Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΟΙΗΤΟΥ / Παντελίδης Στέφανος

 


Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό μου εύχομαι
κάποιος ν’ απαγγείλει ένα μου ποίημα.

Και τότε
θα κυλήσει η μεγάλη στρογγυλή πέτρα
—αυτή που θα φράζει τον τάφο μου—
και θα βγω έξω.

Θα συναντήσω έναν-έναν τους νέους μου αναγνώστες
και θα τους «πείσω» δείχνοντας
τις τρύπες στην καρδιά μου.

ΚΥΠΡΟΣ. ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ / Βαρνάβας Π. Σωτήρης

 

ΠΡΟΟΙΜΙΟ
 
β. Το χρέος μου
 
Έχω την βούρκαν μου χαλκόν γεμάτην
πέτρες της Τύπρου μας σωρόν
άσπρην χαβάραν του χωρκού μου∙
μεν με ρωτάτε πού τα πάω
ται πού τα φέρνω
χρέος μου να τα κουβαλώ.
 
Αννοίω την βούρκαν να μπουκκώσω
απλώννω τα στην μαντιλιάν
μες στην κούππαν μες στο πιάτον
κοπιάστε λαλώ τους περαστικούς
να πιούμεν μιαν που ιστορίαν.
 
Τ’ έρκουνται ούλλοι που γυρόν∙
Ένας αρκάτης που εποστάθην
ένας βοσκός με το πιθκιαύλιν
ο σιεράς με την φωθκιάν του
ο γανωματής με το καλάιν
ο καμηλιέρης με την καμήλαν
ούλλοι ξενοχωρίτες νυχτωμένοι.
 
Μεζέν τερνώ τους την αλήθκειαν
που της Τύπρου το δεντρόν
μνήμην φιλεύκω τους ται πάσιν.
 
Λάμνε λαλώ του που το Κτήμαν
που την Αμμόχωστον την Σαλαμίναν
έμπα της Έγκωμης του Κολοιού
τ’ ύστερις τράβα στην δουλειάν σου,
βάλε τ’ εσού τα δυνατά σου
να βάλει η ψυή σου μιαν γραμμούαν
να μεν αφήκεις να σβηστεί
της ιστορίας μας ο χάρτης.
 
 
 
γ. Νύχτα που φοράς
φουστάνιν μέρας
 
Μες στην νύχταν με φεγγάριν
με Θεού καλόν φανάριν
εποτίζαμεν παττίες
τ’ ετζοιμούμουν στο ποστάνιν.
Με πισσούριν την ημέραν
με κούσπον πένναν πά’ στο έριν
ετσαππίζαμεν τες λέξεις
να τυλίσει ως τα πέρα
της αλήθκειας το νερόν∙
 
Της Τύπρου δίτιον ν’ ανεφάνει.
 
Ανυπόλυτοι ροκόλοι
μες στο χώμαν μες στ’ αυλάτιν
μες στο χωράφιν οι κουφάες
ετυλούσαν τ’ ’εν εκρούζαν.
Μεν φοάσαι που την φύσην
μανιή της φεύκει η νύχτα
που την άλλην να φοάσαι
νύχταν στ’ άσπρα που ’ν’ ντυμένη
ται φορά φουστάνιν μέρας.
Ποντικούς πά’ στο ζινίιν
κουβαλάς τους μες στην βούρκαν.