Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

ΤΟΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ



Τούτος  ο τόπος κυνηγά την ομόνοια .
Κι εκείνη όλο του ξεφεύγει.
Κι εκεί προσμένει λευτεριά
μα πετάξαν αλλού τα λευκά περιστέρια.
Αυτός ο τόπος στέναξε
καταματωμένος
τόσες φορές.
Που ποτέ δεν προλαβαίνει
τα καλά του ρούχα να φορέσει
κι εκεί του τα ξεσκίζουν ,
οι διαβόλοι ,π'αφήνουν την κόλαση
κι έρχοντ' εδώ.
Αυτός ο τόπος αναρωτιέται
και ξεδιπλώνει τις θύμησες των τόσων του "γιατί"
Αφού ποτέ του  δεν εγύρεψε σπαθί
Κλαδί ελιας κρατούσε
κι είχε τον πιό ξάστερο ουρανό.
Κι αγκαλιασμένος τον ορίζοντά του ,
ατένιζε  της θάλασσας το βάθος
και τις τραγούδαγε ωδές κάθε φορά.
Μέχρι που γέμιζε θάνατο
και βουβαινόταν.

Αυτός ο τόπος ευλογημένος
στην αιώνια κατάρα του τόπου του
Την αιώνια ευχή του εαυτού του
κι έχει βαρεθεί τα βέβηλα  χέρια
που  ξεσκίζουν τις σάρκες του
Τούτος ο τόπος όπου με νύχια
και με δόντια  προσπαθεί
για την ταυτότητά του
που στους αιώνες την σκορπούν
στα Βενετσιάνικα τα κάστρα
και στα τζαμιά και στους τεκκέδες,
τα αμέτρητα βασίλεια
όπου  τον πρόσταζαν να σκύψει το κεφάλι

Μα έχει  Ιώβεια  υπομονή τούτος ο τόπος
Δεν λυγίζει .
Κι ας ανάσα δεν τον αφήνουν να πάρει
κι ας κλέβει  τα λευκά όνειρά του
ο φανατισμός
κείνου του λέγειν
που  επιμένει είν το σωστό .

Τούτος ο τόπος αγκαλιάζει
τις ορθάνοικτες πόρτες
των ρογμών '
και θέλει τα καστρα του
αμπαρωμένα
να εμποδίζουν  στους κουρσάρους
την είσοδο .
Να δοιώξουν  τον μισοθάνατο
όπου πλανιέται και συνεφιάζει τον ουρανό του.
Αφήνοντας  ορφανεμένη την αγκαλιά
οπου αιώνια προσμένει
ν'αγκαλιάσει τον ήλιο του .
Ν' απολαύσει  και πάλι την δικαιωματική
λευτεριά της ανάσας του.
Μόνο να τον αφήσουν
οι ξένοι προστάτες
να ξανακάνει τα όνειρά του
Να αδειάσουν την θέση
του παρείσακτου
που με το έτσι θέλω
προσπαθούν  να ριζώσουν .
Δεν θα μπορέσουν !!!!!!!
Τούτος ο τόπος
άγονος στα θέλω τους
χωρίς σταγόνα γόνιμη
στο ψέμμα τους .
Τεράστια η αντοχή του σε χιλιάδες αιώνες
Δεν τον  λυγίζουν  οι  δεκάδες .
Θα αντέξει!!!!!!!!!!!

Αμμόχωστος, Αμμόχωστος Μου

Α'

Στο πιο ψηλό κατάρτι του μεσημεριού
κοιτάζω, Αμμόχωστος, τον μυγδαλί σου χάρτη,
τις ημερομηνίες σου καταγράφω στων ανέμων τις μασχάλες
μήπως σε λησμονήσει ο χρόνος να τις πάνε
στα σκαλοπάτια των ανθρώπων, στα λιμάνια μακρινών επαρχιών,
στα γραμματοκιβώτια ξένων σαν ευχές πρωτοχρονιάτικες:
Να μην ξεχνάτε τους αρχάγγελους της Κύπρου
και τις ελληνικές περγαμηνές της.
Β'

Στις γεωγραφίες των ουρανών ανακαλύπτω τ' όνομά σου
σαν χαρταετό πανσέληνο της νιότης.
Σηκώνω πέτρα απ' τους αμαξιτούς του χρόνου κι' αντικρύζω
το αρχάγγελό σου βήμα.
Στα ημερολόγια των θαλασσών με ελληνικές τριήρεις
διαβάζω τ' όνομά σου.
Στη σκάλα τ' ουρανού σαν ανεβαίνει ο ήλιος
το περιδέραιο βλέμμα σου κοιτάζω.
Στα δρομολόγια των καθημερινών συμβάντων
μυρίζομαι την παρουσία σου.
Στου κουρασμένου κρεβατιού το μαξιλάρι
το εργόχειρό σου βλέπω.
Αμμόχωστος, Αμμόχωστος, Αμμόχωστός μου.
Γ'

Καράβι των θεών η Αμμόχωστος,
ημερονύχτιο θαλάσσιο φως,
ανακοπή στα δρομολόγια των αιώνων
μέσα στ' ανώνυμα τριαντάφυλλα
του μεσογειακού ήλιου
και μες τις πειρατείες των γαλανών ανέμων,
που μεταφέρουνε γραφές απ' τα χαρτιά των Αρχαγγέλων
μ' ελληνικά φωνήεντα,
θητεύει μόνο στ' όνομα:
«Ελευθερία»
Δ'

Κι' ο ήλιος πορτοκάλι μέσα στο μαντήλι τ' ουρανού
να πασπατεύει τους μηρούς των καλοκαιρινών ωρών,
θάλασσα θηλυκιά της Αμμοχώστου,
με τα εικοσιένα σου χρόνια τ' αθηναία σου,
μικρέ Σαρωνικέ κι' αγάπη μου,
μηνύματα σου στέλλω και ματιές απ΄τα παράθυρα
των κυκλαδίτικων νησιών,
σε νοσταλγώ στις ώρες της ορτάνσιας
όταν σπουδάζει ο άνεμος στις καλαμιές σου τέχνες μουσικές
στην ηλικία του Απρίλη, του τρελλόπαιδου,
Αμμόχωστος, αγάπη, αγάπη μου...

ΛΟΥΛΛΑ ΓΙΑΓΚΟΥ ΡΩΣΣΟΥ (30.3.1928-- 21.1.1988)







(Η όραση του κόσμου μεσ΄ τον τάφο σου
Καθώς περνάει το τρένο μα δε φεύγει)


Διαβάζουμε στον πρόλογο που επιμελήθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Απασχόλησης «Άγιος Λάζαρος» για άτομα με ειδικές ανάγκες:  Η ποιητική συλλογή του Στέφανου Ζυμπουλάκη με τον τίτλο «Λούλλα Γιάγκου Ρώσσου» αποτελεί μια μνημειώδη κατάθεση αγάπης στο φωτοστέφανο της κύπριας Μάνας και γενικότερα της Μάνας όλου του κόσμου. Το ακριβό πετράδι του σύμπαντος είναι το παιδί της. Κι αυτή γίνεται η λατρεία του σε μια σφαιρική αγωνία του εσώτερού του κόσμου…………….



Στη μνήμη της Μητέρας μου
Λούλλας Γιάγκου Ρώσσου
που δεν πέθανε ποτέ


Χρώμα αγάπης κίτρινο
γίνεται όραμα πατρίδας
κι εσύ πουλί ανέγγιχτο
σκαλί περίτεχν΄ αρμενίζεις.
Ο λογισμός σου η όραση
θανατερό σκουλήκι.
Σέρνει στο πέλαγο ο θεός
σκοτάδι ομορφιάς
κι εσύ γυμνή καρδιά
καρδιά μητέρα
η πρώτη γη μου.

3.4.96

******

Λόγος δακρύζει τη φωτιά
και τ΄ αηδόνι πέπλο.
Στον ουρανό μεταίχμιο
φτερούγισμα καρδιάς.

4.4.96

*****

Στη ρίζα του πόνου η φυγή
ανθός η θλίψη της αγάπης.
Δάκρυα απονήρευτα υγρά
σε ρίγος στεναγμού.
Θρύψαλα το θρύψαλο η ψυχή
οσμής ξεφάντωμα αητού.
Καρδιά,
Καρδιά πρωτόγονης λατρείας
έλα και πάρε με κοντά
στο συρματόπλεγμα του Άδη.
Κτυπάει το περιστέρι στο καμπαναριό
κι εσύ της έχιδνας καμάρι
σε λύτρωση ονείρου.
Κυλάει το βάρβαρο υγρό
ξανθή ματιά θανάτου.

10.4.96

*****

Πράσινο η ψυχή μου στην Ανάσταση
σαν την ιέρεια παπαρούνα
που καθρεφτίζει την αυγή
το πρώτο χελιδόνι.
Ανέστη ο Κύριος ημών
ο ουρανός, η γη
κι ο θρίαμβος γιορτάσι.
Τούτο το χέρι που κρατά
τ΄ ανθόφυλλα του κόσμου
γίνεται όραμα κραυγής
στις υλακές των Λύκων.

16.4.96

*****

Αντάμα παίρνει η ματιά
κερί αναστημένο, καθώς
λειψή φωτιά
σα φλόγα νηστεμένη
γέρνει το σώμα της μπροστά
και καιροφυλακτεί.

16.4.96

*****

Το ψύχος της τρέλας
υγρή ονειροπόληση αγίου.
Μητέρα,
σ΄ αντάμωσα χθες
στο μεταίχμιο της φυγής μου
την ώρα που οι καμπάνες
τ΄ αστέρια και το θυμιατό
την ευλογία σε κοιμητήριο ανθούσε
και χώμα Αγ. Αθανασίου η λύτρωση
ματιές, φωνές και κλάματα παιδιού.
Εσύ δεν ήσουν
η λάμψη της αυγής
η αφή του δάσους στο ρυάκι
κυκλάμινο, βυζαντινή η μαργαρίτα
και το τοπίο αστείρευτο ανθόφυλλο καρδιάς;
Εσύ δεν ήσουν το κερί
το άγιο καταφύγιο της προσμονής μου η δόξα;
Εσύ δεν ήσουν……..
και Είσαι
και θα είσαι Μητέρα
 μορφή ομοίδια των αιώνων
η Γέννηση, η Σταύρωση και η Ανάσταση.
Μητέρα,
υποθέτω πως αύριο
την ώρα που η Άνοιξη
θ΄ αρμονίζει το τραγούδι μας
πιασμένο φως με χέρι
η όραση του κόσμου μεσ΄ τον τάφο σου
Καθώς περνάει το τρένο μα δε φεύγει.

27.4.96
*****

Αναβαθμίζοντας το χρόνο  
η καρδιά στο όραμα τραγούδι.
Γίνεται η μάνα φως
και πέρασμα
χωράφι ιερό.
Ανασαίνω τον ήλιο
η ελπίδα ταξίδι στο μελλούμενο
θάλασσα τη θάλασσα οι γλάροι
μεσ΄ τους ωκεανούς
οδύσσεια της ποίησης.
Παίρνω το χέρι και φιλώ,
Μάνα η όψη της λατρείας
γίνεται η γεύση ομορφιά
αγνού προβάτου κλάμα.
Μάνα,
θυμήσου γεννοβόλημα χαράς
τα μάτια του μικρού.
Τώρα που ακολούθησα
τη γέφυρα της σκέψης
γεμίζει ο ουρανός φιλί
στο στόμα του καντήλι.

2.5.96
*****
 Στο άνθος της ψυχής σου
ανάσα η φωνή
και τραγουδάς τον ύμνο της
σε ουράνιο αστέρι.
Μητέρα,
αγάπη σου η θάλασσα
ελπίδα μοναξιάς.

9.5.96
*****

Στερνό μου χάδι φως
η γη, το πέλαο, τ΄ αστέρι.
Η θάλασσα γυμνή
καράβια, ιστορίες και λιμάνια.
Κι Εσύ Μητέρα,
πως θα μπορούσε η αυγή
το ρόδο να μυρίσει;
Μνήμη της φαντασίας παιδικής
ονειροπόληση στιγμών λατρείας  
η μορφή, το ρόδο της αγάπης.
Αναπνέω στα μάτια σου τη νιότη,
βροντή η φωνή σου κυπαρίσσι
περνάει τραγούδι μα δε φεύγει
κι όλο θα λες θα΄ ρθεί
ο Άκης, η Ροδούλα, ο Πατέρας.
Συναγωγή στο περιβόλι των δακρύων
το πανηγύρι του Σταυρού
Σεπτέμβριος μήνας ο καιρός.
Η ομορφιά ζεσταίνει το τοπίο
και το τοπίο η ματιά
ζεσταίνει μέσ΄ τον ήλιο
την καρδιά σου.

13.9.96

*****

Στο σάβανο της σκέψης μου
η λατρεία
να δω το φως στα μάτια σου, Μητέρα,
δοξαστικό η λαλιά θεών
αγγέλων ύμνος το τραγούδι
και της Αγιάς Μαρίνας η φωνή
ξυπνάει το εικονοστάσι.
Θερμή παρηγοριά η γη
τ΄ αστέρι στην πλατεία
το κάστρο του ήρωα παιδιού
βυζαίνοντας αχόρταγα το νάμα.

30.9.96
*****

Γκρίζο το φως στο χώμα σου
φεγγάρι αναστημένο
γεύση του χρόνου η ματιά
αναλαμπή Εσπέρας.
Μητέρα,
 στο χθες και σήμερα σε γύρεψα
κραυγή αιώνιας η φωνή μου
κι αντίλαλος Εσύ.
Ζεστό της νιότης μου κορμί 
μεθάει μεσ΄ το χάδι.

5.10.96
*****
Στις αποχρώσεις της ψυχής
Εσύ Μητέρα,
η φωνή το βιος και η πνοή.
Πνίγω τον πόνο μου
μ΄ ανθόφυλλα βουής
ψάχνω στο βάζο μου ΄ γυμνό
χωρίς τα στάχυα.
Τραγούδι απάνεμο, του χρόνου η φωνή, 
υπέρηχο σπουργίτι στ΄ ακρογιάλι
και σ΄ αγαπάω και σ΄ αγαπώ
μες ΄ την κραυγή τ΄ ανέμου
μεσ΄ το κύμα.
Γλάροι λευκοί της προσμονής ΄
 δοξαστικό του Ευαγόρα.
Μητέρα,
σε φίλημα χεριού
ζεστή αγκαλιά πορφύρας παιδικής
και μήνας Αύγουστος, εμπόλεμης χρονιάς
θρονί της παρακαταθήκης μου
η μνήμη.

9.10.96

*****
Το αίμα κυλάει στις ρίζες του
καθώς μασάει τις δάφνες.
Η ποίηση της καρδιάς
το φως, το περιστέρι
αμάραντο φωτιάς
σε βυζαγμένο στήθος.

17.10.96
*****