Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Συγκομιδή / Τυρίμου Γ. Ελένη


Τώρα λοιπόν είναι ο καιρός της συγκομιδής !
Τώρα οι καρποί έδεσαν,
μέστωσαν στην βροχή
των δικών μας δακρύων,
στον δικόν μας πυρετό,
στην ζέστη της ψυχής μας.
τώρα διψάσαμε πολύ,
ο ύπνος κρατησε για Χρόνια,
κάπου τα βήματα μας χάσαμε...
μα τα σημάδια των καιρών
στάζουν αίμα - αίμα και δάκρυα,
η νάρκωση κράτησε πολύ,
έγινε παράλυση,
η σηψαιμία των μέσων,
των άκρων, της ζωής μας,
παντού δυσοσμία.
Η ώρες , οι μέρες γίνανε νύκτες,
πυροδοτούμενες
απέναντι στο άδικο
και η σιωπή έγινε κραυγή,
αντίλαλος σε κάθε κύτταρο,
σαν είδε το γέλιο των παιδιών
να χάνεται στο βουητό του φόβου,
τα πάντα να πνίγονται
στην ανασφάλεια,
στο ψέμα στην εκμετάλευση.
Τότε!!
γίνεται ο καιρός τής συγκομιδής όταν λύνεται η σιωπή!
και συναντιέται με την ανέχεια, γίνεται αξιοπρέπεια, σεβασμός, αγώνας για την ελευθερία.
Τώρα είναι ο καιρός της συγκομιδής!!!
Που ξυπνά η σιωπή και φωνάζει : είμαι <<άνθρωπος >>!!!
Πρέπει να ζήσω <<Ελεύθερος >>!!!.

Καζίνο ‘’η Πατρίς’’ / ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


Την πατρίδα την εμπορεύονται
τραπεζίτες και χρηματιστές∙
την ξεπουλούν για πενταροδεκάρες,
αντί πινακίου φακής, για ένα ξεροκόμματο.
Τη βγάζουν στο σφυρί χρεωκοπημένοι
πολιτικοί ν ‘αποσβέσουν τα χρέη τους∙
την ιδιοποιούνται ευκαιριακοί πλουτο κράτες
να στολίζει το πέτο τους.
Την πατρίδα την ευτελίσαμε παραδίνοντας τη
για ξένη εκμετάλλευση∙
την υποθηκεύσαμε σε μαυραγορίτες τοκογλύφους∙
στο κορμί της ασελγούν Σάτυροι και Σειληνοί,
Προβατολύκοι και Λυκάνθρωποι.
Η τύχη της προκρίνεται σε ρωσική ρουλέτα∙
στην πράσινη τσόχα παίζεται η πατρίδα
και τα παιδιά της νίπτουν τας χείρας των∙
κι οι κερδοσκόποι την παζαρεύουν να βγάλουν
περισσότερα.
Την πατρίδα την εγκαταλείψαμε στην τύχη της∙
διακυβεύεται σε λέσχες χαρτοπαικτικές∙
σε καζίνα πολυτελείας άγεται και φέρεται
κι ο κρουπιέρης τη στοιβάζει και τη σκορπά.
Η πατρίδα δεν είναι πια καύχημα και τιμή μας
και κοιτούμε να την απαλλαγούμε σαν τύψη
που μας βαραίνει∙ και τρέχουμε στον πρώτο αγοραστή
να υπογράψουμε συμβόλαια μεταβίβασης.
Η πατρίδα δεν είναι σκέπη στο κεφάλι μας∙
δεν είναι πυρετός π ‘ανάβει το αίμα μας∙
δεν είναι το αέρι που υγραίνει τα μάτια μας∙
κατάντησε παθητικό και μπελάς.
Η πατρίδα δυσκολεύει τις κινήσεις μας∙
η πατρίδα δεν αποφέρει κέρδη στα ταμεία μας∙
η πατρίδα ζημιώνει τις καταθέσεις μας
κι οφείλει να πληρώσει τα σπασμένα ∙
οφείλει να συρθεί στην αγορά να καταλάβει
πώς λειτουργεί το χρηματιστήριο.
Την πατρίδα την εφορεύουν κάπηλοι στυγνοί
και απρόσωποι ∙τη βλέπουν σαν καθαρή
νομισματική μονάδα∙ τη χειρίζονται χωρίς το χέρι τους
να κολλά με συγκινήσεις κι ‘αναστολές∙
την εξαργυρώνουν στον πρώτο πάγκο κι ύστερα
ξαναγυρνούν στο παιχνίδι να συνεχίσουν με ‘’κόκκινο’’
και ‘μαύρο’’,’’πάρτα όλα’’,’’δώσε πάρε’’ χωρίς τύψεις
κι αναστολές σαν τέλειοι παίκτες  που δε σταματούν
μπρος σε πεζά συναισθήματα∙ σαν τέλειοι παίκτες
που δεν αφήνουν την Τύχη να πάρει την τύχη τους
στα χέρια της!
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΟΥΚ ΕΛΑΣΣΩ ΠΑΡΑΔΩΣΩ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ: 1990
 
 
 
 

Ουκ ελάσσω παραδώσω / ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


Τουλάχιστον αυτό της τ ‘ορκιστήκαμε∙

μιλώ  για τον όρκο της εφηβείας μας∙

κι εκείνο το άλλο ‘’πολλώ κάρρονες’’

που επιδεικτικά βροντοφωνούσαμε

σνομπάροντας τους παλαιούς.

Πού πήγαν εκείνα τα πομπώδη;

πού κρύψαμε τον έφηβο των δεκαέξι

και δεκαοκτώ; πώς τον αλλάξαμε έτσι

που να καταντήσει αγνώριστος;

πώς παλιώσαμε τόσο νωρίς,

τόσο νωρίς προσγειωθήκαμε,

τόσο νωρίς βάλαμε νερό στο κρασί μας,

ύπνο στα βλέφαρα μας, προγούλια στις γραμμές μας;

Πώς αφήσαμε μια τέτοια φλόγα να σβήσει στα μάτια μας,

έναν τέτοιο πυρετό να περάσει ανεκμετάλλευτος;

πώς μας σάρωσαν έτσι τα χρόνια; πώς χαθήκαμε

κυνηγώντας φαντάσματα, κτυπώντας μια στο καρφί

και μια στο πέταλο, δουλεύοντας πότε το Μαμμωνά

και πότε το θεό;

Τουλάχιστον να μέναμε πιστοί στους όρκους μας∙

να κρατιόμαστε σταθερά στη γραμμή μας∙

όχι να την εξαπατούμε με  μισόλογα∙

να την ξεπουλάμε στον πρώτο πλειοδότη,

να της αφαιρούμε διαρκώς δικαιώματα∙

από πρώτη να τη μεταχειριζόμαστε σαν έσχατη,

από κυρά σαν παλλακίδα, από στολίδι και καύχημα

να την αντιμετωπίζουμε σαν βάρος και μπελά.

Να τη διατηρούσαμε τουλάχιστον εις’’οίαν κατάστασιν’’

την παραλάβαμε, όπως γράφουν και τα χαρτιά∙

όχι μισοερειπωμένη μπαμπόγρια, κακέκτυπο

του πρώτου της εαυτού, φωτογραφία της στιγμής,

όνειδος της εφηβείας ,ευτελισμός και παραχάραξη

μιας τέτοιας πολύτιμης προίκας.

Τουλάχιστον αυτό της τ ‘ορκιστήκαμε βάζοντας

θεούς και δαίμονες εγγυητές της αξιοπιστίας μας∙

κατεβάζοντας θεούς και δαίμονες προς επιμαρτύρηση

του αξιόχρεου της ζωής μας ∙καταθέτοντας

σαν ενέχυρο την ίδια τη ζωή μας ,αν παρ ‘ελπίδα,

τα λόγια μας αποδεικνύονταν κάλπικα∙

αν παρ ‘ελπίδα η ζωή μας σε κάποια στιγμή

διαμαρτυρούσε τους όρκους μας!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΟΥΚ ΕΛΑΣΣΩ ΠΑΡΑΔΩΣΩ ‘’

ΕΚΔΟΣΗ: 1990

 

 

 

 

 

Μέρες του… / ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 
Στις μέρες μας τα ποντίκια
πήραν εξουσίες απεριόριστες∙
μας κυβερνούσαν κανονικά∙
πατούσαν με τα παπούτσια
στο κρεβάτι μας, ανέβαιναν λασπωμένα
στο τραπέζι μας ,σερβίρονταν μέσα
από το πιάτο μας κι αν κάναμε
πως αγανακτούσαμε μας δείχναν
με τρόπο τ ‘ακονισμένα δοντάκια τους.
Στις μέρες μας τα ποντίκια κήρυξαν
κατάσταση ‘’έκτακτης ανάγκης’’∙
μπορούσαν έτσι να κατεβαίνουν
ανενόχλητα τις σκάλες μας, να μπαινοβγαίνουν
στο σπίτι μας, να μας αιφνιδιάζουν στον ύπνο μας,
να μας εξελέγχουν στον ξύπνιο μας,
να μας επιβάλλουν πλήρως τους όρους τους∙
κι ουδείς μπορούσε ν ‘ανοίξει το στόμα του
να μιλήσει, ένεκα που τις γάτες φροντίσαμε
νωρίς να τις διώξουμε, ένεκα που τα ποντίκια
παραπλήθυναν σ ‘αριθμό  κι αποθρασύνθηκαν
σε βαθμό που δεν μας υπολόγιζαν.
Στις μέρες μας τα ποντίκια βγήκαν από τις τρύπες τους∙
διόλου δεν ντρέπονται να δηλώσουν ‘’ποντικοί’∙’
μάλιστα μερικοί το επέσειαν και σαν τίτλο
ευγενείας κι αν έκανες πως αντιδρούσες
κινδύνευες να καταγγελθείς και για συκοφάντης.
Στις μέρες μας τα ποντίκια κυκλοφορούν
με αμάξια πολυτελείας∙ συχνάζουν στα ακριβότερα
ρεστοράν κι απολαμβάνουν
τους εκλεκτότερους μεζέδες, ένεκα που  κανείς
δεν τολμά να τα εξελέγξει∙ κανείς δεν αποφασίζει
να ρωτήσει για το ’’πόθεν έσχες’’∙
κανείς δεν αποφασίζει ,έστω και για μια στιγμή,
να κάνει τουλάχιστο τη γάτα.
Στις μέρες μας τα ποντίκια πρωταγωνιστούν στη σκηνή∙
σημασιολογούν τα πράγματα, δίνουν νέες ερμηνείες στις λέξεις,
ανασυντάσσουν κώδικες, λεξικά κι ορθογραφίες∙
γενικά σφραγίζουν την Ιστορία με την παρουσία τους∙
κι ουδείς αρθρώνει λέξη στα συμβούλια∙
ουδείς συγκλητικός, ουδείς σοφός, ουδείς ακαδημαϊκός
τολμά ν ‘ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει∙
γιατί  τα ποντίκια επέβαλαν πλήρως τη φιλοσοφία τους∙
κι ουδείς γνωστικός αμφισβητεί τα γρυλίσματα∙
ουδείς νουνεχής σηκώνεται να ξεσκεπάσει την παρωδία∙
ουδείς άνθρωπος βρίσκεται να βάλει τα ποντίκια
στη θέση τους, ένεκα που η τάξη των ποντικών
υπερακόντισε όλες τις άλλες σε αριθμό∙
ένεκα που η τάξη των ποντικών κατανόησε πλήρως
τις αδυναμίες μας και μας φέρεται σαν άρχουσα τάξη∙
σαν άρχουσα τάξη μας επιβάλλει πλήρως τους όρους της!
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ΟΥΚ ΕΛΑΣΣΩ ΠΑΡΑΔΩΣΩ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ: 1990

 

Βραδιά ποίησης στον Δήμο Γερίου την Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022, στις 7:30 μ.μ. στην Πλατεία Ηρώων στο Γέρι.

 


Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

Ανοικτή Πρόσκληση σε λογοτέχνες για συμμετοχή στις Λογοτεχνικές βραδιές /Αυγουστος 2022

 


Ανοικτή Πρόσκληση σε λογοτέχνες για συμμετοχή στις Λογοτεχνικές βραδιές που θα διεξαχθούν τον Αύγουστο του 2022 στην αποβάθρα Λάρνακας.

Η Πολιτιστική Κίνηση Λάρνακας ΦΙΛΟΠΟΛ και ο Δήμος Λάρνακας διοργανώνουν τον ερχόμενο Αύγουστο (12/8 και 26/8) δυο λογοτεχνικές βραδιές, στην αποβάθρα Λάρνακας. Προσκαλούμε τους λογοτέχνες (ποιητές ή πεζογράφους) να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις μας απαγγέλλοντας ή διαβάζοντας δικά τους έργα.
Όσοι και όσες επιθυμείτε να λάβετε μέρος, παρακαλώ όπως αποστείλετε μέχρι και τις 17 Ιουλίου 2022 στην ηλεκτρονική διεύθυνση angelakaimaklioti@gmail.com, πολύ σύντομο βιογραφικό και τη συμμετοχή σας (ποίημα ή πεζό). Το θέμα είναι ελεύθερο και ο χρόνος που θα έχετε στη διάθεση σας είναι 5-7 λεπτά.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Γραφείο αρδεύσεων-τμήμα προσωπικού- Αλεξάνδρεια (χρονολογία δυσδιάκριτη ή κι απροσδιόριστη) ( ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ )

 



 

Ναι, πέρασε από το τμήμα μας·
λέτε για κείνο τον ποιητή,
με τις «ιδιαίτερες κλίσεις»
και τα περίεργα φερσίματα.
Υπαλληλάκος! ούτε καν
το βαθμό του
τμηματάρχη δεν έφτασε!
Το τμήμα αρδεύσεων
ουδέποτε τον θεώρησε δικό του·
ένας παρείσακτος, π’όπως μπήκε,
έτσι και βγήκε.
Ξεχώριζε για την αφροντισιά
της ενδυμασίας του,
μ’όλο που δε του’λειπε,
ένας αέρας αρχοντιάς,
όταν περπατούσε στο δρόμο.
Ντυμένος πάντα στο μαύρο,
να χάνεται στα στενοσόκακα
της Αλεξάνδρειας
κυνηγώντας σκιές ή, και
φαντάσματα του παρελθόντος.
Ανέσυρε από τη σκόνη του χρόνου
πρόσωπα και μορφές κι επιδίδονταν
μετά σ’ένα περίεργο παιχνίδι
εξαπάτησης
του χρόνου ή,
και των ανθρώπων του.
Λένε, πως έγραφε·
μετά μοίραζε
τα γραπτά του ή, και τα πετούσε
στον αέρα, εν είδει
φέιγ- βολάν, σπάζοντας πλάκα
με τον εαυτό του ή, και τους άλλους.
Μονήρης άνθρωπος!
κλεισμένος στο δωματιάκι του
κουβέντιαζε μ’αδιόρατους
επισκέπτες, που κάθε τόσο
γέμιζαν τη φτωχική του κάμαρα.
Άνοιγε διάλογο  μαζί τους
για το μακρινό παρελθόν
και φαίνονταν από τον τρόπο
που μιλούσε, πως ήταν άνθρωπος
γεννημένος σε μιαν άλλη εποχή·
κι αν δε κινδύνευες, να σε πούνε
μυθομανή και φαντασιόπληκτο,
θα μπορούσες, να στοιχηματίσεις,
πως κάνοντας άλμα στο χρόνο,
βρέθηκε, να κυκλοφορεί ανάμεσα μας,
ξένος μεταξύ ξένων,
παρακολουθώντας προσεκτικά
τα σουσούμια μας
κι αντιπαραβάλλοντας μας
με τα πλάσματα της φαντασίας του.
Εμείς, οι συγκαιρινοί του, – όσο
μας επιτρέπεται, βέβαια, να θεωρούμαστε
συγκαιρινοί του-
δε τον έχουμε περί πολλού.
Είμαστε σίγουροι, μ’όλο
που ξέρουμε πόσο πολύ
εντρυφούσε και παθιάζονταν
με την Ιστορία, η Ιστορία
θα περάσει από πάνω του
σαν οδοστρωτήρας, πετώντας
τον στο περιθώριο,
εκεί που πάντα ανήκε.
Ο ίδιος, μ’όλο που σουλατσάρει
τόσο συχνά
στο παρελθόν, περιέργως
εξομολογείται πως, κατά βάση,
είναι
«άνθρωπος του μέλλοντος»·
και χαμογελά μ’ένα αινιγματικό,
όλο υπονοούμενα, χαμόγελο.
Δε καταλαβαίνουμε την περίεργη
δήλωση ή, και πρόβλεψη του·
ν’αναφέρεται στον ίδιο και
τις ιδιοπροσωπίες του;
ν’αναφέρεται στα εξίσου ιδιότροπα
γραπτά του;
μας φαίνεται κι αυτό μέρος
της ιδιομορφίας ή, και της
παραξενιάς  του·
να θέλει πάντα, να ξεχωρίζει,
ακόμα κι από την ανάποδη!
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΣΙΣΥΦΟΣ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ : 2018

Γράμμα στον Κωνσταντίνο Καβάφη ( ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ )

 


 

Αγαπητέ μου Κωνσταντίνε,
χαίρε!
και το εννοώ, σ’όλη την έκταση
του «χαίρε»!
Πλήθυναν οι φίλοι σου κι άλλαξαν
στρατόπεδο οι άλλοτε πολυπληθείς
εχθροί σου·
ακόμα κι αυτοί, σ’αναγνωρίζουν πια ποιητή
και χαίρονται, να λογιάζονται, έστω
και με καθυστέρηση, φίλοι κι εκτιμητές
του έργου σου.
Τώρα δε χρειάζεται, να πειραματίζονται
μαζί σου, συναγωνιζόμενοι, ποιος να
πλησιάσει περισσότερο το στυλ σου·
μοιάζει το πείραμα ριψοκίνδυνο
κι η γελοιοποίηση σχεδόν αναπόφευκτη.
Έγινες, Κωνσταντίνε, της μόδας!
σ’αρπάζουμε στη γλώσσα μας
κι αμέσως μας αναγνωρίζεται
το δικαίωμα ή, και
ο τίτλος του καβαφιστή ή
έστω του καβαφολόγου!
Έχουμε πρόβλημα, Κωνσταντίνε!
όλοι, λίγο πολύ, θέλουμε,
να σου μοιάσουμε.
Πέρασε όμως ο καιρός
των εύκολων
στιχουργικών γυμνασμάτων.
Τώρα σηκώνουμε το κεφάλι
και βλέπουμε με δέος,
«πόσον υψηλή είναι της ποιήσεως η σκάλα!»
κι οι πιο πολλοί μας ούτε στο πρώτο
το σκαλί δεν πατήσαμε!
κι εσύ μοιάζεις απλησίαστος·
δεν τολμούμε, ν’αντιπαραβληθούμε
με τ’ανάστημα σου, νιώθοντας
τόσο μικροί!
Αγαπητέ μου Κωνσταντίνε,
όπως και με τόσα άλλα, πόνταρες
στο χρόνο·
είχες μάθει, να συνομιλείς με το χρόνο,
ξεθάβοντας, ό,τι εκείνος προσπαθούσε,
να κρύψει·
και τον έκλεβες, παίζοντας μαζί του
στη σκακιέρα του.
Σαν έμπειρος σκακιστής, προέβλεψες
κάθε του κίνηση, βγάζοντας τον
εκτός παιχνιδιού.
Εξάλλου, το’χες πει σε χρόνο
ανύποπτο·
«είμαι άνθρωπος του μέλλοντος·
κι ας έρχομαι από το μακρινό
παρελθόν!».
Τώρα περνάς από πάνω μας·
διασχίζεις το μέλλον,
σβήνοντας ένα- ένα τα κεριά σου·
μόνο που αυτά, καθόλου δε μας
προκαλούν λύπη·
σημειώνουν μονάχα το πέρασμα σου
από τη ζωή,
π’όσο μακραίνει η σκοτεινή
γραμμή, π’αφήνουν από πίσω τους,
τόσο και σε κάνει
πιο κοντινό σε μας·
έναν άνθρωπο, που μας κουβεντιάζει
και τον κουβεντιάζουμε,
καθήμενοι ο ένας απέναντι
ή, και δίπλα από τον άλλο… 
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΄΄ ΣΙΣΥΦΟΣ ΄΄
 
ΕΚΔΟΣΗ: 2018
 
 
 
 

ΕΝΑ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ / Μολέσκης Γιώργος

 

Στον φίλο Θεόδωρο Στυλιανού
Τώρα βασιλεύει στο χωριό ένα μαύρο φίδι
που έχει παλάτι του το παλιό αρχοντικό.
Τα μαύρα φίδια
μερεύουν με ψωμί σταρένιο
ή με το μαύρο το ψωμί του κριθαριού
μες στους καιρούς της φτώχειας.
Όμως τώρα, τόσο μόνο,
πιστός ακόμα φύλακας,
πιο πολύ την ερημιά τονίζει
κρατώντας την πικρή ιστορία του:
Ήτανε χρόνια πριν, τότε που στο χωριό
κατοικούσε ο τελευταίος νοικοκύρης
σε τούτο δω τ’ αρχοντικό. Θυμάται,
γεννήθηκε το τελευταίο τους παιδί.
Τότε συχνά μιλούσαν για φευγιό,
για τα χωράφια που δεν δίναν να τους θρέψουν,
για το παιδί και το σχολειό που θα το ’στελναν.
Τότε παιδί και φίδι πιάσαν φιλία μεγάλη
και κάθε βράδυ στου παιδιού μαζί
κοιμόντουσαν την κούνια αγκαλιασμένα.
Το ένα περίμενε το άλλο
και τα δυο περίμεναν το βράδυ.
Κι όταν το παιδί μπορούσε να μιλήσει
και τα ονόματα να λέει των γονιών
χαρά γεμίζοντας το σπίτι,
επίμονα μιλούσε για τον φίλο του
που τον καρτέραε κάθε βράδυ.
Μα ποιος πιστεύει ένα παιδί σαν λέει:
Θα ’ρθει το φίδι και μαζί θα κοιμηθούμε;
Ώσπου μια μέρα η μάνα βλέπει
σαν ήταν ξαπλωμένο το παιδί στην κούνια
ένα φίδι ν’ ανεβαίνει
και το παιδί με μια κραυγή χαράς
ν’ απλώνει τα χεράκια του,
τα δυο να σμίγουν σαν αδέρφια.
Τρόμαξε η μάνα
κι όλο το σπίτι τρόμαξε.
Να καταλάβουν τι μπορούσαν
απ’ το παιχνίδι τούτο της ζωής;
κι όλοι μαζί , πήραν το παιδί και φύγαν.
Έτσι μονάχο του ένα φίδι
γυρίζει τα χαλάσματα.
Κοιμήθηκε χειμώνες,
ξύπνησε καλοκαίρια,
άλλαξε ντύματα πολλά και πάντα
θυμάται ένα παιδί, μια κούνια
και τη ζωή που ήταν άλλοτε
φίδι και παιδί αγκαλιασμένα.
Και το παιδί, άντρας πια,
άκουσε κάποτε σαν ένα παραμύθι
την παλιά ιστορία.
Τώρα, σαν επιστρέφει κάποτε να δει
το σπίτι, που ήταν άλλοτε το σπίτι του,
βλέπει το φίδι και τρομάζει.
Γιώργος Μολέσκης, Αυτοβιογραφία, 1972)

TO EΞΩΦΥΛΛΟ (μνήμη Σάκη Νικολάου) / Αντωνιάδης Σωκράτης


Ψηλά το όνομα του ποιητή.
Λίγο πιο κάτω ο τετράφυλλος τίτλος
με τα δέκα κεφαλαία κατακόκκινα γράμματα
κι ύστερα γυμνός ο φυγόκεντρος άνεμος
να παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του.
Στο κατώφλι η ημερομηνία έκδοσης:
χίλια εννιακόσια ογδόντα.
Κι όμως ο άνεμος που λυσσομανά
ασταμάτητα στο χάσμα του χρόνου
δεν πείραξε τίποτε
δεν πήρε τίποτε μαζί του
κράτησε ατσαλάκωτες
λέξεις, εικόνες, νοήματα
τ’ όνομα του ποιητή το σεβάστηκε
δεν σκόρπισε απ’ τις σελίδες
τη μυρωδιά των λουλουδιών.
Μόνο το σφύριγμά του να δίνει ρυθμό
στον ακέραιο ελληνικό λόγο.
Σ. Αντωνιάδη (συλλογή «Ανώνυμη Άνοιξη) 2014

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ / Ζυμπουλάκης Γιώργος

 

Αρχοντικό που αγκάλιασες
Τη γοητεία της αρχιτεκτονικής
Σε θαύμασαν ποιητές
Των γραμμάτων ειδήμονες
Τι κρίμα
Που σ' έθαψαν
Μαζί με τα
Ντουβάρια σου
Κάτω από το φεγγάρι
Της νύχτας
Θύμησες και μνήμες
Που κουβαλούσες
Γκρεμίστηκαν κι' αυτές
Κόσμημα
Της πόλης του Ζήνωνα
Ωραία θα ήταν
Να επόπτευες
Ακόμη τους περαστικούς
Ανθοφορείς
Διανύοντας της ιστορίας
Το κάλλος.

[ Μια Κύπρος στέκει πας τη γην] / Εφραίμ Χρίστου

 Μια Κύπρος στέκει πας τη γην
Ούλους τζιαι να μας θάψουν
Εμείς πονούμεν τούντη γη
Όποιαν μερκάν τζι αν κάψουν
Θέλουμεν την ελεύθερη
Εν της ψυσιής λαχτάρα
Τζιαι κρούζουμεν τζι εμείς μαζί
Σαν κρούζει η Καντάρα...

H ΓΑΒΑΘΑ / Κωνσταντίνου Δέσποινα

 
H   ΓΑΒΑΘΑ


Της  Παρασκευής  ο  εσπερινός
ψηλαφούσε κεκοιμημένη αθανασία
κεντημένη στους  σήμαντρου  τους  παλμούς
κι η γυναίκα  έβγαζε  τη  γαβάθα
σ’ένα  του Αιγαίου  πεζοδρόμιο
αντίκρυ  στ’  Αγιονόρος.
Ρεβίθια  αχνιστά   ξενοδοχούσε  η  γαβάθα
ζεστοκούλουρο  κι ένα  κανάτι   στο  πλάι
καλοτύχισμα  των αστεριών
π’  αποχαιρέτησαν  της  φθοράς  τις  παλινδρομήσεις
φίλεμα  τ’  άδειου  αδελφού
ζητιάνου  των  ανέμων.
Ήρθε  μια  Παρασκευή 
γαβάθα ορφανεμένη
λυχνάρι  που ‘σβησε   η  γυναίκα
ψυχή λευκόφτερη  πια 
 ενορχήστρωνε στις  δόσεις  της  αγάπης προσευχές
κι έκανε  τη  βροχή αρτηρίες  υδάτων
 στο κανάτι να  μαζεύουν τους  αέρηδες 
τ΄ αρτύματα  να  εξαχνώνουν
που ‘βαζαν στην  κατσαρόλα
νεράιδες των  τέμπλων
κι  αρχάγγελους  να  ρίχνουν  προσκλητήρια 
στα κανάλια  της  ανάγκης
φίλος, διαβάτης, μα  κι εχθρός
να  φάει, να ξαποστάσει.              


 

 

 

 

 

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Καλοκαίρι / Βίκτωρος Αλεξία


 

Βρόμισε σάρκα η σκόνη
και αίμα η γη,
έδαφος
με δώματα
απέθαντων.
Κάνεις δεν πεθαίνει.
Κάνεις δε ζει, όπως άρχισε να βιώνει.

Είχα να καπνίσω το ίνδαλμά μας στον ήλιο.

Βαφτίστηκα, μπογιατίστηκα και νέγρα
παραπονιόμουν για την ποιότητα της θέρμης.

ΔΙΚΑΙΟ και ΑΛΗΘΕΙΑ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Ο κόσμος γέμισε ,
ψευτιά κι υποκρισία,
ο ένας να κρίνει τον άλλονε,
χωρίς λογοκρισία.
Ο κάθε άνθρωπος,
κρατάει τον σταυρό του,
και καθορίζει τις πράξεις του,
στον δρόμο τον δικό του.
Γίνανε όλοι τους κριτές,
θέλουν και να δικάσουν,
συκοφαντίες ένα σωρό,
ανθρώπους να διχάσουν.
Διαστρευλώνουν την ψευτιά,
να φαίνεται αλήθεια,
στρώνουν καλά το σχέδιο,
όπως στα παραμύθια.
Παραμονεύει το δίκαιο,
διψάει η αλήθεια,
υψώνουν τείχος και κτυπούν,
κατάστιχα στα στήθεια.
Όποιος διψάει το κακό,
του κάθε συνανθρώπου,
η αλήθεια και το δίκαιο,
θα λάμψει παντίου τρόπου.
Η αλήθεια και το δίκαιο,
πάντα στην ίδια στράτα,
ξέρουν να υπερασπίζονται,
με λόγια κοφτά,σταράτα.
Εγέλασε το άδικο,
χαρά πώς διαφεντεύει,
μα σαν η αλήθεια φαίνεται,
το δίκαιο πρεσβεύει.
Θα αστράφτει πάντα το δίκαιο,
θα λάμπει η αλήθεια,
μάχη θα δίνουνε μαζί,
τόχουνε πιά συνήθεια.
Υπερασπιστές και μαχητές,
ενάντια στο ψέμα,
η ζωή μας θάτανε γλυκειά,
δεν θα υπήρχε θέμα.