Ο ύπνος
Ερχόταν χωρίς ειρμό
Δεν τον έδιωξα
Αντίθετα
Επικαλέστηκα τ’ όνομά του
Τη γλύκα, το άλλοθι τη λήθη.
Τ’ ανώνυμό του
Έτσι κληρονόμησα τα μεγάλα βράδια
Από σένα
Ξύπνησα πλούσια
Η ψεσινή οδοιπορία
Παραδόθηκε στις πρωινές ώρες
Ο ύπνος
Είχε κάτι από τη γλυκύτητα
Της αναζήτησης
Τίναξα τα ζεστά σεντόνια
Να ξανάρθεις
Το πρωί
Το βλέμμα σου άλλαξε
Δανείστηκε κάτι ασήμαντα πρόσκαιρο
Να με χαιρετήσει
Το ‘χω ανάγκη μου ‘πες
Κι εγώ
Σ’ αναζήτησα στο ακάλυπτο στήθος μου
Που μονοπώλησε τον μονόλογο σου….
Θα μου λείψεις
Αν αφήσεις την απόσταση
Να μεγαλουργήσει
Μ’ έμαθες
Να συντηρώ το πέρασμα σου
Με τη σιγουριά της δημιουργίας
Θα μου λείψεις
Να ‘ρχεσαι
Βάρβαρα μελετημένος
Μισαλλόδοξος
Σφετεριστής του χρόνου
Και του ονείρου
Ναυμάχος, κατακτητής, ιδεαλιστής
Προσκυνητής του απροσκύνητου
Τ’ ανυπεράσπιστου, τ’ ανύποπτου
Να ‘ρχεσαι
Κι εγώ θα σ’ αγαπώ για ό,τι δεν μου έδωσες,
Για τον κόσμο σου
Που πονεί στ’ αδιέξοδο,
Για τα’ ασυμβίβαστο της μοίρας σου,
Την εγκράτεια,
Τη μεγαλοσύνη
Την ηρεμία
Την υπόσχεση.
Εγώ θα σ’ αγαπώ
Για κείνο που θα ‘ρθεις
Για κείνο που μαστορικά προετοίμασες
Για κείνο που ρυθμικά πόνεσες
Εγώ θα σ’ αγαπώ
Σ’ άγγιξα
Κι επέστρεψα
Στη χωμάτινη κατασκευή μου
Ίσως να μπορούσα να αναμιχθώ
Να αναγεννηθώ
Να ανοικοδομήσω
Όχι με τη δική σου διάρκεια
Απλά
Αόριστα
Ακαθόριστα
Ίσως να μπορούσα να ολοκληρωθώ
Στη δική σου άλωση
Αν αν παρέβαινα την εντολή