Μια διασκεδαστική ιστορία με φόντο την κυπριακή ύπαιθρο εκτυλίσσεται στο διήγημα που παρατίθεται εδώ από τη συλλογή Εκ προμελέτης (1963).
[...]
Τούτα τα ροδάκινα του γέρου του Χατζή, ήτανε περίφημα σ’ όλο το χωριό. Ήταν ένα φρούτο που δεν το συνηθίζανε. Χρό νια τώρα μπλεγμένοι με τα κεράσια και δώστου κεράσια κι όλο
κεράσια, χιλιάδες δέντρα, δεν πολυνιαζόντουσαν γι’ άλλα δέντρα.
Είναι ζήτημα αν έκαναν και μερικά μήλα για πούλημα. Τ’ άλλα φρούτα, βερίκοκα, αχλάδια, τζάνερα , δαμάσκηνα και τα τέτοια, όσο για φαΐ. Τίποτε παραπάνω. Και πού και πού καμιά ροδακινιά,
που ήταν ο στόχος καλών και κακών, μικρών και μεγάλων, αρσενικών και θηλυκών.
Στο περίφημο το περιβόλι του, στον Κομποτή, μισή ώρα έξω απ’ το χωριό, στο βουνό σύρριζα, ο γέρος ο Χατζή–Λούκας, είχε φυτέψει από χρόνια τρεις ροδακινιές που τώρα είχαν φουντώσει,
είχαν γίνει δέντρα γιγαντωμένα που βαρυφορτώνουνταν κάθε χρονιά τα μοσκοβόλα φρούτα τους.
Μα για να τα κλέψει κανείς ήταν πρόβλημα μεγάλο. Γιατί ο γέρος κοιμόταν όλο τον καιρό στο
περιβόλι κάτω απ’ τα δέντρα, φυλάγοντας κάθε φρούτο στην κάθε εποχή: τα κεράσια, τα μήλα, τ’ αχλάδια, τα βερίκοκα, τα ροδάκινα. Κι όσες απόπειρες έχουν γίνει αποτύχανε όλες τους οιχτρά, μ’
αποτελέσματα πάρα πολύ δυσάρεστα για τους τολμητίες. Στο γναφειό του Μάλαμου, λίγο πιο πέρα απ’ το περβόλι του Χατζή-Λούκα, φυλάγανε κείνες τις μέρες τα τομάρια, ο Φιλιππής, ο Γιακουμής κι ο Κώστας, παλληκάρια και τα τρία ανάμεσα στα δεκαοχτώ και στα είκοσι. Τα διαλεχτά φρούτα του γέρου τούς είχαν ταράξει τον ύπνο, τους είχαν χαλάσει την ησυχία. Μια-δυο δοκιμαστικές απόπειρες που κάνανε, τους πείσαν πως τίποτε δεν γίνεται και πως καλά θα ’καναν να κάτσουν στ’ αυγά τους αν δεν
θέλανε να κοψομεσιαστούνε απ’ τη μαγκούρα του γέρου ή να φάνε αναπάντεχα σαν ριγμένη από κανένα στοιχειό, καμιά βαριά κοτρώνα στο κεφάλι. Μια μέρα ο Φιλιππής, που ’χε πάει στο χωριό για θροφήματα,
γύρισε στους συντρόφους του πετώντας απ’ τη χαρά του και σειόντας σαν τρόπαιο πάνω απ’ το κεφάλι του μια φυλλάδα.
– Τι είναι ρε Φιλιππή!... Τα παραμύθια που είπαμε;
– Μάλιστα, τα παραμύθια!... Μα ξέρετε τι έχει μέσα;... Έχει ένα παραμύθι αδερφέ μου, ένα παραμύθι...
– Τόσο όμορφο είναι ρε Φιλιππή για να κάνεις έτσι;
– Όμορφο λέει;... Άσε να νυχτώσει να φύγουν οι αργάτες απ’ το γναφειό να μείνουμε μονάχοι και να δείτε τι έχει να γίνει! Και χώνοντας τη φυλλάδα στον κόρφο του άφησε τους φίλους
του απορημένους και πήγε φτερουγίζοντας και σφυρώντας μερακλίδικους σκοπούς ν’ ανακατέψει τα τομάρια στην ασβεστερή
Το βράδι σαν φύγαν οι αργάτες και μείνανε οι τρεις τους –φυλάκοι
του γναφειού– μαζώχτηκαν κάτω απ’ το υπόστεγο και στο
σιγότρεμο φως της λάμπας ο Φιλιππής τούς διάβασε το περίφημο
παραμύθι. Έγραφε για ένα παπά, που κοιμόταν στο περιβόλι φυλάγοντας
τα ροδάκινα, σαν καλή ώρα να πούμε ο γέρος ο Χατζής-Λούκας. Δυο κλέφτες, τι σκαρφιστήκανε για να του κλέψουν τα ροδάκινα! Ανεβήκανε στο δέντρο μ’ ένα καλάθι κι ένα τέντζερη κάρβουνα
κι άρχισαν τη δουλειά, τον τρύγο. Ο παπάς τούς πήρε μυρουδιά, τρέχει στη ροδακινιά και τι να δει! Δυο σκιές να κουνιούνται ανά μεσα στα φύλλα! Δυο σκιές που μόλις ξεδιαλύνουνταν μέσα στο
πηχτό σκοτάδι. Άρχισε τις φωνές, τις βρισιές, τις βλαστήμιες – κι ας ήταν και παπάς! Τσιμουδιά οι κλέφτες! Κοντεύει στο δέντρο, ξεχωρίζει ένα γυμνό πόδι στο πιάσιμο του χεριού του, τ’ αρπάζει κι αρχίζει να τραβάει.
Τότες ακούγεται μια φωνή, μια φωνή υπερκόσμια, ιερουργική,
επίσημη, μεγαλόπρεπη, που γέμισε με δέος την ψυχή του δύστηνου παπά!
– Μιχαήλ!...
Και μια άλλη φωνή, πιο υπερκόσμια, πιο μεγαλόπρεπη, απάντησε
από πιο ψηλά στην πρώτη:
– Τι είναι Γαβριήλ!...
– Ω Άγιε Άγγελε και Μιχαήλ Αρχάγγελε! Ο παπάς των ροδακίνων
απ’ τον πόδα με τραβά! Ρίψον πυρ εξ ουρανού και κατάκαυσον τον δούλον σου παπάν τον ροδακινάν!
Και δώστου τ’ αναμμένα κάρβουνα κουτρουβάλησαν απ’ την κορφή του δέντρου απάνω στον παπά, που με την ψυχή στο στόμα χύμηξε αγγελοσκιασμένος στην κατηφοριά και πού να πει να σταματήσει! Έτρεχε, έτρεχε, γεμίζοντας τη λαγκαδιά με ξορκισμούς, προσευχές κι επικλήσεις στον Ύψιστο και στους Αρχαγγέλους νατον λυπηθούνε. Κι οι κλέφτες ανενόχλητοι φορτωθήκανε τη μεγάλη καλάθα και λακίσανε απ’ την αντίθετη μεριά χαχανίζοντας. Τα παλληκάρια ενθουσιαστήκανε απ’ το παραμύθι. Μωρέ
σπουδαία ιδέα! Θα την εφαρμόζανε με το νι και με το σίγμα για να κλέψουν τα ροδάκινα του Χατζή, ρεζιλεύοντάς τον κιόλας γιατί ο γέρος πέρναγε για ατρόμητος και παλληκαράς απ’ τους λίγους στον καιρό του. Και στη σκέψη του γέρου να τρέχει αγγελοσκιασμένος και κρουσοκαμένος σκάνανε κι οι τρεις τους στα γέλια, ώσπου κόντεψε να τους λυθεί ο αφαλός!
– Ναι, μα χρειάζεται κάποια πιδεξιοσύνη, παρατήρησε ο Φιλιππής, κόβοντας πρώτος τα χάχανα. Ο γέρος είναι τετραπέρατος και θέλει τέχνη να ξεγελαστεί. Τέλος πάντων κανόνισαν τις λεπτομέρειες κι αποφασίσανε να κάνουν τη δουλειά ο Κώστας με τον Γιακουμή, που ήσαν πιο χεροδύναμοι και πιο σκληροί. Ο Φιλιππής ήταν λιγάκι ντελικάτος και φοβιτσιάρης, καλός να βρίσκει ιδέες μα ν’ αφήνει απ’ έξω την
ουρίτσα του! Σκεφτήκανε να μην πάρουν καλάθι μαζί τους μα να δέσουν τα μπατζάκια τους και να ρίχνουν τα ροδάκινα μες στον κόρφο και μες στο παντελόνι. Πήραν λοιπόν τον τέντζερη με τα κάρβουνα και ξεκίνησαν. Η ανταύγεια των κάρβουνων αναπλήρωνε κάπως τη λάμψη των αστεριών, που τα κρύβανε τα ψηλά δέντρα. Ωστόσο οι δυο συντρόφοι με δυσκολία προχωρούσαν απ’ το στενό μονοπάτι, που καβαλούσε
τον όχτο τ’ αυλακιού. Περπατούσανε μπρος ο ένας με τον τέντζερη και πίσω ο άλλος, χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά, χωρίς να βγάζουν άχνα. Τα μάτια τους καρφωμένα στα ποδάρια, πάσκιζαν να τρυπή
σουν το σκοτάδι και να σιγουρέψουν την περπατησιά. Και το μυαλό τους φτερούγιζε από τούτη τη ζωτική απασχόληση στον γέρο τον Χατζή και στην επιχείρηση που καταπιανόντουσαν κι έκανε
σεκόντο στα τρεμουλιάσματα και στους πήδους της καρδιάς.
Σαν φτάσανε στον φράχτη του περβολιού σταμάτησαν να ξαποστάσουν. Νιώθανε μια παράξενη κούραση που δεν την δικαιολογούσε η απόσταση κι ένα ξάναμμα στο πρόσωπο ασυμβίβαστο με
την τσουχτερή δροσεράδα της νύχτας.
[...]
Κρατώντας και την ανάσα τους φτάσανε ως τις ροδακινιές Διαλέξανε την πιο μεγάλη και σκαρφάλωσαν πιδέξια σαν αγριόγατοι, πρώτα ο Κώστας κι ύστερα ο Γιακουμής. Με χίλια βάσανα ανεβάσανε και τον τέντζερη ως την κορφή του δέντρου και τον κρεμάσανε σ’ ένα κλαρί. Ο Κώστας που θα παράσταινε τον Μιχαήλ και θα ’ριχνε το πυρ εξ ουρανού, βλαστημούσε ανυπόμονα που δεν βολευόταν κι έπρεπε να ’χει όλο το νου του στον τέντζερη να μη κατρακυλήσει και πάει το σκέδιο περίπατο. Και θα ξύπναγε και το γέρο με το σαματά. Ούτε που θα ξυπνήσει καθόλου ο παλιόγερος! βεβαίωσε ο Γιακουμής. Ποιος ξέρει σε ποια γωνιά λουφάζει και μεις παιδευόμαστενα κουβαλούμε κάρβουνα! Και δώστου και το μάζεμα αρχίνησε κι οι κόρφοι και τα παντελόνια δεχόντανε το δροσερό χάδι του χνουδάτου φρούτου
– Εξυπνάδες του Φιλιππή! απάντησε στα παραπάνω ο Κώστας. Κι αυτός να ραχατεύει κοιτάζοντας με ξεγνοισιά τ’ αστέρια καρτερώντας μερτικό ή και να νειρεύεται κιόλας πως του μπουκώνουν ζουμερά ροδάκινα τα κρινόλευκα χέρια κοπελιάς. Να, σα να πούμε της... Αρετής!...
– Έχει βάλει στο μάτι την Αρετή αυτός ο βλάκας, ε;...
– Για σώπα!...
Κάποιο ανάλαφρο θρόισμα ξεπέρασε το σούσουρο των φύλλων της ροδακινιάς και χάιδεψε τ’ αφτιά τους. Αφουκράστηκαν. Εξόν απ’ τα βατράχια στο γειτονικό αυλάκι, τους γρύλους και τους άλλους συνηθισμένους θόρυβους της καλοκαιριάτικης βραδιάς, τίποτε το ύποπτο δεν ακουγόταν.
– Μου φαίνεται πως κάτι άκουσα και γω! είπε ο Γιακουμής, μα δεν θα ’ναι τίποτε! Άκουσε Κώστα. Εγώ έχω μισογεμίσει τους κόρφους και το παντελόνι. Αν παραγεμιστούμε ολάκεροι σαν ντολμάδες δεν θα μπορούμε να περπατάμε. Τι λες, πάμε; Κι αύριο πάλι εδώ είμαστε! Αυτός ο παλιόγερος βαρυκοιμήθηκε ως φαίνεται! Χα, χα, χα! Μα την ίδια στιγμή του ’ρθε μια δυνατή ξυλιά στον αστράγαλο που τον έκανε να τιναχτεί και ν’ αμολήσει το ένα του χέρι από κει που στηριζόταν, έτσι που παρά λίγο να γκρεμοτσακιστεί ολο σούμπιτος
! Τα ’χασε! Κι ως να συνεφέρει του ’ρθε και δεύτερη
ξυλιά και τρίτη, συντροφευμένες από τις αγριοφωνάρες του ξεμανιασμένου γέρου:
– Ρε κλέφτες του κερατά!... Ανάθεμά τον που σας έσπειρε!...
– Μιχαήλ, Μιχαήλ!... τσίριξε αλαλιασμένος, τρελός απ’ την τρομάρα και τους πόνους ο Γιακουμής, με φωνή που δεν είχε τίποτε τ’ αγγελικό μέσα της.
– Τι είναι Γαβριήλ!... ακούστηκε φωνή βαθιά, αργή και μεγαλόπρεπη απ’ την κορφή του δέντρου.
– Ρε Κώ... Ε... ε... Ω Άγιε Άγγελε και Μιχαήλ Αρχάγγελε!... Αχ!... Ωχ!... (Και δώστου και τις έτρωε και πάσκιζε μες στο μαύρο σκοτάδι να σκαρφαλώσει πιο ψηλά στο δέντρο για να μην τον
φτάνει η μαγκούρα του γέρου). Ο Χατζής των ροδακίνων... ωχ!... (Παναγία μου!) Ωχ!... Άγγελε, άγγελε, άγιε Μιχαήλ!... Ο Χατζής των ροδακίνων εις τους πόδας με βαρά!... Ωχ!... (Ρίχτα π’ ανάθεμά σε που περιμένεις να τα πω όλα καταλεπτώς!) Ρίξον πυρ εξ ουρανού (ωχ!) και κατάκαυσον (ωχ!) τον δούλον σου Χατζήν τον ροδακινάν! Ωχ... (Τα τελευταία μονορούφι, με φωνή τρεμουλιαστή,
θρηνώδικη, αβέβαιη).
– Ρε τι Μιχαήλ και αγγέλους μου τσαμπουνάς! Κατέβα κάτω γιατί θα σε κουτσάνω ανάθεμα την σπορά σου! ούρλιαζε ο γέρος, δουλεύοντας σαν μανιασμένος τη μαγκούρα του.
Ο «Μιχαήλ» δεν μπόρεσε ευτύς στο λεπτό να ξεκρεμάσει τον τέντζερη κι ο «Γαβριήλ» μην αντέχοντας πια χύθηκε προς τα κάτω να κάνει γιουρούσι να γλυτώσει. Μα κει που πήγαινε να πατήσει το χώμα τρώγοντας μια γερή μαγκουριά στον ώμο, σύγκαιρα ένιωσε τα επουράνια να γκρεμίζουνται απάνωθέ του με βρόντους,
κρότους τυμπάνων και γδούπους υπερκόσμιους, και μια βροχή από πυρ και λάβα να τον λούζει πατόκορφα. Αλαλιασμένος απ’ το κάψιμο και την τρομάρα έκανε να χυμήξει στα στραβά μπροστά
του κι όπου τον βγάλει η άκρη, μα γέννημα της τρομερής κοσμοχαλασιάς που ’νιωθε απανωθιό του, ένας βαρύς όγκος γκρεμίστηκε απάνω του και τον παράσυρε στο βαρύ του πέσιμο, τον τσάκισε,
τον κατρακύλησε. Ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που γκρεμοτσακίστηκε απ’ τα επουράνια μαζί με το πυρ
του και κατέκαυσε και παρέσυρε στο γκρεμοτσάκισμά του τον ένδοξο συνάδελφό του
Γαβριήλ! Καταματωμένοι, καταξεσκιμένοι, με το κουφάρι τούμπανο απ’ το ξύλο και
το κατρακύλημα και τα κόκαλα λιωμένα, οι δυο συντρόφοι σουρθήκανε με κόπο ως το χαγιάτι του γναφειού σκούζοντας. Ο Φιλιππής κοιμόταν ρουχαλίζοντας. Ανάμεσα απ’ τα
ρουχαλητά του έβγαινε ένα όνομα ανάερο, αιθέριο: Αρετή!...
[...]