Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ / Πολυκάρπου Ανδρέας



Αυτήν την άνοιξη
τα χάσαμε τα χελιδόνια.
Πέταξαν μακριά μας
αλλού να χτίσουνε φωλιές.

Τα βάσανα μας
αλλοίωναν τα όνειρα τους.
Θεατρίνοι της ευλογίας
για πιο ζεστά φύγατε μέρη.

Αυτά τα χελιδόνια
δεν έφεραν την άνοιξη.
Με τα φτερά τους
σε τόπους άλλους την πήρανε.

Οι άψυχοι μας νόμοι
σκόρπισαν τη σπορά.
Κανένα αγιόκλημα δεν
θέλησε να σκύψει το κεφάλι στη νύχτα.

Σκέπασαν τα νέφη
προτού η βροχή να πέσει.
Τα σύννεφα του ουρανού
τον τόπο μας απομονώνουν.

Αυτήν την άνοιξη
δεν ήρθαν τα χελιδόνια.
Στο κρύο μας μάρμαρο
πού καιρός για ν’ ανθίσει το φως.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΡΑ / Πολυκάρπου Ανδρέας



Θυέστεια δείπνα μου προσφέρει
ο Ατρέας στην εξορία.
Τα χέρια μου τεμαχισμένα
προσφέρονται για Βρώση.

Της Φιλομήλας το στέρνο
δεν το άγγιξα,
μα η Πρόκνη μού προσφέρει,
να γευτώ, τη σάρκα μου.

Την Πελόπια ψάχνω να βρω
στο αίμα μου
τον Αίγισθο στη μήτρα της
να σπείρω, εκδίκηση να πάρω.

Τους διώκτες μου αυτός
θα τους εξαϋλώσει.
Και τη σάρκα μου
με το αίμα τους θα εξαγνίσει.

Μα του Ορέστη το ξίφος
εκδίκηση είναι έτοιμο να πάρει.
Στα σπλάχνα μου να χωθεί
τα Θυέστεια δείπνα, ξανά, να ετοιμάσει.

Θέμα για διήγημα / Μόντης Κώστας


Τέσσερα ξιπόλητα παιδιά
ήρθαν να δουν τη μητέρα τους στο Νοσοκομείο.
Είναι γύρω απ’ το κρεβάτι της.
Και δεν μιλούν.
Τι να πουν; Δεν ξέρουν τι να πουν.
Μιλά εκείνη. Μιλά διαρκώς εκείνη.
Και τα ρωτά και τα ρωτά
χωρίς να περιμένει απάντηση
και τους πασπατεύει τα κεφάλια.
Έπειτα τους δίνει τέσσερις καραμέλες
που της τις πρόσφερε χτες μια άλλη άρρωστη
και τις φύλαξε
(Της είχε πει: «Μπορώ να πάρω τέσσερις;»).
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα παιδιά έφυγαν,
τα δυο μεγάλα έσερναν τα δυο μικρά κι έφυγαν.
Ξιπόλητα καθώς ήταν, σιωπηλά καθώς ήταν,
έφυγαν σα γατάκια.
Μα δεν έφυγαν αμέσως απ’ το Νοσοκομείο,
έμειναν πολλή ώρα ακόμα στην αυλή.
Κι η μητέρα όλο και ρωτά τις νοσοκόμες
αν τα βλέπουν απ’ το μπαλκόνι,
όλο και ρωτά

Πολυκατοικία / Μόντης Κώστας


Πώς καταντά, παιδί μου, αυτή η ζωή
στα χέρια μιας πολυκατοικίας.
Τι σύμφυρμα, τι παρδαλός συνωστισμός
ανθρώπων που συναπαντιένται στις σκάλες
και στους ανελκυστήρες βιαστικοί, 
με το τσιγάρο στο στόμα,
συνοφρυωμένοι, πολυάσχολοι,
χωρίς χαιρετισμό, χωρίς χαμόγελο,
χωρίς γειτονικό δεσμό.
Οι αρχιτέχτονες κι οι Ουγγαρέζες ορχηστρίδες
κι οι χτηματομεσίτες κι ο παιδίατρος
και το προσωπικό του Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Τελοσπάντων…

Ιάκωβος Πατάτσος* / Μόντης Κώστας


Εμείς; Τι είμαστε εμείς;
Μπορεί να το διαβάσουμε με θλίψη (πολλή; Καλά, πολλή),
μπορεί να το συζητήσουμε με πόνο (αν και πόσο καιρό κι αυτό;),
μπορεί –οι πιο ευαίσθητοι– να τ’ αγρυπνήσουμε
 (αν και πόσες νύχτες;),
μα τίποτ’ άλλο.
Όλα τ’ άλλα είν’ της μητέρας του παιδιού.






*Ιάκωβος Πατάτσος: Ήρωας του Απελευθερωτικού
Αγώνα (1955-1959), απαγχονίστηκε στις κεντρικές
φυλακές της Λευκωσίας, μαζί με τους Ανδρέα Ζάκο και
Χαρίλαο Μιχαήλ, από τις βρετανικές αποικιακές δυνά-
μεις στις 9 Αυγούστου 1956.

Το κορίτσι στο τζάμι / Μόντης Κώστας


Πολύ μ’ απασχολεί αυτό το κορίτσι
που ακούμπησε τ’ απόγεμα
το πρόσωπο στο τζάμι
και κάρφωσε το βλέμμα στον δρόμο
χωρίς να βλέπει,
και προσήλωσε την προσοχή στον δρόμο
χωρίς να προσέχει.

Κυριάκος Μάτσης / Μόντης Κώστας


Απλώστε την ομίχλη
μην πέσει σήμερα στα στάχυα του
η αναπόφευχτη χαρά των κορυδαλλών.

Ευαγόρας Παλλικαρίδης / Μόντης Κώστας


Όταν διάβασα την ιστορία σου
το βράδι είχα πυρετό.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Βamboo Village* / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village
κι οι χείμαρροι θα σέρνουν δίχως οίκτο
συντρίμματα καρδιών λησμονημένων
από το περασμένο καλοκαίρι...

Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village
κι ο βορινός αγέρας θα ριπίζει
τα φύλλα που χορεύουν μεθυσμένα
σε αγκάλες χειμωνιάτικων θανάτων.

Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village...
Και κείνες οι ξανθόμαλλες Ελβίρες
με τα κερένια πρόσωπα πού να ’ναι;
Πλάι σε ωχρούς εφήβους που θυμίζαν
ξεθωριασμένους πίνακες του Γκρέκο
σε ποιες ευδίες άραγε λικνίζουν
τα πλανεμένα, μάταια βήματά τους;

Θα βρέχει τώρα στο Bamboo Village
Όμως εγώ γιατί τα αναθυμάμαι
στην τραγική τη μόνωσή μου, απόψε;


* Βamboo Village: «Τουριστικό ξενοδοχείο ανάμεσα
στα πεύκα της Βουλιαγμένης» στην Αττική,

όπου ο ποιητής συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του

H μπαλάντα του φθινοπώρου / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Θέλω ν’ ακούω τη βροχή να κλαίει αργά στη σέρα,
καθώς θα σβήνεται ήρεμη, χλωμή του Νιόβρη η μέρα,

όταν στου σκοτεινού κισσού τα βελουδένια κλώνια
θ’ αναζητούν καταφυγή τ’ ανήσυχα τριζόνια·

κι απ’ την ανάσα του βοριά μια κρύα ανατριχίλα
θα στρώνει πέρα των ξανθών των πλατανιών τα φύλλα·

και τα πουλάκια απ’ τις σκεπές θα φεύγουν ολοένα
από άνεμο κι από βροχή μαζί κυνηγημένα.

Θέλω ν’ ακούω τη βροχή να κλαίει αργά στη σέρα
και να μουσκεύει των κλαδιών την ξέθωρη παντιέρα.

Κι εγώ που κράτησα βαθιά μια ανείπωτη χαρά μου,
μια μυστικότατη χαρά, θα τη σκορπίσω χάμου.

Κι όσα μου δέσαν φυλαχτό τα πράα τα καλοκαίρια
σε φέγγη βραδινά αττικά, σε ονειροχαραμέρια,

για χάρη σου, φθινόπωρο, θα τ’ απολησμονήσω·
έλα να πάρεις την καρδιά, δεν θα σου αντιμιλήσω.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Το κόκκινο γαρύφαλλο / Περνάρης Άντης



Το κόκκινο γαρύφαλλο, κυρά μου,
που μου ’δωκες πανώριο ένα δείλι,
το φύλαξα, το κράτησα σιμά μου
φωτιά για της αγάπης το καντήλι.

Ξεράθηκε και πάει η ευωδιά του,
καιρός είν’ που μου το ’δωκες, θυμήσου,
μα το φυλώ γιατί μες στα ξερά του
τα φύλλα κρύβει φρέσκα την πνοή σου.

Ο εισαγγελέας του 1967 διατάσσει... /Κριναίος Παύλος

Να συλληφθεί ο αναρχικός σκορδαλός·
διακηρύσσει τη λευτεριά τ’ ουρανού του·
 εναντιώνεται στη βία του ανέμου.

Ν’ απελαθούνε στον Αη-Στράτη ή στη Μακρόνησο
 οι ανυπότακτοι προλετάριοι σπουργίτες,
 συνωμοτούνε στα πεύκα, διαδηλώνουν στο ύπαιθρο·
 είναι πολύ επικίνδυνοι…

Να σταματήσει ο Τυρταίος καταρράχτης
 ν’ αφροκρεμάει από βράχο σε βράχο
 τα λαοκρατικά του εμβατήρια.

Να φυλακισθεί ο θεσσαλικός πελαργός·
 περιπολεί σε λιβάδια, χαμοπετάει σε βάλτους,
 καμακίζει τα φίδια.
 Είναι θρασύς και παράνομος…

Ν’ απαγορευθεί η αποδημία κι η έξοδος
στον μελισσουργό, στο ψαρόνι, στον κούκο·
 προαναγγέλλουν την άνοιξη,
 προετοιμάζουν την ώρα του ήλιου!

Και τέλος, στο τελευταίον εδάφιον:
 Να σφαγεί, ν’ ανασκολοπισθεί το κοκόρι·
 σαλπίζει εγερθείτε!
 Ποδοπατεί το σκοτάδι,
 αναγγέλλει ένα νέο ξημέρωμα…

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

O χωρισμός / Παπαλαζάρου Νεόφυτος



Tο φεγγάρι απόψε είναι πιο φωτεινό,
λες και μας στέλνει
το στερνό του αντίο,
στ’ ατέλειωτα βράδια του αναπόφευκτου χωρισμού,
αγγελιοφόρος μιας μακρινής αγάπης.

Mη με σκοτώνεις / Παπαλαζάρου Νεόφυτος


Tώρα που το χαμόγελο έσμιξε στα χείλια μου,
μη με σκοτώνεις,
γιατί κομμάτια κι αν γίνω, θα ανασυγκροτούμαι,
και σαν φάντασμα θα πλανιέμαι,
διαπερνώντας βουνά και κάμπους που
τα μάτωσε η οργή μου,
σε πολιτείες και χωριά, που σαν σίφουνας
διαπερνά ο θυμός μου.
Tώρα που πήρα το άπειρο ύψος μου
μη με σκοτώνεις.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΑΓΧΟΝΗ ΚΑΙ ΕΡΩΣ / Ιωσηφίδης Ιωσήφ


Λύα, να κι η επιστολή μου στον Κυβερνήτη Κύπρου,*
ίδια και στον κλέφτη Πρέσβη ενενήντα χρόνια πριν.**

‘You, diabolic kleptomaniac, catastropher of History,
ironic egoist, sarcastic, sycophantic hypocrite, pause
your metallic tyranny over our authentic thesaurus.
Cyprus is a charismatic and talented Metropolis,
an anthology of democracy, a galaxy over chaos,
a microcosm of gigantic adamants, an ideal oasis.
You are pseudo Alpha and Omega of labyrinth,
a barbarian, atheistic plutocrat of pyrotechnics.
Hercules criticizes your paroxysm, cauterize you
With seismic lava, microbes, crises, typhoons.’

Ξέρω, θα με κρεμάσουν κι ας ζητώ απλά Ελευθερία
με παρέα το κατάλευκο χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Όλα κι αν τελειώνουν, είμαι ήρεμος, ψυχή πανέτοιμη,***
χαρούμενος στην πιο όμορφη μέρα της ζωής μου!
Μια φορά κανείς πεθαίνει, ποτέ ο έρωτάς μας, Λύα,
έλα στο μνήμα άναψε κερί, μην κλαις αφού υπάρχω,
στο χώμα βύθισε μαντήλι κι ας κρατάμε τις άκρες του
να χορέψουμε συρτάκι, εγώ κάτω απ’ το χώμα μου,
εσύ πάνω, με το χρώμα του γέλιου σου στο νου μου.
Ένα γαρύφαλλο που έκλεψα για σένα παίρνω στη γη,
ο σπόρος του να φυτρώνει, ο ανθός του να σε βρίσκει
κι οι μέλισσες του να κεντούν τους κλέφτες θανάσιμα.
Του σπαθιού μου η λεπίδα, λάμπει για σένα πατρίδα.


Από την ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ



* Harting, Κυβερνήτης της Κύπρου. Αρνήθηκε – όπως και η Βασίλισσα – να δώσει χάρη.
** Palma di Cesnola, Πρέσβης ΗΠΑ (Λάρνακα 1865–1877). Έκλεψε τους αρχαίους θησαυρούς της Κύπρου, με τους οποίους δημιούργησε το Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης.

*** Έκθεση Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών της Αγγλικής Διοίκησης, 11 Μαρτίου 1957.