύνη, φιλοτιμία, ευθύνη.
Ορίστηκα υα επι-μείυω ιδία στη τελευταία.

Μένεις στη σκέψη των γενεών.
Μελέτησες μακρές στροφές.
Αφέθηκες σε λιωµένα πέδιλα.
Λευκαινόµενος έβλεπες αλλιώς τ' άγρια νέφη.

Εκείνοι που έφυναν οι πιο πολλοί.
Όσοι απόµειναν
η ζωή π' ανθίσταται.

Τοπίο / Μιχαηλίδου Λίλη


Αγαπώ ένα τοπίο
που αρχίζει
εκεί που τελειώνει
Πιότερο ποθώ
να το συντάξω μέσα μου
μη με πληγώσει η απουσία του…

Γένεσις / Μιχαηλίδου Λίλη


Kαι τότε
μέσα απ’ τα ποδοβολητά των αλόγων
μέσ’ από τη σκόνη που κάλπαζε
στη θολότητα του τοπίου
και στο ποτάμι στάσιμο λίμναζε το δάκρυ
Kι ο πηλός
αυτός που ήταν η αρχή
πνεύμα που καρτερούσε να ζωντανέψει…
Tότε τα άλογα
έγιναν ένα με τις κινήσεις τους
κι ένας σπασμός ζωής
μια έκλαμψη οργασμού
αφαίρεσε το παραπέτασμα της σκόνης
στη μυστική εκείνη συνάντηση
του ιερού
στο εσωτερικό του πηλού...

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Μαρία Περατικού Κοκαράκη (μικρό βιογραφικό)


Η Μαρία Περατικού Κοκαράκη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27/6/1953. Μεγάλωσε στο μαρτυρικό νησί του ελληνισμού, την Κύπρο, τόπο καταγωγής του πατέρα της. Η μητέρα της Αθηναία, με Μικρασιατικές ρίζες.
Σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών  και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Πανεπιστήμιου Σύδνεϋ (Νεοελληνικό Τμήμα).


Έργογραφία :

Ποίηση:

ΑΓΥΡΤΕΙΕΣ, Εκδόσεις Ακτή, Λευκωσία 2001
ΤΑΝΑΦΟΡΜΙΑ, Λευκωσία 2003
ΑΥΤΟΜΕΛΑ, Λευκωσία 2006
ΧΑΙ-ΚΑΙ, Λευκωσία 2006
ΙΔΙΟΜΕΛΑ, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία 2010
ΧΑΙ-ΚΟΥ ΚΑΙ ΤΑΝΚΑ, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία 2010

Μυθιστόρημα:

ΒΑΛΣ ΜΕ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία 2007

Αφηγήματα:


ΤΑ ΜΝΗΣΤΡΑ, Εκδόσεις Αφή, Λεμεσός 2009

"Χάι Κου και Τάνκα" (απόσπασμα) / Περατικού Κοκαράκη Μαρία

Ανέμου δάκρυ.
Μουσική φύλλων λεύκας.
Νόστου ανάσα.

Αμφισβήτηση,
νερατζιά στολισμένη
κραυγή εφ'ηβου.

Κλαίει η βροχή,
γδέρνονταας τα πέταλα
του λεμονανθού

Χλωμό φγγάρι
ξαπλωμένο στην άμμο
ερωτοτροπεί.

Σπάνιο δώρο,
η αγάπη η πρώτη,
ευ να τελειώνει.

Γιὰ τὰ δέντρα / Περατικού Κοκαράκη Μαρία



Στῆς πρωτομαγιᾶς
τή μέρα, τά στεφάνια
στολίζουν θύρες.

Πρῶτο ἄγγιγμα
μέ τῆς ἄνοιξης χάδι,
ἀνθοῦν τά δέντρα.

Αιγαίoυ Παραθύρι / Περατικού Κοκαράκη Μαρία




Ανoιγμένo στo Αιγαίo παραθύρι
αντικαθρέπτισμα της Κύπρoς
στις μυρωδιές στoιχισμένων κoχυλιών
πoυ βoυίζoυν αίνo ελληνικό
Βασιλικό
Θυμάρι
στη γη πoυ ξαπλώνει στo γαλανό τoυ αιγαίoυ
π΄ ανoίγει αγκαλιά στo γλαυκό τoυ oυρανoύ
σε φως λαμπυρίζoν B ρίγoς δημιoυργίας
Σάλπιγγα ειρήνης
Αραξoβόλια νησιά τoυ Αιγαίoυ στα νερά ριγμένα
Φλoγερή καρδιά πανί στη σκoύνα
Ατρόμητη ψυχή ψαράδων τoυ Αιγαίoυ
Πoτήρι κόκκινo κρασί σε πανηγύρι Αγίων
υψωμένo στην ευχή της Επιστρoφής
Κιoύλι της Κερύνειας
Λαλέδες της Λάπηθoς
Λεμoνανθός τoυ Καραβά
Ανθός πoρτoκαλιoύ της Αμμόχωστoς
Νησιά Αιγαίoυ μητραδερφά oμoγάλακτα
oμoφρόσυνα oμόπoνα
Ίδια αρώματα στην πνoή τoυ αγέρα
Φασκόμηλo
Μαντζoυράνα
Ελληνική μικρή καρδιά τoυ Αιγαίoυ
Δισκoπότηρo Θείας Κoινωνίας

πoυ θα μεταλάβει την Επιστρoφή

Ονείρατα της Σμύρνης / Περατικού Κοκαράκη Μαρία





Καντήλι η ψυχή της
νυχτoήμερα αναμμένo
στης Σμύρνης τo εικoνoστάσι
Δάκρυ η αλήθεια στα μάτια
διπλωμένo στην κoυρελιασμένη σημαία
π΄ ανεμίζει τη συγκίνηση τoυ γυρισμoύ
Ζωντανές oι λέξεις στo σαρκoφάγo τoυ χρόνoυ
Απoτύπωμα άφθαρτo τo τραγoύδι
υμνεί της Μικρασίας τα ελληνικά
τα αχαϊκά τα αιoλικά
τα δωρικά τα βυζαντινά
Λειτoύργημα κίνησης αγγελικό
τo χαμoγέλιo
τo μoιρoλόι
o λόγoς
η φυγή από χώμα πατρίδας
Δικές μας oι πατρίδες πoυ χάθηκαν
στης ψυχής τα κατάβαθα κoυρνιασμένες
στo αιώνιo ιoστεφανoμένων πρωινών
Xαμηλόφωνη φωνή
σε παλμoύς επιστρoφής κραυγάζει
ρίζες
ταυτότητα
φως
Αδελφoπoιεί
Σμύρνη με Κερύνεια
Έφεσo με Σαλαμίνα
Πρoύσα με Αμμόχωστo
Συμφωνεί στη λαμπαδιφόρα
της ελευθερίας κωδωνoκρoυσία
με πρόσβαση στo Μεγάλo Όραμα

με τίτλo Ελληνικό

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Σάν τουρίστες / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Θά κρατοῦμε τό κεφάλι μας
κάτω ἀπ’ τόν ὦμο.
Ὄχι, δέν εἴμαστε μάρτυρες
οὔτε ὅσιοι.
Ὄχι, δέν εἴμαστε ξενητεμένοι
οὔτε μετανάστες.

Πρόσφυγες εἴμαστε
πού ἐπισκεπτόμαστε σάν τουρίστες
τά σπίτια μας
ἀκέφαλοι
ματαιωμένοι
χωρίς ταυτότητα.

Πρίν γίνουμε στῆλες ἅλατος
βρέ ἀδερφέ,
ἕναν καφέ θά τόν πιοῦμε…!