Τό σπίτι τὄχουν μυρώσει
νήματα σάν ἐκκλησιά
οἱ περικοκλάδες, τ’ ἀναρριχητικά
τ’ ἀγριόχορτα.
Τὄχουν μυρώσει
κυκλωτικά τά δέντρα,
ἔνοικοι οἰκεῖοι
συγγενεῖς
φίλοι κι’ ἀδελφοί
τῆς φύσης.
Τά δέντρα εἰρηνεύουν
τίς ψυχές τῶν ξεριζωμένων,
ψυχές-θεατές τοῦ σπιτιοῦ
ἀπό τηλεσκοπίου,
τριάντα τόσα χρόνια
κρυμμένοι παρατηρητές
πίσω ἀπό τά ἐχθρικά φυλάκια
νά παρακολουθοῦν
σάν φυσιολάτρες μυστικοί
σάν ἕνας πελώριος ὀφθαλμός δίκης
τό χαμένο τους σπίτι.