Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Η ΝΕΚΡΗ ΜΑΣ ΖΩΝΗ / Μολέσκης Γιώργος

 


Σαν ρήγμα ανάμεσα σε δυο τεκτονικές πλάκες
που διαρκώς αποκλίνουν
η νεκρή μας ζώνη ολοένα επεκτείνεται
προς τη μια και προς την άλλη πλευρά.
Σηκώνει σκόνη τοξική της ερήμου,
εκπέμπει δηλητηριώδη αέρια,
μολύνει τη γη βαθιά και τα νερά,
θέλει να καταλάβει όλο τον τόπο,
να μας μετατρέψει σε δυο νησιά
που μεταξύ τους όλο απομακρύνονται.

Σπαρμένη με κόκαλα νεκρών η νεκρή μας ζώνη
που όλο ασπρίζουν στη βροχή και στον ήλιο
κι όλο αδειάζουν από τις ιστορίες και τα ονόματά τους.

Στην κάθε της πλευρά περπατά η Λήθη.
Άνθρωποι κάποτε ζωντανοί περνούν το κατώφλι
και γίνονται μνήμες.
Τα σπίτια ξεχνούν τους κατοίκους τους,
τα περιβόλια ξεχνούν τους καρπούς τους,
τα δέντρα τους ίσκιους τους,
τα τριαντάφυλλα το άρωμά τους,
το λάδι τους οι ελιές, οι ανθοί το μέλι τους…

Μηνύματα θανάτου τη διαπερνούν, ταξιδεύουν μακριά,
μπαίνουν σε σπίτια, σε γραφεία,
σε αυτοκίνητα κι αεροπλάνα, φτάνουν σε ξένες χώρες: 

Απεβίωσε ο Κώστας, ο Γιάννης, η Μαρία,
ο Φικρέτ, ο Γιουτζέλ, ο Χικμέτ,
του τάδε, του δείνα, του άλλου…
Η κηδεία του αύριο, μεθαύριο, την επόμενη μέρα,
στο τάδε χωριό, στην τάδε πόλη, στην τάδε χώρα…

Τώρα μόνο νεκρός θα επιστρέφει στη γη του
και θα περιφέρεται ανέστιος και βωβός.

Και η ελπίδα μας όλο να λιγοστεύει,
να φεύγει ο καιρός που κατεβαίναμε με τα όνειρά μας,
καθόμασταν επάνω της σαν τα πουλιά
και φυτεύαμε σπόρους τα ποιήματά μας:

Ν’ αφοπλίσουμε τις νάρκες,
να γίνουν παιχνίδια παιδικά,
το πράσινο να σκεπάσει το αίμα,
οι νεκροί να σηκωθούν
και να φωνάζουν τα ονόματά τους,
να κατεβούν τα περιστέρια να τσιμπολογούν
τους σπόρους της ειρήνης.
Οι εξόριστοι μας στίχοι
να επιστρέφουν στο ποίημα.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΟΥ /Μολέσκης Γιώργος

 


Την ιστορία της γενιάς μου δεν τη σημαδεύουν
δοξασμένοι στρατηγοί, πολιτικοί,
έμποροι, ταξιδευτές, τοκογλύφοι ή, έστω,
ονομαστοί φονιάδες και ληστές. Τίποτε.
Ούτε κι ένας ποιητής
που να άφησε πίσω του κάποιον στίχο.

Στη μια άκρη ένας παππούς
που έμοιαζε ποιητής
κι όμως δεν έγραψε ούτε έναν στίχο
να μου τραγουδά ένα τραγούδι που το ξέχασα.
Στην άλλη άκρη ένας πλανόδιος αγιογράφος,
που έζησε τη ζωή του μακριά από την αγιότητα
και γύρισε μόνο για να πεθάνει,
δίχως έναν άγιο μαζί του.

Οι άλλοι που ακολούθησαν ξόδεψαν τη ζωή τους
σκυφτοί μέσα στον κάμπο και πάνω απ’ τα πηγάδια
που στέγνωναν ολοένα κι όλο τα σκάφτανε πιο βαθιά
ώσπου στο τέλος χάνονταν μέσα τους.

Μερικές φορές μου φαίνεται πως γράφω ποιήματα
για να ξοφλήσω το χρέος μου προς όλους τους. 

 

ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ / Μολέσκης Γιώργος

 


Μέρα με πολύ ήλιο
ανεβαίνω στην Ακρόπολη.
Περπατώ
ανάμεσα σ’ ένα πολύχρωμο πλήθος
από τουρίστες, πλανόδιους μουσικούς,
επαίτες, μετανάστες.

Μέσα στο φως που ασημώνει τα πράγματα
όλα γίνονται ένα σώμα,
ο κόσμος γίνεται διάφανος,
εξαϋλώνεται μες στη στιγμή
που επεκτείνεται ως την αιωνιότητα.

Γίνονται όλα ένα ποτάμι
που ρέει ανάστροφα,
το φως ανεβαίνει από τη γη
κι από τις πέτρες στον ουρανό,
η ιστορία κατεβαίνει από το βάθρο της
και περπατά ανάμεσά μας,
ο κόσμος επιστρέφει από το παρελθόν.

Τ’ αγάλματα
κατεβαίνουν από τα βάθρα τους,
μας παίρνουν από το χέρι
και σταθερά μας ταξιδεύουν
στο δικό μας μέλλον. 

 

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ / Τιμοθέου Ανδρέας


Ο τόπος μου
μια σκάλα ανένδοτη στον χρόνο.
Σκαλί σκαλί λαξεύτηκε
από την Αφροδίτη
κι άνθη γεμίζανε οι χαρακιές
όπου κυλούσε ο ιδρώτας της.
Ήρθανε άνθρωποι λογιών λογιών
φέρανε δώρα, βάσανα και θάνατο
μα πιο πολύ εκείνη την ανίατη ασθένεια
-επιθυμία ανεξάντλητη-
το τελευταίο σκαλοπάτι.
Ανέβαιναν αφέντες άπληστοι
μ’ ανίερη μανία
τα άνθη καίγονταν
στο ποδοβολητό τους
μάτια δεν είχαν για να δουν
πώς ξετυλίγεται του μέλλοντος
η σκοτεινή σκιά τους.
Κι όταν δεν έμεινε ενός ανθού ελπίδα
Άδης απλώθηκε παντού
αίμα ποτίσαμε τις πέτρες και τα χώματα.
Επιδημία νάρκισσων απλώθηκε
γεμίσαμε της Περσεφόνης το καλάθι
χαθήκαμε στον ύπνο και τον κάματο
και της θεάς η εξορία
σαν όνειρο που δεν συνέβηκε
μας βρήκε όλους νηφάλιους
και αρνητές της πτώσης.
Τη ρίξανε μες στους αφρούς της θάλασσας
χωρίς μια λέμβο σωτηρίας
μες σε μπουντρούμια του βυθού
ασκείται τώρα στην υπομονή
και καταριέται ανέραστους
τους βιαστές της χώρας.
Στέκει αγέρωχη η σκάλα της
κι όσοι ακόμα αντιστέκονται
σε αινίγματα και πάθη
βρίσκουνε τόπο στη σκιά της.
Ποτίζουν τις ρίζες της σιωπής,
του μύθου και της καμένης πλάσης
οργώνουν προσευχή και ας θερίζουν άδικο
ξαποσταίνουν σ’ έναν ελεύθερο Χριστό
και λίγο γάργαρο νερό του τόπου τους.
Στην κορυφή της σκάλας
ακόμα εξατμίζονται
ίχνη μυαλού και εντιμότητας.
Κοιτάνε από ψηλά οι αφέντες
με περιέργεια και έκπληξη
όσους ακόμα επιμένουν.
Περιμένουν με αγωνία στην ουρά
ένα σκαλί ακόμη.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ / Τσελεπή Ειρήνη


Τι θλιβερο το βράδυ αποψε, μνημόσυνο να κάνω στη φιλία
Αναψα κεριά ίσως βρω παρηγορια
Το μόνο που μού,χε μείνει ζωντανό κι ανάσα έδινε στη ψυχή μου
Κι απο τις τρεις , ομορφες σαν τις Χάριτες, που ήρθαν και με αγγίξαν, μόνο τη μία ξεχώρισα
Την πιο καλή. Αυτη που θα κρατούσε αιώνια
Τι θλιβερό που σημερα η μοναξιά μου είναι πιο μονη.
Απόψε με μνημόσυνο, ξανά στο νου μου την φέρνω
Εκείνη τη φιλία που έδινε ανάσα στη ψυχή μου

εκείνο το πρωινό / Λαμπής Γιάννος

 εκείνο το πρωινό

ένας γέροντας ακουμπώντας στο μπαστούνι του
διέσχιζε αργά το δρόμο
ένας σκύλος κυνηγούσε μια γάτα
μια γυναίκα που κοιμόταν μονάχη, έγειρε το κεφάλι της
έτσι, απλά και άηχα, σαν γέρνει ένα στάχυ στη βροχή
ο παραγιός άπλωσε τα τραπέζια στο καφενείο
σκούπισε τα ποτήρια και άναψε τη χόβολη
που έβγαζε ένα ήχο αχνό, έτσι σαν βαριά ανάσα
στη γωνιά του κήπου ο άνεμος στριφογύρισε τα φύλλα
κι ύστερα έγιναν σωρό
κανείς όμως δεν είδε κάτι και κανείς μας δεν άκουσε τίποτε
όλα αυτά ήταν ασήμαντα και κανείς δεν κατάλαβε
πως όλα αυτά τα ασήμαντα ήταν μια ομολογία ζωής.
και μια θλίψη για το επερχόμενο απόγευμα των ημερών μας.

ΠΕΤΑΝΕ Τ' ΑΛΟΓΑ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Ήταν στην παραλία των αλόγων.
Το χαλινάρι κράτησα γερά και
μπήκαμε στη θάλασσα δεμένοι.
Άφησα τ' άλογο να πάρει το δικό του
μα εκείνο μ' ακολούθησε πιστά.
Έτσι γεννήθηκε το μυστικό μας.
Ελεύθεροι μες στη δικιά μας φυλακή
κι ας ήταν σκουριασμένα τα καρφιά
στα πέταλα, λυμένοι κόμποι στο καπίστρι.
Μαζί καλπάζοντας μες στο αλμυρό νερό
γράφαμε κύκλους στον τροχό της ιστορίας
μνήμη των δρόμων ιπποδύναμη, λαχτάρα.
Πόδια σπασμένα απ' τον αγώνα, μα φτερά
σε πλάτες δυνατές που γνώρισαν μαστίγιο
και πως πετάνε τ' άλογα όταν γεράσουν.
……
Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Λυκόσκυλα, Βακχικόν 2024