Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Μάθημα Ιστορίας / Παταπίου Νάσα


Ο Φλώριος, ο Στέφανος
Και ο εικοσαετής Λεονάρδος
Πολύ τη λάτρεψαν πολλά κατέγραψαν
Για τη γενέθλια γη μου
Carpasium, Carpasso
Rizokarpaso
Η κομητεία, η βαρονία
Των Φράγκων και των Ενετών
Πάμπολλες εκκλησίες
Αναφέρει ο Φλώριος
Τοιχογραφίες και ψηφιδωτά
Εκεί φυτρώνει λασμαρί
Και φύεται herba di San Juanne
Ο Στέφανος υπενθυμίζει
«΄Ηταν της προγιαγιάς μου
Της Ισαβέλλας φέουδο
Από τον ένδοξο οίκο Λουζινιάν»
Και ο τρίτος αναφέρει οικισμούς απ’ τοΜεσαίωνα
Που τώρα πια χαθήκαν
Νέγκωμη, Κόρακας, Πραστειά, Κορώνη
Κάθεται επίσης και θαυμάζει προς τη θάλασσα
Τις Γυναικόπετρες
Τα θηλυκά γλυπτά στους βράχους
Μάρτυρας μακραίωνου τοπωνυμίου
Αχ Φλώριε Βουστώνιε
Στέφανε Λουζινιάν
Και εσύ εικοσαετή Λεονάρδε
Σαν κλείνω τα γραπτά σας
Κάθομαι και ασκώ τη μνήμη μου
Να μην ξεχνώ
Ακούστε με κι εσείς
Λέμπος, ο Λάρης ποταμός
Λεμπρικαστή, Λευκόνησος
Τα Νερά της Ρίζας
Τα Νερά της Πλάκας
Τα Νερά τα Σέλενα
Σύρριζα μας ξερίζωσαν
Από το χώμα

προς τα νερα τα Σελενα / Παταπίου Νάσα

Με είπαν η μικρή αδελφή
Της νεράιδας Μελουζίνης
Και την ακολούθησα στις βρύσες
Στις πηγές και στα ποτάμια
Όπου σύχναζε
Στα κάστρα όπου ύφαινε
Κι αγνάντευε την πεδιάδα
Θα σε πνίξει μου είπε
Μια θάλασσα από ανθισμένες ανεμώνες
Ο έρωτας σαν θα περάσει δίπλα σου
Σαν αμυδρά ακουστεί το θρόισμά του
Τι λύνεις τα μαλλιά σου μες στη νύχτα
Και περνάς στο λαιμό σου μαντίλι
Που δεν το θώπευσαν τ’ άστρα
Και δεν ξαστρίστηκε;
Μα εγώ ανυπότακτη
Βύθιζα τα πόδια μου
Στο μεθυσμένο νερό που έτρεχε
Και δοκίμαζα απερίσκεπτη
Των απαγορευμένων φρούτων τη γεύση
Την ακολουθούσα ακροπατώντας
Χειμώνα καλοκαίρι
Γιατί η ίδια ξεδίπλωνε
Δέλτους της Ιστορίας
Και με σκοτάδι και με φως
Πείνα και δίψα
Και τραύμα και πληγή
Και θρήνο και θάνατο
Που θέριζε ψυχές
Κίτρινα στάχυα
Την ακολουθούσα
Περνούσε μέσα στα γονατισμένα πεύκα
Εκεί που σκόνταφτε κυνηγημένη η Μαρία
Κι όπου έπεφταν τα δάκρυά της
Φύτρωναν δάκρυα άνθη sempevive
Μα εκείνη προχωρούσε
Έφθανε έως τα Νερά τα Σέλενα
Κι εγώ εκεί μαζί της
Πίσω απ’ το θάμνο
Την παρακολουθούσα
Έπινε νερό από το βράχο
Που έτρεχε κι έσμιγε
Με τ’ αλμυρό νερό
Της θάλασσας
Κι ήταν στιγμές
Που μου φαινόταν θάλασσα
Θαλασσοαιματωμένη
Και γευόταν η Μελουζίνη
Ευωδιαστά αγριοσέλινα
Που φύτρωναν τριγύρω
Είσαι η μάνα των Λουζινιάν τη ρώτησα
Η δέσποινα των δύο πύργων
Μακριά στην Εσπερία;
Ή είσαι η μάνα που μου στέρησαν
Και δέθηκα μαζί σου ακολουθώντας σε;
Απάντηση δεν έλαβα
Και φύτρωσα εκεί
Προς τα Νερά τα Σέλενα
Τόσο φως τόση πορφύρα
Τόση κυανή τρικυμία
Τόση θαλπωρή τέτοια όψη
Τέτοια αιχμηρότατη κόψη
Αυτή είναι αυτή είναι
Αναφώνησα
Και η ανάσα μου
Θάμπωσε τον καθρέφτη σου Πατρίδα

Στις εσοχες του χρονου / Παταπίου Νάσα

Διέσχισα ερήμους εκτάσεις
Στα βάθη της Ανατολής
Ανάμεσα σε λίμνες πανάρχαιες
Που ακούγονταν στις όχθες τους
Ανάσες και μουρμουρητά
Ενός άλλου κόσμου
Σε αχανή χορτολίβαδα πλανήθηκα
Ως ένα άλογο αενάως καλπάζοντας
Με ανείπωτη θλίψη
Στα τεράστια μάτια του
Πάντα φυλλορροούσα
Στο άγνωστο αλλοτινών εποχών
Κι επιθυμούσα να γνωρίσω
Τα όσα σκέπαζε η αχλύ και το σκοτάδι
Γι’ αυτό καθ’ οδόν
Καθρεφτίστηκα σε βαλτόνερα
Και υψώθηκα δένδρο
Σε παραποτάμιο δάσος
Ν’ αντικρύσω
Πέρα απ’ την απέναντι κοιλάδα
Με τα οροπέδια άξενα
Κάλυπταν τον ορίζοντά μου
Σε σταυροδρόμια γρίφους
Δεν γνώριζα τι δρόμο ν’ ακολουθήσω
Δισχισα τη χώρα της φωτιάς
Τη χώρα της βροχής
Τη χώρα των ανέμων
Όπως εκείνο το φοβερό
Παραμύθι της μάνας μου
Που τ’ άκουγα μικρή κι αναρριγούσα
Εξερευνούσα τις νύχτες
Τον αστρικό κόσμο
Και πλανήθηκα με τους πλανήτες
Όπου κι αν έφθανα
Της χερσονήσου η άκρη
Μ’ ακολουθούσε
Ως ευχή και κατάρα
Ως πικρή δάφνη
Και επιμήλιο ώριμο
Ξέμεινα σε χανούτια της Κύπρου
Πριν από πέντε αιώνες
Κοιμήθηκα ξάγρυπνη σε χάνια
Και είδα να με παραμονεύει
Η σκιά του θανάτου
Στις εσοχές αενάως του χρόνου
Ασθμαίνοντας τέλος είπα
Τώρα θα σπάσω
Τον πάγο της στέπας
Με τις οπλές μου
Ν’ ανακαλύψω
Την ελάχιστη χλωροφύλλη
Τη θαλπωρή που εξέλιπε
Έστω και εάν ματώσω
Πατρίδα
Έστω Πατρίδα κι αν τρέξει
Το αίμα μου
Στον ασφόδελο πάγο

«Ο σκαντζόχοιρος που επέζησε» / Παστελλάς Ανδρέας

«Εκεί που όλοι τον εχαν ξεγραμμένο

τον εύχονταν για ξεγραμμένο

ερχόταν μόνος.

Μέσα από λοιμούς, λυγμούς

ισοπεδώσεις

εκχερσώσεις

επιχωματώσεις

αργά διέσχιζε το δρόμο κουτσαίνοντας.

Λάτρεις κρανοφόροι του μετάλλου τον παραμόνευαν.

Μελανηφοροι πεφυσιωμένοι επιβήτορες των μηχανών

επίβουλοι τον περίμεναν

βαθιά μέσα τους πονώντας για τη χαμένη ηδονή

―Νάτον θα πέσει!

Μέσα σε πανδαιμόνιο χαρούμενων κλάξον τον
περίμεναν.

Εκείνος προχωρούσε ανέγγιχτος

με χείλι μισάνοιχτο

γκριμάτσα πόνου ή χαμόγελο

κάπνιζε το τσιγάρο του

φρενοβλαβής, ίσως, και περήφανος.»

[Στην πατρίδα μου] / Ανδρέας Παστελλάς

«Στην πατρίδα μου πλήθυναν οι Φοίνικες
την πατρίδα μου πουλούν καθημερινά μεσοτιμής οι
Φοίνικες
σε κάθε γωνιά εμπορείο φοινικικό
εκεί που άλλοτε βλάσταινε  μονάχα
η δάφνη η ελληνική
για τους γενναίους»

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974 / Παστελλάς Ανδρέας


Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ʼχαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απʼ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απʼ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απʼ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
— Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
— Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

Κάποιος περνώντας δίπλα
του ʼχωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.

Στην παραλία της Λεμεσού / Μαραγκού Νίκη


Στη Λεμεσό μια θάλασσα θολή
κι αδιόρατη σα νά ’πεσε γκρίζο χιόνι
στους κυματοθραύστες και στην προκυμαία
και στο παλιό το σπίτι
με την πλαϊνή τη σκάλα και τα εμπορικά
κοιμισμένο στα φύλλα του υμενόκαλου


Όμως είναι άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που σου αφήνεται
έτσι που σε σέρνει
έτσι που σου απλώνεται πέρα από τους ευκάλυπτους
φορτωμένη αροδάφνες σάπιο ξύλο θαλασσινά λουτρά
άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που εισχωρεί στην πόλη καλπάζοντας στις γωνιές
σκαρφαλώνει στις ταράτσες
μπλέκεται στα φαρμακεία
φτάνει στα δικαστήρια
σέρνοντας μαζί της καρίνες και χαρταετούς
μια μυρωδιά από χαρούπια
σκουριά φιλιά ναυάγια
για να με ξαναφέρνει κάθε πρωί
στον αληθινό μου προορισμό

Μετά την τρικυμία / Μαραγκού Νίκη

Προσευχήθηκαν στην Μαντόνα ντε Λα Κάβα
και στο Ιερό του Σωτήρος της Βηρυτού
να τους γλυτώσει από την τρικυμία
κι έτσι ξεμπάρκαραν στη Φαμαγκούστα
ο Πιέδρο ακούμπησε στο πέτρινο λιοντάρι
ζαλισμένος ακόμα από τα κύματα
–Μην το αγγίζεις, του είπε ο καμηλιέρης
έχει στο σώμα του φυλακισμένους δράκους
και τού ΄δωσε μια περόνη
με τον τροχό της Αγίας Αικατερίνης
από τη φυλακή της στη Σαλαμίνα.

Με την υγρή ζωή σου / Μαραγκού Νίκη


Με την υγρή ζωή σου
να σου κολλά ανάμεσα στα πόδια
και να μη σ’ αφήνει
να ετοιμαστείς για τη συνηγορία
την εσωτερική σου αναχώρηση για το νότο
ο άντρας που κάθεται κάτω απ’ το γυμνό δέντρο
για τρία χρόνια και δεν βλέπει τίποτα
ούτε το ξύλο που σπρώχνει το χώμα προς τα πάνω
ούτε τους πολλούς τους οικτιρμούς σου
μέχρι που έγινες μικρή και ασήμαντη
κουρασμένη διψασμένη
μόνη
να πλανιέσαι μες στους ανθισμένους κάμπους
και τους μικρούς βυζαντινούς σου ουρανούς
με κίτρινα σχεδιασμένα συννεφάκια


Γιαλούσα, άνοιξη 1974

Εθελοντές από τη Γιαλούσα / Μαραγκού Νίκη

Κατηφείς γύρισαν στη Γιαλούσα από τη Λάρνακα
οι είκοσι δύο εθελοντές
γιατί δεν είχαν τα ναύλα να ταξιδέψουν στην Ελλάδα
να πολεμήσουν με τους αδελφούς.
Ο Πέτρος μπήκε άκεφα στην αυλή
είδε τις γυναίκες που περνούσαν τα καπνά.
Και σκέφτηκε πως έτσι θα περάσει και η ζωή του
μια-μια οι μέρες όπως τα φύλλα του καπνού
περνούν πάνω στη βέργα
εκεί που οραματιζόταν δόξες και πολέμους,
άλλους τόπους και ανθρώπους.

ΓΑΛΑΝΑ ΜΑΤΙΑ / Μαραγκού Νίκη

Η Αγγελική έλεγε
καθώς καθόμασταν στο Φίλοιστρον
και τρώγαμε μεζέδες
ότι η μάνα της
πρόσεξε πόσο γαλανά
ήταν τα μάτια του άντρα της
όταν του τα έκλεισε
για τελευταία φορά.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ / Μαραγκού Νίκη

Επιστρέφοντας
βήμα βήμα
στο καλτερίμι
του παλιού χειρογράφου
περιμένω το σύνηθες θαύμα*
που είναι κρυμμένο με επιμέλεια
στην 25η σελίδα.
Οι φαγωμένες πλάκες λάμπουν στη βροχή,
οι βάρκες ανεβοκατεβαίνουν τον Βόσπορο
και ο έρωτας μου φαίνεται
υπόθεση πια μακρινή.
Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση.



*Κάθε Παρασκευή  ο αυτοκράτορας πήγαινε στις Βλαχέρνες για να παρακολουθήσει το σύνηθες θαύμα, όπου άνοιγε το κουτί, όπου φυλαγόταν το κάλυμα της κεφαλής της Παναγίας και αυτό υπερίπτατο.

ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ / Μαραγκού Νίκη

Σκέφτομαι τις γυναίκες που ξυπνούσαν
με το άστρο της πορνής για να ζυμώσουν
Τις Χριστιανές  με προζύμι που είχαν φτιάξει
από τον αγιασμό της ημέρας του Σταυρού
και τις  Τουρκάλες με νερό  από τα πρωτοβρόχια.
Και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους
και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής.
Οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν.

Ανδρέας Αλ. Μακρίδης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Ανδρέας Αλ. Μακρίδης γεννήθηκε στην Λεμεσό στά 1948. Σπούδασε Ιστορία καί Αρχαιολογία στό Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολείται με την έρευνα σε διάφορους τομείς: Ιστορία, Φιλολογία, Κοινωνιολογία, Γλωσσοκοινωνιολογία, Ετυμολογία, Λογοτεχνία και την συγγραφή βιβλίων. Παράλληλα ασχολείται με την ζωγραφική, γλυπτική, γελοιογραφία κ.ά. Σημαντικό είναι το έργο του στην  ποίηση, πεζογραφία, δοκίμια και  μελέτες. Έργο του έχει δημοσιευτεί σε πολλά κυπριακά και  περιοδικά της Ελλάδας.

Έργα του:

(2012) Αία, Εκδόσεις Επιφανίου
(2011) Τα γλωσσικά κατάλοιπα της δραχμής και άλλων παλαιότερων νομισμάτων της Ελλάδας, Εκδόσεις Επιφανίου
(2010) Ο εκτουρκισμός των τοπωνυμίων της Κύπρου, Εκδόσεις Επιφανίου

O Aπολογισμός / Λυσσαρίδης Βάσσος



Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση

Γιόμισα τη ζωή με να και πρέπει

Όσο που έμαθα να περπατώ και τέλειωσε ο δρόμος

Καμπύλες που δε χάιδεψα χαράδρες που δεν είδα

Τώρα ρωτάω γιατί να είχα τα γιατί

Και τα στερνά γιατί, σαράκι για όσα ανέγγικτα

προτίμησα να αφήσω.

Ποια να ναι η κατάρα που με δέρνει.

Μονάχος μου αλυσόδεσα τ’ αχνάρια μου στο βράχο.

Άλλοι δεν έχτισαν τα τείχη ολόγυρά μου.

Και πίκρα, πίκρα ολόπικρη

πικρή ανοικτή πληγή.                          

Τα ονείρατά μου ξόφλησαν

Κι απόμεινε η ανάμνηση

πικρόπικρη, φτηνή, στεγνή.

Δεν ξέρω αν σκόρπισα πικρίες,

δε με δέρνουν.

Τα ανέγγιχτα με τυραννούν.

Δυο λιγωμένα μάτια,

μια έστω ψεύτικη χαμένη ανατριχίλα,

ένα τοπίο στο Θιβέτ,

μια που δεν έγινε κουβέντα στο Τραφάλκαρ.

Γιε μου, αν θα γκρεμνίσεις

όσα τριγύρω σου άλλοι έκτισαν τείχη

στο βράχο ενός νεκρού οράματος

θα’ ναι πικρό ν’ αλυσοδέσεις τη ζωή σου.

Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση.

Μου φαίνεται πως τώρα, ξέχασα και να μετρώ.

Όχι, παιδί μου.

Αυτή η ορφανεμένη ηλιακτίδα

που πάει να ξεψυχίσει στην ξεπορνεμένη πια πλατεία

μου θύμισε αυτά που είδα.

Kάλιο παιδί μου να πορεύεσαι με πίκρα,

την πίκρα ενός οράματος που ξέφυγε,

παρά την γλύκα μιας ανώφελης φυγής.