του Ανδρέα Τιμοθέου
Οι πραματευτάδες έφταναν στη γειτονιά της γιαγιάς
καθημερινά και πουλούσαν τα πάντα, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να κατεβεί κάποιος
στην πόλη για να ψωνίσει κάτι, για τις καθημερινές ανάγκες τουλάχιστον. Είχε
ένα τελετουργικό η είσοδός τους στη γειτονιά, πρώτα κόρναραν και μετά
ξεκινούσαν να φωνάζουν τι πουλούσαν και πόσο κόστιζε, κι αυτό δεν είχε
σταματημό, έδινε ζωή στη γειτονιά. Έβλεπες τότε αμέσως τις γυναίκες της
γειτονιάς να μαζεύονται γύρω από τα αμάξια τους και να ψωνίζουν ό,τι
χρειάζονταν. Συνόδευα και γω τη γιαγιά όποτε ήθελε να πάρει κάτι και όταν
μεγάλωσα πήγαινα μόνος μου. Τότε τηρούσαν και κάτι τεφτέρια, με τα γραμμένα
βερεσέ, δεν υπήρχαν οι πιστωτικές και στο τέλος του μήνα όλοι έπαιρναν τα
χρωστούμενά τους, με γεννημένη βέβαια την αμοιβαία εκτίμηση, η ευκολία από τη
μια στον πελάτη και η συντήρηση του πωλητή από την άλλη. Από καιρό σε καιρό έρχονταν και άγνωστοι
πραματευτάδες που μάλλον κοντεύαμε στις πραμάτειες τους από περιέργεια, παρά
από ανάγκη για κάτι. Κάποιες φορές βέβαια ανακάλυπτες θησαυρούς… Έπειτα οι
τσιγγάνες, φορτωμένες με είδη προίκας, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, σεμεδάκια που
άπλωναν με την πρώτη ευκαιρία στις αυλές του κόσμου και χωρίς να σκεφτούν τον
κόπο να τα τακτοποιήσουν μετά, ακόμα κι αν ο αγοραστής φάνταζε απρόθυμος. Είχαν
τον τρόπο τους βέβαια, σχεδόν πάντα τα κατάφερναν. Πάντα απορούσα, πως από μια
τσάντα έβγαιναν τόσα πράγματα. Η γιαγιά τις κερνούσε καφέ κι ας μην αγόραζε
πάντα, αλλά πολλές ήταν οι φορές που παρατηρούσα τα παζαρέματα με φοβερό
ενδιαφέρον, όταν ανακάλυπτε κάτι καλό στα χέρια των γυναικών αυτών. Είχε να
φτιάξει τα προικιά για τις αδερφές μου βλέπεις και δεν ήθελε να τους λείψει
τίποτα.
Οι πραματευτάδες ήταν φιγούρες αλησμόνητες,
μεγαλώναμε παράλληλα, μα όσο χτίζονταν στην γύρω περιοχή καταστήματα, τόσο
κόπαζαν οι φωνές τους που ακόμα αντηχούν με τόση νοσταλγία στη σημαδεμένη μου
ψυχή. Οι πραματευτάδες έμπαιναν στο σπίτι σου με τη φωνή τους. Χαρούμενος ή
μαραζωμένος, με διάθεση ή όχι, ήσουν υποχρεωμένος να τους ακούσεις. Μπορεί να
σημάδευαν οι φωνές τους μια γέννηση, τον ερχομό ενός συγγενή από τα ξένα, μια
απογοήτευση του πρωινού, ένα θανατικό που πλάκωνε το σπίτι σου… οι
πραματευτάδες, ήταν πάντα εκεί, να μας θυμίζουν πως όλα κυλάνε. Μονάχα τη
Μεγάλη Παρασκευή, δεν ερχόταν κανένας κι αυτό ήταν οριστικό και το τηρούσαν
όλοι, από σεβασμό στο νεκρό Χριστό, έλεγε η γιαγιά. Κάποιοι από αυτούς είχαν
την ευαισθησία και την έγνοια να φροντίσουν για τις γιαγιάδες στις
πολυκατοικίες. Έβλεπα τα πανέρια να κατεβαίνουν από τα μπαλκόνια, να τα
γεμίζουν με φρούτα, λαχανικά, ψωμί και όλα τα καλά και να ανεβαίνουν απάνω, κι
η πληρωμή στο τέλος του μήνα. Μαζί με τα πανέρια, έφταναν στους πραματευτάδες
και τα γνήσια χαμόγελα των ανθρώπων, η ευγνωμοσύνη για την ευκολία και η αγάπη
απ’ την σχέση που μετρούσε χρόνια πολλές φορές.
Και κάπως έτσι ζήσαμε, μεγαλώσαμε και ντύσαμε τα
σπίτια μας και την καθημερινότητά μας, με τις πραμάτειες τους και έτσι με πολύ
λίγα, όλοι ήταν καθημερινά άρχοντες, γιατί θα είχαν τα αναγκαία. Ήταν Τετάρτη
μεσημέρι, καθόμουν στην αυλή βυθισμένος στις σκέψεις μου για την επόμενη μέρα.
Ξημερώματα είχα αφήσει τη γιαγιά μου απ’ το θανατικό κρεβάτι, να πορευτεί στο
δρόμο της απόλυτης γαλήνης, μα εγώ πονούσα πρωτόγνωρα, πονούσα ανελέητα και
ένιωθα πως αυτό δεν θα είχε τελειωμό. «Ο Πραματευτής», άκουσα πίσω μου με
συρμένη φωνή, να το επαναλαμβάνει κάμποσες φορές ένας γλυκός κύριος. Η σκέψη της
ήρθε και με πήρε απ’ το χέρι, να βάλουμε στο σπίτι μας ό,τι μας έλειπε για τη
μέρα και ξαφνικά το σπίτι έλειπε, η γειτονιά χάθηκε και οι φωνές κόπασαν, η
γιαγιά δεν ήταν εκεί, η γιαγιά δεν θα ’ταν ποτέ ξανά εκεί…
-Πραματευτάδες, ανοίξτε τα τεφτέρια σας για να
λογαριαστούμε και αν σας περισσεύει, χαρίστε μου, ένα κομμάτι αγάπης σε
μηνιαίες δόσεις.