Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαριβάλδη Άντρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαριβάλδη Άντρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Aντρια Γαριβάλδη (βιογραφικό σημείωμα)



Η 'Aντρια Γαριβάλδη γεννήθηκε το 1958 στην Κάτω Ζώδια της Κύπρου. Μετά την Τουρκική εισβολή στο νησί το 1974 η οικογένειά της ακολούθησε τον δρόμο της ξενιτιάς καταλήγοντας στην Αυστραλία. Είναι εκπαιδευτικός ,ζει και εργάζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη μετάφραση.  Γράφει σε έμμετρο και ελεύθερο στίχο, ενώ έχει γράψει ποιήματα και στην Κυπριακή διάλεκτο. Έργα της  έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες στην Ελλάδα, Αυστραλία, Αμερική και Κύπρο.



Έργα της:

·         "Ανάπλευση" - Τετραλογία, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη 1996

·         "Κυπριένια" 2001 Βραβείο  από το Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου στην Κύπρο
στην κατηγορία της ποίησης για νέους.

Ηλιοβασίλεμα / Άντρια Γαριβάλδη



Γλύκανε ο ήλιος
κι έπεσε να κοιμηθεί
στο προσκεφάλι της νυχτιάς.

'Επεσαν οι σκιές
κι αντάμωσαν
της γης σημάδια.

Του καταχείμωνου
οι ηλιαχτίδες λιγοστές
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα,
τρελλά λυχνάρια.

Κι εγώ
θαυμάζω
το βασίλεμα
μιας μέρας...

Εποχιακό / Άντρια Γαριβάλδη



Αν έχεις κουραστεί να ψάχνεις
για χαμόγελα στην άμμο
αν πια βαρέθηκες επίμονα ν’ αναζητάς
στο φύλλωμα της βουκαμβίλιας
την ανταύγεια της άνοιξης
τώρα που το ξεδιάλεγμα των αστεριών
έγινε ψίθυρος τ’ ανέμου
και το φθινοπωριάτικο στρωσίδι των φυλλοβόλων
χρύσισε την όραση
άπλωσε τις παλάμες σου στον ήλιο
ατένισε το άπειρο
κι αναλογίσου την αυγή του αύριο
που θα ‘ρθει φρέσκια
και βαμμένη με καινούργια όνειρα,
όνειρα που θα διώξουν ό,τι απόμεινε
απ’ το κρύο του χειμώνα.

Άντρια Γαριβάλδη


2/ 2012

Περιμένοντας / Άντρια Γαριβάλδη



Ότι κι αν να πούμε το κακό έγινε πριν τόσα χρόνια!

Ότι και να πούμε
το πρωτοβρόχι εξακολουθεί να πέφτει αβέβαιο για τον προορισμό του,
σ’ ένα κήπο που ποδοπατήθηκε άγρια
και σφραγίστηκε με τ’ αχνάρια ξενικών επισκέψεων.

Ότι και να πούμε
το δέντρο ακόμα περιμένει στην πλατεία να ποτιστεί απ’ το χέρι το δικό μας.

Γι αυτό,
ας βιαστούμε να ξαναστολίσουμε την επόμενη άνοιξη
τον Επιτάφιο στην πικραμένη εκκλησιά.
Για ν’ αντηχήσει στον αυλόγυρο της
το τραγούδι των μελισσών.

Ότι και να πούμε
αυτά που θα πούμε όταν ανταμώσουμε στο σταυροδρόμι των αναμνήσεων
θα είναι μόνο λόγια παρηγοριάς, για μας και για σας.

Και όλα αυτά θα γίνονται…                                   
περιμένοντας ακουμπισμένοι στην πλάτη της θάλασσας !


Η Τριλογία του Νόστου / Άντρια Γαριβάλδη



 χάθηκα
Νύχτωσε πάλι
στον ξένο τόπο,
χάθηκα σέρνο-
ντας τόσο κόπο.
Ύπνος ποτέ πια
δε με παίρνει,
κάποιος ή κάτι
με περιμένει...

έρχομαι
Έρχομαι πάλι
λευκό ακρογιάλι,
ζεστή φωλιά μου
χαρά η καρδιά μου.
Χρόνια σου λείπω
σε ξένο κήπο,
δρόμοι παλιοί μου
πατρίδα, γη μου.

Γυρνώ και πάλι,
λευκό ακρογιάλι,
μια καλημέρα
του πόθου μέρα.

Φιλώ τ΄ αγέρι
της μοίρας ταίρι
κι έρχομαι πίσω
να ξαναζήσω...

Δρόμοι παλιοί μου,
πατρίδα, γη μου,
ήρθα κοντά σου,
πάλι δικιά σου.

πάλι σ' αφήνω
Ήρθε η ώρα
πάλι σ΄ αφήνω
μικρή πατρίδα,
τυραννισμένη.
Στερνή αγκάλη,
μακρύ ταξίδι,
με περιμένουν
στην άλλη γη.

Μια χούφτα χώμα,
δροσιά απ΄ τα σπλάχνα
κέδρινου δάσους,
αυγής πνοή.

Αγριολούλουδα,
κρίνα, λαλέδες
λίγο απ΄ το δυόσμο,
βασιλικό,

χλωρό θυμάρι,
πατρίδα δώσ' μου,
να το κρατήσω
για φυλαχτό...

Δυο τρία κοχύλια,
βράχια πολύχρωμα,
βότσαλα άσπρα
πρασινωπά.

Θάλασσα, αλμύρα,
βαθιά, γαλάζια,
κρύσταλλα κόκκινα
και καφετιά.

Πρόσωπα γνώριμα
αγαπημένα,
σπίτια κατάλευκα,
ζεστός καφές,

ψωμί χωριάτικο,
φωτογραφίες,
γλυκά χαμόγελα,
ήρθα και χτες.

Λίγο απ΄ το δυόσμο σου
κρίνα, λαλέδες,
χλωρό θυμάρι,
βασιλικό.

Ό,τι έχεις δώσ' μου
μικρή πατρίδα,
ό,τι έχεις δώσ' μου
για φυλαχτό.

Κυπριωτάκι / Άντρια Γαριβάλδη




Ήσουν του κάμπου κυπαρίσσι εσύ μικρό
όμως μια μέρα σ' άρπαξε ο σίφουνας τ' Αττίλα ,
και σε ξερίζωσε σαν λούλουδο ξερό
κι άγρια σε πέταξε, σου τσάκισε τα φύλλα.

Αχ, κείν' τα χρόνια πού 'παιζες κρυφτό
στις γειτονιές τις λουλουδάτες, τις μεγάλες,
κάθε σπιτάκι πρόσχαρο, ζεστό,
κούρνιαζε ήρεμο στης γης μας τις αγκάλες.

’λλαξες πρόσωπο, μεγάλωσες πολύ,
τα καλοκαίρια μίκρυναν, ερήμωσαν τ' αλώνια,
πάγωσ' απότομα ο αέρας το πρωί,
τα δέντρα μάραναν, γυμνώσανε τα κλώνια.

Κι έτσι, της Κύπρου προσφυγόπουλο μικρό
έγινες άντρας πια, μεγάλωσες στ' αλήθεια,
να πολεμήσεις ήρθε η ώρα το θεριό,
να γιγαντώσεις τα αθώα σου τα στήθια.

Αντάμωμα / Άντρια Γαριβάλδη



Βρεθήκαμε στην άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που κόπασε για λίγα λεπτά.

Η ανάσα γρήγορη
 ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.

Πίσω απ’ της πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.

Και η βροχή ξανάρχισε το μέτρημα...

Να ’ταν τ’ αντάμωμα τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;

Η πόλη ολόσωμη φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους ώμους μας το χιόνι.

Έτσι, χωρίς βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα χάθηκε...
 μέσα στο άγνωστο.

Μια μέρα θα γυρίσω, μου ‘χες πει...



Σκιά του δάσους / Άντρια Γαριβάλδη



Ήρθε κι αυτό το καλοκαίρι
Με τον καλό σκοπό του ταξιδιού
Στον τόπο τούτο τον ηλιοκαμένο. 
Μα η πύρινη φιγούρα της σκιάς του δάσους
Μάτωσε βίαια τις πλαγιές απ' άκρη σ' άκρη
Καταβροχθίζοντας την χλόη
Πεύκα, νυφούλες μυγδαλιές, σχίνα, σπατζιές και τριμιθιές, ασημωμένες αιωνόβιες ελιές
Θυμάρια, ρίγανη και μέντα
Όλα στολίδια του νησιού αρωματικά
Σύμβολα ζωντανά, μοναδικά
Λόφοι πια ολόγυμνοι
Θωπεύουν το λίκνο του τζίτζικα
Της πέρδικας το μονοπάτι 
Του σπουργιτιού τ' ανήσυχο φτεροκόπημα.
Τώρα πια το τοπίο σκοτεινό
Μαύρη καμμένη αγκαλιά από κλαδιά π' επέμειναν να θυμίζουν πως εδώ ζούσε παραδεισένια φύση.
Μικρό πουλί στο ξέφωτο
Έλα και πες μου τον καημό σου...


Άντρια Γαριβάλδη

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΒΡΑΔΥΑ / Άντρια Γαριβάλδη




Τα βράδυα,
Σαν χαμηλώνουνε τα φώτα
Και τα πουλιά κουρνιάζουν πιο βαθιά στης μοναξιάς τους τη φωλιά
Η σκέψη δραπετεύει ορμώντας στου μυαλού τα μονοπάτια
Κάποιων ψυχών
π' αγάπησαν το φως
τα βήματα ακολουθώντας
Και κείνα των μικρών αγγέλων που τα όνειρα  με συνοδεία κουβαλούν
Στους κύκλους που αντανακλά η σελήνη
στ' ουρανού το θόλο.

Εκεί επάνω στ' άστρα τα τρεμάμενα
Πλανιέται ένα δροσόβρεχτο
Των στεναγμών
και των δακρύων ανθοπέταλο
Που απ' της καρδιάς το δισκοπότηρο φτερούγισε. 

Επιστρέφω / Άντρια Γαριβάλδη



Στους 16 ήρωες του 'Νίκη-4'

Επιστρέφω...
Τίποτα πια δεν με σταματά
Ούτε τ' αεροσκάφους τα συντρίμια
που η μοίρα το σημάδεψε με βόλι φίλιο
Κι ανύποπτα το φύτεψε σε χώμα ελληνικό
Ούτε η άγραφη ιστορία
που άφησε σελίδα αδειανή στο ημερολόγιο του ήρωα πιλότου
Κάποιοι δεν γνώρισαν ακόμα της θυσίας το σταυρό
Τη λεβεντιά δεν είδανε που υψώθηκε λιβανισμένη στους αιθέρες
ζητώντας μια άκρη γης να ξαποστάσει
Μα εγώ...
επιστρέφω αγέροχος, τιμημένος
τ' ορφανεμένο σπίτι μου να δω ξανά
Κι ανάλαφρα η ψυχή μου να πετάξει πέρα δώθε
Πότε στο μυρωμένο τύμβο της Μακεδονίτισσας
Και πότε στων δικών μου την αγκάλη που μούλειψε χρόνους πικρούς σαρανταδυό.
Επιστρέφω...
αλίγυστος σημαιοφορεμένος
των αδερφιών μου το καντήλι να φωτίσω.



Άντρια Γαριβάλδη
Σεπτέμβριος 2016

Εδώ Σαλαμίνα / Άντρια Γαριβάλδη

 Ήρθε φθινόπωρο,
οδεύουμε προς το χειμώνα.
Τα μάρμαρα,
σκεπασμένα με τη στάχτη των καμένων
  σπιτιών μας
βυθίζονται όλο και πιο πολύ στη γη.
Οι πέτρες,
 
φθαρμένες απ' τ' άρβυλα των κουρσάρων
ατενίζουν τον ξεφλουδισμένο ουρανό αναστενάζοντας.
 
Το αμφιθέατρο , λεηλατημένο και βουβό
δεν μας χωράει πλέον.
  
Η Αντιγόνη θρηνεί σκυφτή στο χώμα
μην έχοντας πού να θάψει το νεκρό αδερφό, τον Πολυνείκη.
Τα χέρια λύνονται
ανήμπορα να σηκώσουν το σταυρό.
Λυγίζει το τσεκουριασμένο κορμί της πατρίδας
 
στ' ατέλειωτο ανηφόρι στη ράχη του Πενταδάκτυλου.
Έρχεται μπόρα...
βιαστείτε.


Οι καλημέρες μας / Άντρια Γαριβάλδη



Τα χρόνια μας μετράμε
Σ' ένα κομμάτι νήμα απ' το κουβάρι της ζωής
Τις μέρες της χαράς ιχνηλατούμε
Μ' ένα ανύποπτο ανασκίρτημα της μνήμης
Να ξέρουμε, να περιμένουμε ή να ξεχάσουμε...
Πώς η ζωή στο παρά πέντε θα χαθεί ένα πρωί
Καθώς μια νέα μέρα θα γεννιέται
Αναζητώντας το χαμόγελο που σπάνια χαρίζεται
Σ' ένα κομμάτι σπάγγο σημαδεύουμε τις καλημέρες μας
Που λιγοστεύουν σιωπηλά και σταθερά.



Ο ΘΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ / Άντρια Γαριβάλδη


Κάποια καμπάνα
απ’ το μακρινό το παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα πλάι στην εικόνα τ’ Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.

Ένα χαικού για τον Πενταδάκτυλο / Άντρια Γαριβάλδη


Τ' αγώνα βουνό 
Απλώνεις στ' άστρα,
Πενταδάκτυλε.


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Το σχήμα της ντροπής / Άντρια Γαριβάλδη



Κείνο το μισοφέγγαρο 
που δίχως όνειδος απλώνεται στον Πενταδάκτυλο

Κείνο το μισοφέγγαρο
που σαν θεριό
λυσσομανά σαν έρθει το ξημέρωμα

Κείνος ο Κέρβερος 
που θριματίζει των παιδιών μας τα όνειρα

Γιατί δεν πέφτει απ' το Βουφαβέντο να χαθεί;
Να τσακιστεί στα βράχια
και να μην ξαναφανερωθεί;


Άντρια Γαριβάλδη

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Στον ήρωα Σολωμό Σολωμού / Γαριβάλδη Άντρια


Τώρα ο ήλιος
το βλέμμα ρίχνει οργισμένος
στην άδικη μέρα…
Κι εσύ,
αλύγιστος στο πείσμα της εκδίκησης,
μήνυμα σήκωνες βαρύ
μπροστά στο πλήθος
που ’γραφε την ιστορία
και καρτερούσε να κατέβεις παλικάρι
με τ’ άλικο πανί στο χέρι,
έχοντας μάρτυρα του Βαρωσιού το τείχος,
ήρωα, νέε με το σκουρόχρωμο σγουρό μαλλί,
που στη ζωή δε σήκωσες λιθάρι.
Τώρα η πικραμένη μάνα σου
μαντίλα σήκωσε πικροστεφάνωτη
το σήμα του κατακτητή να σκιάσει.
Ολόκληρο λαό στ' ανάστημά σου σήκωσες
το θάνατο αντικρίζοντας,
κει που στη ράχη του εχθρού σκαρφάλωνες
και μια πατρίδα σταυρωμένη ατένιζες,
μα δε δείλιασες.
Τώρα το χώμα,
πατημένο από άρβυλα ξένα
κράζει το αίμα να δραπετεύσει
απ’ τα σπλάχνα της νιότης,
τη ραγισμένη φλέβα να νίψει της γης
που καίγεται απ’ τη λάβρα ηφαιστείου αγανάκτησης.
Απ' τη σκιά τ' οχτρού
με λιονταρίσια τη ψυχή κρεμάστηκες,
τη ματωμένη σου πληγή ανοίγοντας στον άνθρωπο.
Άντρια Γαριβάλδη
Kυπριένια
Εκδόσεις Ναυτίλος
Μελβούρνη 2001

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Για κείνο το πρωινό / Άντρια Γαριβάλδη

της 15ης Ιουλίου

Δεν ξεχνώ 

Την ώρα που έσχισε το μαντάτο
Το θλιβερό εκείνο πρωινό 

Κραυγή οργής για πραξικόπημα
Παύση ατέρμονη
Σε τούντη γη τη ματωμένη
Θολή ομίχλη στο τζάμι της μνήμης
Λαύρα Δευτερογιούνη που καίει ανελέητα τα χρόνια
Ένα και δυο... Σαρανταδυό

Κι ο πήχυς του μυαλού αιμορραγεί...


Άντρια Γαριβάλδη

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Γλύκανε ο ήλιος κι έπεσε / Άντρια Γαριβάλδη

Γλύκανε ο ήλιος κι έπεσε
Στο προσκεφάλι της νυχτιάς να κοιμηθεί...
.....
Του καταχείμωνου
Οι ηλιαχτίδες λιγοστές
Μα στο λυκόφως της καρδιάς
Τα φτερουγίσματα
Τρελά λυχνάρια...
Άντρια Γαριβάλδη

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Πώς να ξεχάσει κανείς... / Άντρια Γαριβάλδη

Πώς να ξεχάσει κανείς... 
Καρφί στη ραγισμένη καρδιά
της μικρής μας πατρίδας... 
Πώς να ξεχάσει κανείς...
Τόσοι πολλοί θαμμένοι 
σε μια χούφτα χώμα...

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Πάσχα στο νησί / Άντρια Γαριβάλδη


Αφιερωμένο σ’ αυτούς που έφυγαν
Κι αυτούς που περιμένουν να γυρίσουν

Καλή Ανάσταση
Χέρι χεράκι λέμε
Στο δρόμο για τον Καλό Λόγο
Κρατώντας λαμπάδα από μέλισσας κερί μυρωδάτο
Σκιές αθόρυβες συναντιόμαστε στους δρόμους προς την εκκλησιά

Τόσο παλιά
Τόσο παλιά ανάμνηση
Στο πέρασμα των χρόνων…
Οι γειτονιές μας ζωντανεύουν
Γεμίζουν με παιδιά που τρέχουν να μαζέψουν κούτσουρα
Για τη χαρά της λαμπρατζιάς
Έξω απ’ την εκκλησιά μας του Τιμίου Σταυρού
Γεμίζουν οι καφενέδες με άντρες μεστωμένους
Μαντήλι φορώντας της εργατιάς
Συζητώντας για τα παλιά και τα καινούργια
Για τα φυντάνια τους, τα δέντρα τους, τον αγώνα
Kόκκινες κατακόκκινες οι παπαρούνες στους αγρούς
Λαλέδες πολύχρωμοι
Κρινάκια της Παναγιάς
Γύρη από κίτρινες μαργαρίτες του Λαζάρου
Σε στρώματα από αγνό χαμομήλι
Λουλούδια φύλλα σχήματα
Κάτω από την καμάρα του δίχωρου σπιτιού
Στο πέτρινο σκαλί
Στολίζουν κόκκινα τ’ αυγά οι κοπέλες

Καλή Ανάσταση
Ανασκουμπωμένες οι νοικοκυρές
Ετοιμάζουν προζύμι
Βουτούν τις γροθιές στο κριθαρένιο ζυμάρι
Στη ξύλινη σκάφη
«Έλα κυρά Γιαννούλα να πλάσεις τα παξιμάδια…»
Οι γλισταρκές έτοιμες να μπουν
Στον πυρωμένο φούρνο
Η φλαούνα ροδοκόκκινη
Αντίδωρο χαράς
Μοσχομυρίζει καλώντας μας
Το ζυμωτό στο φουρνέθκιο έτοιμο να πέσει στο πανέρι
Με την υφαντή πετσέτα
Σουσαμένιο ψωμί στην ποδιά της θειας μας
Ψωμί κι ελιά και λιόλαδο
Κουλούρια ξεροψημένα αχνίζουν στα χέρια
Ανθόνερο φτιαγμένο από τριαντάφυλλα
Και λεμονανθούς της Επισκοπής
Νίβει το πρόσωπο
Γεμίζει άρωμα το σπίτι
Έρχεται ο θείος απ’ το Βαρώσι «του-του-του» στο διθέσιο  αυτοκινητάκι
Ανάσταση να κάμει με τους δικούς
«Παιδιά, ποιος θα μας δείξει το τετράδιό του;»
Ρωτάει ο άλλος θείος όλο ενδιαφέρον
«Φλαούνα με σταφίδες ή χωρίς;»
Αναρωτιέται η μικρότερη απ’ τις θειες

Καλή Ανάσταση
Δυο δυο
Χέρι χεράκι λέμε
Στο δρόμο για τον Λόγο τον Καλό

Χριστός Ανέστη ακούγεται και πάλι
Το νοτισμένο χώμα
Ξυπνάει με τη δροσιά της αυγής
Την ανθισμένη πνοή της Άνοιξης
Ανθός που σκάει χαμόγελο στην πρώτη ηλιαχτίδα
Σκορπώντας Απριλιάτικη ομορφιά
Μυρωδιά νέας ζωής
Σταυρός υψωμένος πάνω απ’ το καμπαναριό
Στην ράχη του βουνού
Στο πετρόχτιστο χωριό του Τροόδους
Βοτσαλάκι πρασινο-κοκκινο-καφεδί
Στην αμμουδιά της Πάφου
Βελούδινο χνούδι σε πέτρα γυαλιστερή στο Ακρωτήρι
Μπουμπούκι στο περβόλι του Ζωδιάτικου κάμπου
Δαντέλα στην ποδιά της πλουμισμένης Μόρφου
Μια ανατολή μοναδική πίσω απ’ το κορμί του Πενταδάκτυλου
Και πέρα πέρα η θάλασσα αστράφτει ολόλευκη
Ανάστασης καμπάνα ακούγεται
Στη γειτονιά της Αμμοχώστου
Ηχώ πηγαινοέρχεται
Πίσω απ’ το γύψινο τοιχάκι στο λιμάνι της Κερύνειας μας
Κρυμμένα κλειδιά στο πήλινο πιθάρι στο μοναστήρι τ’ Αγίου Νεοφύτου
Βασιλιτζιά ψιντρή
Στη γλάστρα τ’ Αγίου Γεωργίου τ’ Αλαμάνου
Εικόνα σκαλιστή
Σε μαρμαρένια πλάκα στον Άγιο Λάζαρο
Ανταύγεια εσπερινού ουρανού
Στις φοινικούδες της Λάρνακας
Ρόδινο συννεφάκι
Γιρλάντα πουπουλένια
Φιλημένη ακρογιαλιά της όμορφης νύφης της Λεμεσού
Άγριο κυκλάμινο που ξεφυτρώνει μέσ’ την παλιά κολόνα
Στ’ αρχαίο θέατρο του Κουρίου
Κύμα κυματάκι αλμυρό
Φιλά το μοναστήρι τ’ Αποστόλου Ανδρέα

Χριστός Ανέστη
λέμε γι άλλη μια φορά
Στην αυλή της ψυχής μας
Χριστός Ανέστη
Παπα-Πολύβιε
Παπα-Χαράλαμπε
Οι σκάμνοι τακκουρούν ακόμα
κράζοντας το χαρμόσυνο μήνυμα
Η πίσω πόρτα της εκκλησιάς σιέται
Χριστός Ανέστη
Παππού Μιχάλη
Γιαγιά Χρυσταλλού
Χριστός Ανέστη
Αδέρφια
Ξαδέρφια
Συγγενείς
Το τραπέζι μας περιμένει
Μέλισσες στο μεθύσι της δουλειάς
Ψέλνουν ακούραστα ύμνους πασχαλινούς
Τραγούδια της ζωής
Σ’ ένα νησί τόσο μικρό
Τόσο μικρό και διάφανο
Φυλλαράκι χρυσοπράσινο
Σκαρί παλιό
Πλεούμενο
Ξεχασμένο στη μεσόγειο
Κοχύλια
Μικροί ναυτίλοι κάτω απ’ το γυαλί
Χτενίζουν τον βυθό
Διαβάζοντας κουκκίδες άθικτες της ιστορίας
Αυτού τ’ αδάμαστου λαού
Που αναγεννιέται κάθε Ανάσταση
Νοσταλγώντας
Λαχταρώντας
Πάσχα λαμπρό
Δοξαστικό
Πάσχα δικό μας
Στο νησί!

Άντρια Γαριβάλδη
4/2015