Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τιμοθέου Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τιμοθέου Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Μια μέρα του Ανδρέα Τιμοθέου

Μια μέρα
Θα θρηνήσουμε μια μέρα
για τους αγγέλους που αφήσαμε νεκρούς,
για τα στοιχειά που δεν εξημερώσαμε 
και βάλαμε φωτιές να λυτρωθούμε.
Θα θρηνήσουμε μια μέρα
που υπολογίσαμε λάθος
τις ζωές των ανθρώπων,
που μάθαμε να φυλαγόμαστε απ’ το θεριό
μα όταν ήρθε η ώρα
πρώτοι εμείς απλώσαμε το χέρι μας,
αδύνατον ν’ αντισταθείς στο δάγκωμα.
Θα θρηνήσουμε μια μέρα
για τις αμήχανες σιωπές
που απλώναμε μπουγάδα μες στο καθάριο φως
κι ας ξέβαφε η γλώσσα μας αλήθεια.
Θα θρηνήσουμε μια μέρα
για τούτο τ’ όνειρο που δεν εκλάβαμε σωστά…
Οι πηγές στερεύουν!
Οι άνθρωποι μένουν;

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Τα άνθη του Φωτός: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Τιμοθέου. Εκδόθηκε το 2015 (πέντε ποιήματα)


Απολογισμός
Πότε συννέφιασε μάτια μου, π
ότε πέρασε η ζωή
κάτω απ’ τα μάτια μας και δεν το καταλάβαμε;
Ακόμα δεν κατάφερα
να σωπάσω τις φωνές μέσα μου.
Ακόμα ψάχνω για ροδοπέταλα γαλήνης.
Ίσως ο ήλιος μου χάρισε πολλά.
Ίσως ήρθε η ώρα να με κάψει.




Μακρινό παρελθόν
Θυμήθηκα το σπίτι με τις κούνιες.
Τη μηλιά, τη λεμονιά, το γιασεμί στην πόρτα,
τη μικρή μας κουζίνα
που χωρούσε τότε όλα μου τα όνειρα.
Την πέτρινή μας αυλή και το μικρό κάγκελο
που δεν κατάλαβα ποτέ
γιατί και πώς έκλεισε.
Ίσως να ‘ναι και παρήγορο
που δε θυμάμαι τον ξεριζωμό,
που δεν ακουμπά τη μνήμη μου
ο κρότος απ’ το κλείσιμο της πόρτας
για τελευταία φορά.

Divina
Με κοιτάζεις και με καθοδηγείς,
με μεταφέρεις σ’ άλλους κόσμους, κόσμους θεϊκούς,
κόσμους που μονάχα εσύ έζησες.
Με παρασέρνεις στα βασίλεια της φωνής σου,
αφήνεις την ψυχή μου να γεμίσει με άρωμα Θεού.
Κλείνεις τα μάτια και είσαι το ίδιο γοητευτική,
εξακολουθείς να είσαι θεά.
Πίσω απ’ τα χείλη σου
συναντώ τους άδοξους έρωτές σου,
αυτούς που η ζωή δε θέλησε να σου χαρίσει.
Φέρνεις τα χέρια στο πρόσωπο
και νιώθει η γη να την αγκαλιάζεις,
δοξάζει η φύση το δημιούργημά της.
Και είσαι Εσύ, ναι εσύ!
Η τόσο ευαίσθητη, τόσο περήφανη
μα και τόσο εύθραυστη,
δική μου θεά.

Περαστικοί
Σε ζηλεύω θάλασσα
που ‘σαι γαλήνια σήμερα,
παρασέρνεις μαζί σου τα πάντα,
για όλα έχεις μια στεριά.
Είναι κι αυτά που τα βυθίζεις
και το σκοτάδι σου τα κρύβει
μην τα θυμηθεί κανείς,
μην τύχει και τα ψάξει ποτέ.
Μα εγώ χάνομαι μες στην επιφάνειά μου,
μες στους ανθρώπους που με ξέχασαν
διότι ήθελε κόπο ν’ απλώσουν το χέρι,
μες στις ψυχές που ‘ρθαν μονάχα
να καρπωθούν την αγάπη μου
και μετά έφυγαν.
Λεηλάτησαν τους κόσμους που χτίζαμε,
μ’ άφησαν να χαθώ σαν το χρόνο που τους χάρισα
και τώρα μαρτυρώ τον κόπο της αγάπης.
 Η αγάπη των φαναριών
Βλέπω τ’ όνειρό μου να περνά
βίαια απ’ το παράθυρό μου
αγκαλιασμένο σ’ ένα μηχανάκι.
Κρατά τα χρόνια μου στην αγκαλιά του,
αυτά που πέρασαν βιαστικά,
αυτά που χάθηκαν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Κλεισμένος κι ασφαλής στο άδειο τροχοφόρο μου
μετακινούμαι γρήγορα.
Μην αντέξω και δω την αγάπη τους.
Μην καταλάβω πως μου έλειψαν δυο χέρια…

Για μια στιγμή και μία αιωνιότητα : Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Τιμοθέου. Εκδόθηκε το 2011. (τέσσερα ποιήματα)

Καιόμενη πόλη
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι!
Έλεγε κι ο ποιητής.
Ψάχνω να βρω την αλήθεια μέσα στο ψέμα.
Ψάχνω να βρω το δίκιο μέσα στην αδικία.
Ψάχνω να βρω το φως μέσα στο σκοτάδι.
Ψάχνω να βρω την ειλικρίνεια μέσα στην υποκρισία.
Ψάχνω να βρω τον έρωτα
μέσα στις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων.
Κι όσο ψάχνω, καίγομαι.
Μα ο καθένας το βραχνά του ξέρει.
Και γέρνω και φεύγω διψασμένος…

Το παιχνίδι του χρόνου
Χαμόγελα, χειροκροτήματα, μπράβο!
Όλα ωραία φαίνονται.
Ψάξε όμως να δεις, τι άφησες πίσω για όλ’ αυτά…
Μήπως αυτά που άφησες, καταλαβαίνεις τώρα πως άξιζαν περισσότερο;
Αν ναι, τότε δεν είναι αργά.
Πάντα μπορούμε να γυρίσουμε από κει που αρχίσαμε
φτάνει να βλέπουμε πως υπάρχει χρόνος,
φτάνει η πορεία που διανύσαμε να μη μας κρατά πίσω…
Τώρα βέβαια θα μου πεις,
γιατί δε γύρισες και συ από κει που άρχισες;
Και θα ‘χεις δίκιο.
Δε γύρισα γιατί μαγεύτηκα απ’ αυτά τα πρόσκαιρα,
γιατί δε γνώρισα αυτά που ήθελα
και έκανα το λάθος να πιστέψω πως ζωή είναι μόνο αυτά.
Αυτό με ησύχαζε.
Ίσως εμένα να με κρατά και η πορεία μου μπροστά.
Τελικά δεν ήταν εύκολο να επιστρέψω,
να νιώσω και πάλι παιδί.
Θέλει κουράγιο.
Θέλει ψυχή…και γω δεν έχω!
Ίσως και να την έχω υποθηκεύσει…


Γη αλωμένη
Αμμόχωστος.
Γη που έδινες ζωή.
Γη που χάριζες χαρά.
Γη του έρωτα και γη της ομορφιάς.
Ευλογημένη γη.
Γη που κατακτήθηκες απ’ των εχθρών τα σύνεργα.
Γη που βεβηλώθηκες σαν δε σου πρέπει.
Γη πολιορκημένη.
Ελληνική γη.
Γη που σ’ αγάπησα και σ’ ερωτεύτηκα
από τις μνήμες του παππού και της γιαγιάς.
Γη που σε γνώρισα σαν δε σου πρέπει.
Το φοβερό της μνήμης θα με ακολουθεί
ώσπου η Ρωμιοσύνη ν’ αναστηθεί
και τότε θα ‘μαστέ μαζί.
Γη, δική μου γη.
 Μια ζωή για τα ρόδα
Ένας κήπος γεμάτος ρόδα ήταν το πέρασμά σου.
Τα πότιζες ζωή.
Τα χάιδευες γλυκά.
Τα γέμιζες αρώματα.
Τα έσταζες δροσιά.
Στα ρόδα της αυλής σου αγκάθι δε θα βρεις,
γιατί απ’ την ψυχή σου τους χάριζες ψυχή.
Γέρνει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα χαρίζει φως.
Σκοτεινιάζει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα φωτεινός.
Σβήνει ο ήλιος σου, αν και φωτίζει εμάς.
Δύει ο ήλιος σου, ανατέλλει όμως για ‘μας.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Τις Κυριακές του χειμώνα


Τις Κυριακές του χειμώνα
πετάω το σώμα μου 
απ’ τα πλεκτά του ρούχα.
Οι κόμποι γίνονται ένα δοχείο διαδρομής
και μοτίβα διαλεκτών υαλικών
ιταλικής προέλευσης, κατά προτίμηση.
Παραδίδεται το σώμα
σε μια καταδικαστέα νοσταλγία
κι αναζητά τον χρόνο,
τον χρόνο που ήταν πάντα λίγος.
Τις Δευτέρες, ως δια μαγείας
το σώμα επανέρχεται οικειοθελώς
μου ψιθυρίζει αναγεννημένο
τα χατίρια της άνοιξης…
Ευγνώμων, προσδοκώ.


Τιμοθέου Ανδρέας

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Νυχτερινό για δύο



Ήμουν γυμνός και μετρούσα πληγές.
Αυτές που έβλεπα
τις έκλεινα επιμελώς
με μια χαρά που εξαντλούσε μες στο όνειρο
τη μορφή μου.
Άφηναν σημάδια,
μα εμένα
η ταραχή που δεν φάνηκε στο πρόσωπό μου,
αυτή ήταν που με θύμωνε.
Ήμουν απλά παρατηρητής του σώματός μου
κι αν θες πίστεψέ το.
Δεν ξέρω αν ήταν τέχνασμα της ποίησης
ή κάποιο άλλο κόλπο ονειρικό,
μα εκείνη η αδιάφορη γαλήνη του βλέμματός μου
ένιωθα να ’ναι υπόσχεση υπερασπίσεως
στα χρόνια που θα ζούσαμε μαζί.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Δυστυχώς προσδοκίες ή πιθανότητες αγάπης


Κι όμως, παρά την ματαιότητα του περιγράμματος
που διέκριναν οι ειδικοί
ποτέ δεν άντεχα τις μεταβολές,
τις συγχρονισμένες κινήσεις,
τη ζωή μου σε ταχύτητα
κι έτσι αυτό που μια άχρονη ψυχή
πρόσταζε
σαν πράξη αρχέγονη,
σαν άνοιγμα στο Θείο
δεν έβρισκε απάντηση
στο σύγχρονο σώμα της αλήθειας
κι έτσι σφραγίζονταν οι άνθρωποι
σε ένα δάκρυ, πάντα τελευταίο

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Το κοραλλί της φόρεμα

Κρατούσα στα χέρια μου ένα αντίγραφο της καρφίτσας της Ελεονόρας του Τολέδου, δούκισσας της Φλωρεντίας τον 16ο αιώνα. Βέβαια, όταν την αγόραζα απ’ την πινακοθήκη, δεν είχα ιδέα για τη δούκισσα, με συγκινούσε όμως το πορτρέτο με το γιο της Τζιοβάνι που εικονιζόταν να φοράει τη καρφίτσα στο κέντρο του στήθους της. Έπειτα, επρόκειτο για ένα κόσμημα μοναδικής ομορφιάς που ήξερα πως θ’ αγαπούσε η γιαγιά.
Ήταν Απρίλιος, η γιατρός μας είχε ανακοινώσει πως η επιδείνωση και το τέλος ήταν θέμα ημερών. Η γιαγιά βέβαια ζούσε την κάθε στιγμή  με ένα τρόπο που σ’ έκανε να πιστεύεις πως πάντα θα είναι εδώ, πως παρά τις προειδοποιήσεις της γιατρού θα τα κατάφερνε. Περίμενε τον Ιούνιο με μεγάλη αγωνία, θα αποφοιτούσα απ’ το πανεπιστήμιο κι αυτό της έδινε μια τεράστια χαρά, σχεδόν ανεξήγητη. Είχαμε περάσει ένα Πάσχα με πολλές ανησυχίες, μα το πρόσωπο της γιαγιάς μαρτυρούσε ζωή κι αυτό μας έδινε ελπίδα. Καθόμασταν μαζί ένα απόγευμα Κυριακής, όταν μου ζήτησε να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε φόρεμα, για την τελετή του Ιουνίου. Χαμογέλασα με τη χαρά της και έγινε αυτό που ήθελε. Επέλεξε ένα κοραλλί φόρεμα, ίδιο με την πέτρα που έφερε η καρφίτσα. Το δοκίμασε αφού το φέραμε σπίτι, δυσανασχέτησε λίγο για τα μαλλιά της που δεν θα μεγάλωναν μέχρι τότε μιας και είχαν τελειώσει οι χημειοθεραπείες και μετά πήρε με μια ελαφρά δυσανασχέτηση την περούκα της και την τοποθέτησε με προσοχή.  Παρέμεινε στον καθρέφτη να κοιτάζει πόσο όμορφο ήταν αυτό που φορούσε και έγινε τόσο χαρούμενη, τόσο όμορφη. Πήρα την καρφίτσα της Ελεονόρας απ’ το βελούδινο κουτάκι και την τοποθέτησα στο κέντρο του στήθους της γιαγιάς, πήρε μια σειρά λευκές πέρλες και τη βοήθησα με το λαιμό. Η εικόνα είχε πια ολοκληρωθεί και την ικανοποιούσε, φωτίστηκε το πρόσωπό της. Πήραμε το φόρεμα και το τοποθετήσαμε προσεκτικά στο ερμάρι με την καρφίτσα αφημένη στο κέντρο, μιας και είχαμε βρει την τέλεια θέση. Δεν είχε παρά να περιμένει τις μέρες να περάσουν για να ζήσει τη στιγμή που τόσο περίμενε…
Και πράγματι οι μέρες πέρασαν και η γιαγιά πάλευε να είναι μαζί μου, πιάστηκε από εκείνη τη στιγμή για να κάνει τις μερικές μέρες του γιατρού δυο ολόκληρους μήνες. Τρεις μέρες πριν την ορκωμοσία το σώμα της είχε εξαντληθεί και το καταλάβαινε. Μου ψιθύρισε ένα απόγευμα  με απογοήτευση, πως μάλλον θα ήταν δύσκολο να ’ρθει.  Την διέψευσα σχεδόν κλαίγοντας. Το είχαμε καταλάβει και οι δυο… Παραδόθηκε μες στην εξάντληση για τρεις μέρες  και όταν κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να είναι μαζί μου εκείνο το βράδυ, έφυγε ξημερώματα της ίδιας μέρας. Η ψυχή της ταξίδεψε μαζί μου και ντύθηκε με την αγάπη της καρδιάς μου, δεν χρειαζόταν το όμορφο κοραλλί της φόρεμα. Έστεκα μετέωρος εκείνο το βράδυ, παλεύοντας σε δυο κόσμους… σαν το κοραλλί φόρεμα της γιαγιάς, στεκόταν μετέωρο κι αυτό μέσα σ’ ένα ερμάρι γεμάτο με τα αρώματά της. Από τη μια είχε κρύψει μέσα του τόση επιθυμία για μια στιγμή, τόση ελπίδα για ζωή κι απ’ την άλλη ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη θανατικού. Η γιαγιά δεν ήταν εκεί να το φορέσει και εγώ έμελλε να μείνω για πάντα μετέωρος μες στα αρώματα της αγάπης μας, που τώρα πια θα έχανε την αφή της.  Είχα μια ζωή που μόλις ξεκινούσε και μια αγάπη που μόλις πέθανε, όχι γιατί θα έπαυα να την αγαπώ μα γιατί έπρεπε να μάθω ν’ αγαπώ πια χωρίς παραλήπτη… έπρεπε να υπομένω ένα αδειανό κοραλλί φόρεμα χωρίς τα σημάδια της.

[Αν μ’ αγαπάς πολύ]

Αν μ’ αγαπάς πολύ
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα έχεις παρατηρήσει
τα ασυνήθιστα μεγάλα βλέφαρά μου.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα αναγνωρίζεις
το γέλιο μου μέσα σε άλλα χιλιάδες.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα νιώθεις
τι δηλώνουν τα υγρά μου μάτια.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα σιωπάς
όταν βλέπω το ηλιοβασίλεμα.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ξέρεις
πως και τις μέρες που χάνομαι σ’ αγαπώ.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα υπομένεις
τις ώρες που γράφω ακούγοντας Σοπέν στο σκοτάδι.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ανέχεσαι
τις φωτογραφίες σου δίπλα στα πορτρέτα της Κάλλας.
Μα κάτεχε, πως αν σ’ αγαπώ πολύ,
θα είναι εντάξει κι αν τίποτα απ’ αυτά
δεν κάνεις.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Ο πρόσφυγας


Ήμουν εκτός της ακολουθίας, εκείνη τη μέρα της Ανάστασης, βρίσκονταν όμως τα πρόσωπά τους σε μια μυστήρια αρμονία τόσο επιβλητική, που δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου. Ο ναός κατάμεστος και οι ομιλίες μπλεγμένες, Αγγλικά, Ελληνικά και κάτι μεταξύ τους. Ο ιερέας, στο σύντομο κήρυγμα του, καλούσε τους πιστούς σε ειρήνη κι αγάπη. Ρομαντική σκέψη σκέφτηκα… και χαμογέλασα. Έπειτα ξεκίνησε τα περί υποστηρίξεως της εκκλησίας, του πατριαρχείου, της παροικίας, της προσπάθειας αγιογράφησης του ναού, πάντα οικονομικής βέβαια, περί ηθικής ούτε λόγος.  Παρά το ότι αντιμετώπισα με μια πρώτη ειρωνεία μέσα μου την ανταλλαγή των ρόλων, σε σχέση πάντα με την υποστήριξη, δεν είχα διάθεση για κριτική, έτσι σώπασα μα δεν χαμογέλασα. Άλλωστε το μυστήριο μπροστά μου, δεν μου έδινε και πολλές επιλογές. Τα αθώα τους πρόσωπα κοίταζαν την φλόγα από το κερί με το Άγιο φως και σχεδόν το προστάτευαν με τη θαλπωρή του βλέμματός τους.
Οι άνθρωποι γύρω μου μετανάστες, σ’ ένα ξένο τόπο που έστησαν απ’ την αρχή τις ζωές τους, για κάποιους ήταν και η μοναδική αρχή. Άλλοι προ του πολέμου κι άλλοι μετά του πολέμου. Σειρές ολόκληρες με γκρίζα μαλλιά, μα εγώ στεναχωριόμουν περισσότερο για τα γκρίζα μυαλά. Η ευχή μαζί με το Χριστός Ανέστη, γνώριμη στ’ αυτιά μου… «Και του χρόνου στα σπίτια μας». Πρόσφυγες ή όχι, η επιθυμία κοινή, όλοι αγαπούσαν τούτο το κομμάτι του τόπου. Εγώ ανάμεσα σε τόσους πρόσφυγες, ένιωθα την αγάπη από την μια για τα παιδιά κάτω απ’ τα πόδια μου, τα οποία συνέχιζαν να περιεργάζονται το Άγιο φως κι από την άλλη τη νοσταλγία του σπιτιού μου και του κόσμου μου… ίσως και να τους ένιωθα. Έπειτα, πρόσφυγας και εγώ σκέφτηκα. Πρόσφυγας από τα παιδικά μου χρόνια, απομακρυσμένος ακόμα κι από τις αναμνήσεις τους, που επανέρχονταν μα τις σιωπούσα, γιατί κουβαλούσαν μια φλούδα πόνου. Τις τακτοποιούσα κι αυτές, σαν όλα τα υπάρχοντά μου, συνήθεια ανεξίτηλη. Ήταν το δεύτερο Πάσχα μακριά απ’ το σπίτι, ήταν το δεύτερο μετά το χαμό της γιαγιάς. Με αιχμαλώτισε για μια στιγμή η σκέψη της…

Προσευχήθηκα για την ψυχής της, προσευχήθηκα και για μένα και για τα παιδιά που ήταν δίπλα μου, για τα παιδιά όλου του κόσμου όπως έλεγε η γιαγιά, που είναι η γλυκιά μας ελπίδα. Πρόσφυγας λοιπόν, αυτό ήμουν εκείνη τη στιγμή… Ήξερα βέβαια, πως εγώ δεν θα μπορούσα να ευχηθώ με ειλικρίνεια και του χρόνου στο σπίτι μου. Το σπίτι μου, το σπίτι της γιαγιάς, είχε κλείσει μαζί της κι από τώρα πρόσφυγας θα δήλωνα κάθε Ανάσταση, χωρίς ελπίδα γυρισμού.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Ο πραματευτής

του Ανδρέα Τιμοθέου 


Οι πραματευτάδες έφταναν στη γειτονιά της γιαγιάς καθημερινά και πουλούσαν τα πάντα, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να κατεβεί κάποιος στην πόλη για να ψωνίσει κάτι, για τις καθημερινές ανάγκες τουλάχιστον. Είχε ένα τελετουργικό η είσοδός τους στη γειτονιά, πρώτα κόρναραν και μετά ξεκινούσαν να φωνάζουν τι πουλούσαν και πόσο κόστιζε, κι αυτό δεν είχε σταματημό, έδινε ζωή στη γειτονιά. Έβλεπες τότε αμέσως τις γυναίκες της γειτονιάς να μαζεύονται γύρω από τα αμάξια τους και να ψωνίζουν ό,τι χρειάζονταν. Συνόδευα και γω τη γιαγιά όποτε ήθελε να πάρει κάτι και όταν μεγάλωσα πήγαινα μόνος μου. Τότε τηρούσαν και κάτι τεφτέρια, με τα γραμμένα βερεσέ, δεν υπήρχαν οι πιστωτικές και στο τέλος του μήνα όλοι έπαιρναν τα χρωστούμενά τους, με γεννημένη βέβαια την αμοιβαία εκτίμηση, η ευκολία από τη μια στον πελάτη και η συντήρηση του πωλητή από την άλλη.  Από καιρό σε καιρό έρχονταν και άγνωστοι πραματευτάδες που μάλλον κοντεύαμε στις πραμάτειες τους από περιέργεια, παρά από ανάγκη για κάτι. Κάποιες φορές βέβαια ανακάλυπτες θησαυρούς… Έπειτα οι τσιγγάνες, φορτωμένες με είδη προίκας, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, σεμεδάκια που άπλωναν με την πρώτη ευκαιρία στις αυλές του κόσμου και χωρίς να σκεφτούν τον κόπο να τα τακτοποιήσουν μετά, ακόμα κι αν ο αγοραστής φάνταζε απρόθυμος. Είχαν τον τρόπο τους βέβαια, σχεδόν πάντα τα κατάφερναν. Πάντα απορούσα, πως από μια τσάντα έβγαιναν τόσα πράγματα. Η γιαγιά τις κερνούσε καφέ κι ας μην αγόραζε πάντα, αλλά πολλές ήταν οι φορές που παρατηρούσα τα παζαρέματα με φοβερό ενδιαφέρον, όταν ανακάλυπτε κάτι καλό στα χέρια των γυναικών αυτών. Είχε να φτιάξει τα προικιά για τις αδερφές μου βλέπεις και δεν ήθελε να τους λείψει τίποτα.
Οι πραματευτάδες ήταν φιγούρες αλησμόνητες, μεγαλώναμε παράλληλα, μα όσο χτίζονταν στην γύρω περιοχή καταστήματα, τόσο κόπαζαν οι φωνές τους που ακόμα αντηχούν με τόση νοσταλγία στη σημαδεμένη μου ψυχή. Οι πραματευτάδες έμπαιναν στο σπίτι σου με τη φωνή τους. Χαρούμενος ή μαραζωμένος, με διάθεση ή όχι, ήσουν υποχρεωμένος να τους ακούσεις. Μπορεί να σημάδευαν οι φωνές τους μια γέννηση, τον ερχομό ενός συγγενή από τα ξένα, μια απογοήτευση του πρωινού, ένα θανατικό που πλάκωνε το σπίτι σου… οι πραματευτάδες, ήταν πάντα εκεί, να μας θυμίζουν πως όλα κυλάνε. Μονάχα τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν ερχόταν κανένας κι αυτό ήταν οριστικό και το τηρούσαν όλοι, από σεβασμό στο νεκρό Χριστό, έλεγε η γιαγιά. Κάποιοι από αυτούς είχαν την ευαισθησία και την έγνοια να φροντίσουν για τις γιαγιάδες στις πολυκατοικίες. Έβλεπα τα πανέρια να κατεβαίνουν από τα μπαλκόνια, να τα γεμίζουν με φρούτα, λαχανικά, ψωμί και όλα τα καλά και να ανεβαίνουν απάνω, κι η πληρωμή στο τέλος του μήνα. Μαζί με τα πανέρια, έφταναν στους πραματευτάδες και τα γνήσια χαμόγελα των ανθρώπων, η ευγνωμοσύνη για την ευκολία και η αγάπη απ’ την σχέση που μετρούσε χρόνια πολλές φορές.
Και κάπως έτσι ζήσαμε, μεγαλώσαμε και ντύσαμε τα σπίτια μας και την καθημερινότητά μας, με τις πραμάτειες τους και έτσι με πολύ λίγα, όλοι ήταν καθημερινά άρχοντες, γιατί θα είχαν τα αναγκαία. Ήταν Τετάρτη μεσημέρι, καθόμουν στην αυλή βυθισμένος στις σκέψεις μου για την επόμενη μέρα. Ξημερώματα είχα αφήσει τη γιαγιά μου απ’ το θανατικό κρεβάτι, να πορευτεί στο δρόμο της απόλυτης γαλήνης, μα εγώ πονούσα πρωτόγνωρα, πονούσα ανελέητα και ένιωθα πως αυτό δεν θα είχε τελειωμό. «Ο Πραματευτής», άκουσα πίσω μου με συρμένη φωνή, να το επαναλαμβάνει κάμποσες φορές ένας γλυκός κύριος. Η σκέψη της ήρθε και με πήρε απ’ το χέρι, να βάλουμε στο σπίτι μας ό,τι μας έλειπε για τη μέρα και ξαφνικά το σπίτι έλειπε, η γειτονιά χάθηκε και οι φωνές κόπασαν, η γιαγιά δεν ήταν εκεί, η γιαγιά δεν θα ’ταν ποτέ ξανά εκεί…

-Πραματευτάδες, ανοίξτε τα τεφτέρια σας για να λογαριαστούμε και αν σας περισσεύει, χαρίστε μου, ένα κομμάτι αγάπης σε μηνιαίες δόσεις.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Στου δρόμου το φως


του Ανδρέα Τιμοθέου 

Την ώρα του δειλινού
ασημίζει η θάλασσα
σαν το σταυρό στο στήθος σου.
Το στήθος σου,
γιασεμί και κιτρόμηλο
των πρώτων χρόνων
καταφύγιο και ταξίδι μαζί.
Ένας μικρός παράδεισος υπόσχεση
το στήθος σου,
μα ο σταυρός στο κέντρο.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Η ένδοξη


Κυκλοφοράς σαν φάντασμα στο κέντρο της πόλης.
Η περιφέρεια δε θα σ’ άντεχε
στο κέντρο πάντα κρύβονται οι κατατρεγμένοι.
Σ’ ένα παλιό καμαράκι μου ’δειξαν πως μένεις
στο νοίκι κι αυτό σαν τα όνειρά σου.
Περιφερόμενο λείψανο κατάντησες.
Τα βλέμματα των περαστικών
αναρωτιούνται πώς και δεν πέθανες ακόμη;
Μα εσύ εκεί, κάθε μέρα εκεί
να θυμίζεις στον κάθε καλό οικογενειάρχη
μια στιγμή δικής του και δικής σου ματαίωσης,
κάθε εφήβου την πρώτη του λαχτάρα
χωρίς ίχνος έρωτα.
Μηχανικά, γρήγορα, αηδιαστικά.
Το πρόσωπό σου δεν μαρτυρά καμιά ομορφιά
κι ας λένε οι άλλοι.
Θα το ’χουν αγγίξει
όπως το σώμα σου πολλοί.
Δεν ξέρω αν ένιωσαν ποτέ για σένα.
Τώρα μονάχα περιφέρεσαι, να μας θυμίζεις.

Συνάντηση ψυχών


Οι ζωές μας σε κοινή τροχιά.
Οι έρωτές μας,
λάθη που μας μαστίγωσαν.
Η ευτυχία,
όνειρο που ψάχναμε σ’ όλη τη διαδρομή
πάντα με τη θυσία της αγάπης.
Αφήσαμε το παρελθόν να εισβάλει
διότι δεν το συγχωρέσαμε,
θελήσαμε να τ’ αλλάξουμε.
Αυτό δε δέχθηκε
και έτσι ζήσαμε με το φόβο της καταστροφής.

Νυχτερινή διαδρομή


Αιμορραγούν οι μέρες μακριά σου
και γω μες στης ζωής μου το δίπολο προχωρώ.
Αυτό της ζωής και του θανάτου,
αυτό του έρωτα και της απόγνωσης.
Θύμησή μου το χαμόγελό σου,
καθρέφτισμά του
τα φρεσκοποτισμένα μου μάτια…
Φοβάμαι μάτια μου τον αντίλαλο της σιωπής,
την αδειανή σκέψη, το ξεφτισμένο συναίσθημα.
Φοβάμαι μην έρθουν μέρες
που δε θα ματώνω πια για σένα.

Νοσταλγικός χρόνος


Οι πόρτες έκλεισαν,
τα παράθυρα σφραγίστηκαν,
οι κήποι ξεράθηκαν.
Φέτος το σπίτι σου
δε γέμισε μυρωδιές του Πάσχα.
Η αγάπη έπαψε να ζει
στο καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων.
Τούτες τις Άγιες μέρες
ο χρόνος σταμάτησε
στον επιτάφιο του Χριστού.
Την Ανάσταση, τη ζούσαμε μαζί…

Στη γιορτή σου


Σήμερα θα γέμιζα την αγκαλιά σου με λουλούδια.
Θα χωνόμουν μέσα της για να μου πεις ευχαριστώ,
να με φιλήσεις μ’ αγάπη, να σε δω να γελάς.
Αντί γι’ αυτό μαρτυράω το χρόνο,
αυτόν που δεν έμελλε να ’μαστε μαζί.
Αντί γι’ αυτό ήρθα και πέταξα δυο γαρύφαλλα
σ’ ένα κομμάτι γης
αφιλόξενο, ξένο.
Θα λιώσουν κι αυτά σε λίγες μέρες
σαν τις ζωές που θάφτηκαν,
σαν τις ζωές που έμειναν να μαρτυράνε τη φθορά.

Με τη δικιά σου σκέψη


Ψάχνω δυο σου λόγια
να σκεπάσουν τη μοναξιά.
Να πείσουν τον θάνατο να μη με βρει νεκρό
και να ζω
μέχρι τη μέρα του τέλους.
Να μη σκοτώσω το χρόνο
μα να με σκοτώσει η φθορά του.
Να μην καταδεχθώ για τη δική μου ζωή
λίγο χώμα και δυο καλές κουβέντες
που θα σβήσουν στον άνεμο.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Στη γη του ήλιου


Δεν είχα μερτικό στον ήλιο
μ’ αγάπησα τη ζωή για το δείλι.
Μες στο λιγοστό φως
και τους αποκαμωμένους ανθρώπους
βρίσκει κανείς τα χρώματα,
την ουσία απ’ τα μυρωδικά του προορισμού.
Αυτά, που δεν είναι ανάγκη ν’ αγγίξεις
για να πιστέψεις,
η καρδιά ξέρει να γνέφει σαν τα συναντάς,
χορεύει στους παλμούς της αγάπης.
Για λόγια αγάπης θέλησα να μιλήσω.

Ξημέρωμα


Ο Ήλιος απάλυνε πληγές,
συγχώρεσε τους φόβους.
Τι ευλογία Θεέ μου το ξημέρωμα…
Χάθηκα μες στο φως του πρωινού,
η ψυχή μου βρήκε και πάλι ρυθμούς.
Ποτέ δεν έπαψαν τα σκοτάδια της
και γω φοβούμενος μη χαθεί
διψούσα να τη σώσω.
Δεν αναζητώ την ευτυχία,
την ψυχή μου αναζητώ.
Να πορεύομαι μαζί της ως το τέλος.
Ίσως τότε, ευτυχισμένος…

Επισκέπτες


Σκέψεις αφόρητα στριμωγμένες παντού
γεμίζουν βασανιστικά το δωμάτιο.
Κάνω να τις κάψω με το κερί που τρεμοπαίζει,
να μην αφήσω ίχνος,
να μη μάθει για μένα κανείς.
Να σκορπιστώ σαν τις λέξεις,
ν’ αλλοιωθώ σαν αποκαμωμένο καράβι
που η αλμύρα της θάλασσας τσάκισε.

Καίω μερικές, ανασαίνω!
Οι στάχτες τους όμως γεννούν άλλες.
Έρχονται και παίρνουν ψυχή απ’ την ψυχή μου,
ένα μερίδιο τους δίνω σαν παλιά οφειλή.
Δεν αφήνουν περιθώριο για τ’ αύριο.
Είναι αμείλικτες.
Mε ματαιότητα το πλάθουν ξανά,
ύστερα αποχωρούν.