Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

ΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ / Κωνσταντίνου Δέσποινα


Αέρηδες θωπεύουν αμπελώνες
στου Μοριά τη φθινοπωρινή γη
διαβάτης κι εγώ
μες σε καιρούς διακόσιους
αναπνέω τ’ ουρανού την απλοχεριά
και ξεκλειδώνω κρασοπατητήρι
στου μοναστηριού τ’ οχυρό,
κρασοκανάτι με προϋπαντεί
γεμάτο κι αδειανό
που του δωματίου την ιδιαιτερότητα τονίζει,
πλαταίνω κάθε γουλιά στα χείλια μου
κι ακούω τον καλόγερο παραδίπλα
να σημαίνει συναξάρια νικηφόρα στην πρώτη μου γουλιά,
στη δεύτερη οσφραίνομαι προκηρύξεις που υπνώττουν
σε χώματα λεμονανθών π’ αειθάλλουν έξω στο περιβόλι,
στην τρίτη συγχωρώ τις ανορθογραφίες
και ράβω, συλλαβίζω και σηκώνω λάβαρα
που κρατάνε επετείους σ’ αέναη περιφορά,
στην τέταρτη υποκλίνομαι σε χοροστασία άυλη
που ορίζουν νησιώτες, στεριανοί και στρατηγοί
σε μνημόσυνα πασχαλιάτικα λευκά
κι ακούω θούριους τονισμένους σε μέλη βυζαντινά,
απαγγέλω απομνημονεύματα,
πορεύομαι σε πηδάλια σταυρωμένης θυσίας
σε κρησφύγετα αιγαιοπελαγίτικα
που αναπνέουν μυρτιές, θυμάρι και λιβάνισμα
ανασταίνομαι σ ’αγάπες περασμένες,
πιο νέες κι απ’ τις καινούριες,
μεθάω, σηκώνομαι
και γράφω στα καθεχρονικά επισκεπτήρια
"Χαίρε, ελευθερωμένη!"

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Οι τελάληδες της ανυπαρξίας / Χαραλάμπους Χριστάκης

 

Διαλαλούμε την ματαιότητα της ζωής
ενώ έχουμε προ πολλού παραδοθεί στην απραξία
πολεμάμε λέμε ,εμείς οι αιχμάλωτοι του ψεύδους
γίναμε δοσίλογοι,προδίδουμε τους εαυτούς μας
μας φανταζόμαστε αντάρτες ρωμαλέους,
μα η μυρωδιά του μπαρουτιού δεν μας ξέρει
Σκουπίζουμε τα δάκρυα μας κρυφά
ντρεπόμαστε που είμαστε άνθρωποι
φοβόμαστε να διεκδικήσουμε ,να αγγίξουμε ψυχές
τα κορμιά μας σπαράζουν ,νιώθουν ανίκανα,πεινασμένα
και οι ψυχές μας ανεμίζουν μεσίστιες
θρηνώντας για την απροσδόκητη κατάντια μας
Χρ Χαραλάμπους

ΔΩΜΑΤΙΟ ΔΙΑΦΥΓΗΣ / Ζυμπουλάκης Γιώργος


Φέρετρο επίλεξαν επιμελώς.
Το σφράγισαν.
Δυσωδία σήψης καταχθόνιας ρυπαρότητας. Κιτρινισμένο σαρκίο να μην βλέπουν.
Δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκα.
Μελλούμενο πολυτελές μνημείο.
Κι εγώ που ήθελα να με ρίξουν στον τάφο μ' ένα
σεντόνι .
Να νιώθω τα υγρά κόκκαλα
να ησυχάζουν σε φωτεινότητα αναμονής.
Καντήλι προσδοκίας .
Ταξίδι σαρανταήμερο .
Στάλες αίματος ψιθυρίζουν
αντίλαλο καταγής
επουράνιας εξιστόρησης.
Καρφιά πόνου .
Αρτιμελής χωρίς πταίσμα.
Ένδοξης καρδιακής ανάστασης.
Περισφίγγω τα ενδότερα.
Εξιλέωσης συγκερασμού ελέους.

ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ / Ζυμπουλάκης Γιώργος


Τάφοι
Σταυροί
και κοιμητήρια
περιμένουν
μνημόσυνα
ελεημοσύνες.
Μεσίστιες μαυροφορεμένες σημαίες
στραμμένες προς ανατολάς σκέψη.
Δυό σελίδες γύρισες
και η βιοτή σου εξαντλήθηκε.
Νεκρή γραμμή.
Αντίληψη θυσίας δακρύων.
Αυτό ήταν
ίσορροπία νοός καρδίας.
Βαθύτερος στοχασμός.
Ακατανόητο προς το άγνωστο.
Όραμα μετανοίας
ένα λευκό μαντήλι.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

ΡΟΕΣ ΚΑΙ ΘΡΟΜΒΩΣΕΙΣ / Ζορπίδου Ευδοκία


.
Κάποιος επέβαλε στο μυαλό διάχυτη ενδαγγειακή πλήξη
Θρόμβωσε τα όνειρά μας
μαγείρεψε την αθωότητά μας
έπηξε τους χυμούς της
αφυδάτωσε τα θέλω μας
αποχαύνωσε τη δημιουργικότητά μας.
Στο τέλος
-δίχως να το καταλάβουμε-
μας νάρκωσε
μας έλιωσε ξανά
μας έχυσε σε καλούπια
Μέχρι να στεγνώσουμε
διεμήνυσε την επιτυχία του εγχειρήματος
στους ανωτέρους του.

Από τη συλλογή Εικόνες του Θεοδόση Νικολάου


Δ'
Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των ανέμων που κυλούν
Για ν' αλλάξουν τις όψεις του προσώπου της.
Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερκχειλίζει η αγάπη.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν'αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Οι χειροκροτητές / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

  

Τρόμαξα βλέποντας τα χέρια τους!

χειροκροτούσαν σαν κινούμενες

Μαριονέτες∙

σαν κινούμενες Μαριονέτες

σηκώνονταν, κάθονταν στη θέση τους,

υπακούοντας σ’ αδιόρατα κελεύσματα,

π ‘ούτε τά’ βλεπες ούτε τ’ άκουες∙

απλώς τα υπάκουες!

Τρόμαζα βλέποντας τα σαν

Μαριονέτες,

να ενδύονται την πολεμική τους

στολή ,να σφίγγουν το μαχαίρι

στα χέρια τους και σαν

Μαριονέτες,

να προετοιμάζονται  για

τη ‘’νύκτα των μεγάλων

μαχαιριών’’

ή ‘’τη νύκτα των βρικολάκων’’!

Είδα ξάφνου τα χέρια τους

να ξεφεύγουν από τον έλεγχο

του μυαλού, ν ‘αποκτούν αυτονομία

σκέψης, αυτονομία κίνησης

κι από μόνα τους να κατεβαίνουν

τους δρόμους, να σπάνε τις βιτρίνες,

να σπάνε τα κεφάλια μας,

να σπάνε το κρύσταλλο

της επίπλαστης τάξης κι ασφάλειας μας,

επιβάλλοντας τη δική τους τάξη

και ασφάλεια!

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ  ΄΄ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΛΑΖ   Ή ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΘΕΜΑ  ‘’ II

ΕΚΔΟΣΗ: 2015

Η σημαία / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

Μην παρασυρθείτε από
την έπαρση της!
Κρατείστε τη διπλωμένη,
να κοιτάει με σεμνότητα
προς το έδαφος∙
να βλέπει τους σταυρούς
που καρφώθηκαν στο χώμα,
εξαπατημένοι από έναν σταυρό,
που διασταύρωνε το ξίφος του
μ ‘όλους τους άλλους!

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ   ‘’ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΛΑΖ  Ή ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ‘’  ΙΙ

ΕΚΔΟΣΗ : 2015

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ / Χριστοδουλίδης Γιώργος

 

Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.
Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.
Το απραγματοποίητο εκδ. Γαβριηλίδης 2010

Ποίημα του Ματθαίου Νικόλα

 ΤΖΙΑΙ κάθε νύχτα ερκεται,ο εφιάλτης παλε

Νυχθημερόν παρακαλώ
Την θυμησήν που τον χαμόν
Έλα θεέ Τζιαι φκάλε
Ήμουν Μιτσήςς εφτά γρονών,μα πάλε αττυμούμαι
Μα κάθε νύχτα μια φωνή
Εν την ψυσιήν μουπου πονεί
Τζι ακόμα εν τζοιμούμαι
Θυμίζει μου την εισβολή,που πέρασα καμπόσα
Που ήρταν μέσ'το σπίτι μου
Τζι'εν φεφκει που την μνήμη μου
Δικούς μου που σκοτώσαν
Εμπήκαν μέσ'το σπίτι μου,τον τζύρην μου τζι επιάσαν
Μα'ν τους εφάνειν αρκετό
ΤΖΙΑΙ πέψασιν Τζιαι τον στρατόν
Τον σπίτι τζι εχαλάσαν
Θυμούμαι τζιαι την μάνα μου, που ήταν μέσ'το κλάμαν
Τζι είπα της πέρκει μου χαρεί
Να γαληνέψει στην ψυσιήν
Να κάμει ενα τάμαν
Ημέρα ητουν της Παναγιάς, Τζιαι ήρταν πάλε πίσω
Μα'ν έμπορα εγιώ μιτσής
Άοπλος δίχα της ψυσιής
Τον Τούρκο να κουντίσω
Τζι έπιαεν μου την αρφή,π'εκράουν εις τ'αγκάλια
Τζι εβιασεν την το τουρτζιν
Κατάρα να σιει τζι οι ευτζήν
Που την έκαμε χάλια
Ακούω κόμα τες φωνές,π'έβαλλεν η αρφή μου
Ξαπόλα την ρε Τζιαι πονεί
Είπεν η μάνα στο τουρτζίν
Πονεί την η ψυσιή μου
Εν του εκάνεν το μωρον, τζι εγύρισεν στην μάνα
Θυμούμαι που'τρωεν ραφτίν
Μα'ν εξεστόμησε με γριν
Τζι έτσι την επεθάναν
Τζιαι μείναμεντε μόνοι μας, δίχα γονιους στην ζησην
Τζι εθκιωξαν μας πού το χωρκονν
Τζι έτσι που κάτω που δεντρόν
Εγιούτησε να σβήσει(η αρφη)
Πρώτη φοράν εμίλησα,για τούτα που εγίναν
Λαλώ τα να συμμορφωθεί
Σε τούτον σαν τα λησμονεί
Το Τούρκο τζι επροσσιύναν
Στον πόλεμον ρε οχτρός, μάθετε εν λυπάτε
Εν η διτζιέφαλη κουφή
Μα φκάρτε τον που τούντην γην
Τζιαι μεν του γονατάτε

Η χαμένη δράση των ερωτευμένων / Βίκτωρος Αλεξία


Τότε,
σε μια πλατεία στης Αθήνας,
κάπου το 404 π.Χ. και λίγο αργότερα ,
κοντά σε ένα πρώτο όνειρο,
σε δεύτερη ματιά,
με τον Χριστό σε ένα ράφι του Fromm
και μία άπλυτη ριγέ ζακέτα
στο απέναντι αυτοκίνητο,
κάπου,
έγραφε πάνω
ειρωνικά σκίτσα για ανθρώπους,
διαβάζαμε αγκαλιά,
ότι οι τραγωδίες
περνούν την κάθε μέρα για τραγική,
γιατί το σκοτάδι,
μόνο τότε,
δείχνει σεμνό,
όταν γύρω του
υπάρχει ζωή για αμύητους
και κλέφτες,
που ο άνεμος θα λυπόταν
να αφήσει μόνους ,
χωρίς τίποτα έξω απ' αυτούς.
[...]
Και κάπως έτσι,
αφήναμε ο ένας τον άλλον ελεύθερο,
να επιλέξει να σκορπίσει μόνος
τη σκόνη
από σκια δέντρου,
που είχαμε φυλάξει στο δεξί μας χέρι,
με όλους εκείνους
τους ατρόμητους,
να μας βλέπουν να τιμωρούμαστε
χωρίς κανέναν
α-
πο-
λύ-
τως λόγο
εκδίκησης.

Ποίημα της Αθηνάς Τέμβριου

 Μέσα από τα ταξίδια μου,

οι στιγμές σιωπής γέννησαν ήλιους κουρσάρους.
Πήρανε σάρκα κι οστά, διανύοντας αποστάσεις
μέχρι τον άδειο ορίζοντα.
Σαν έκαναν στάση να ξαποστάσουν,
άρθρωσαν λόγια ποιητικά,
ασυμβίβαστα και αβρά με το όραμα της αυγής,
της μωρίας την έκσταση.
Μόνο για να ανταμώσουν τον κόσμο
με το φύσημα της συνέχειας.
H αρχή και το τέλος δεν υπήρξαν ποτέ.
Γράψαμε τον μύθο μας, μ' όσα είδαμε,
στην άκρη της γης, ανατέλλοντας.

Αθηνά Τ ('Ηλιος και Άνεμος)

Ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ; / Ανδρέου Ειρήνη


Ήταν αμούστακο παιδί
της δόλιας μάνας προσευχή
να μην το βρει ποτέ κακό.
Ήταν μονάχα ένα παιδί
όταν το ντύσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
Το βάλαν σ' ένα φορτηγό
ένα σφαχτάρι τρυφερό
κι ο χάρος στη στροφή.
Οι άντρες δεν είναι δειλοί
μ' Αθάνατοι κάτω απ τη γη
είπαν στο αμούστακο παιδί,
Έτσι του είπαν είν' οι άντρες
Χάρε διάλεξε και πάρε
κι η ιστορία θε να πει:
" ΑΘΑΝΑΤΟΙ κάτω απ' τη γη
πάνω οι σοφοί κι όλοι εμείς
μες στην βολή και στην σιωπή.
Οι Άντρες δεν είναι δειλοί
του΄παν δασκάλοι και σοφοί
για λευτεριά πεθαίνουν
γιατί οι άντρες οι δειλοί
δεν παν στην πρώτη τη γραμμή
μα σε καρέκλες βγαίνουν.
Μα οι ήρωες είναι "τρελοί"
πάνε στη πρώτη την γραμμή
για λευτεριά πεθαίνουν.
Κι έτσι σε όλους τους καιρούς
βλέπεις συνήθως "λογικούς"
σε θρόνους ν' ανεβαίνουν.
Μα ηταν αμούστακο παιδί
που δεν επρόλαβε φιλί
αυτό δεν το 'παν οι σοφοί.
Κι όταν της πήραν το χαμπάρι
για το νεκρό της το βλαστάρι,
σκληρό, αβάσταχτο μαντάτο
πλάνταξε η μάνα απ' το κλάμα
για το υπέρτατο το δράμα
ρίχνει ματιά στο άδειο πιάτο
που καρτερούσε στο τραπέζι
κι ένα ραδιόφωνο να παίζει
λόγια μεγάλα φουσκωμένα
για θανάτου περηφάνια
σκίζει στήθια η δόλια μάνα.
" Χαρε πάρε με κι εμένα".
Κομμάτια το ραδιόφωνο
ο χρόνος γίνεται άχρονος
σκοτείνιασε το φως της.
Το πιάτο είναι πάντα εκεί
την μάνα είπανε τρελή κι
κι Αθάνατο το γιο της.
Επίλογος
Ήταν αμούστακο παιδί
Οταν το ντυσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
μα όταν την πήγαν να το δει
απ' το αμούστακο παιδί
απέμεινε το φυλαχτό
ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ;

ΨΕΥΔΟΚΡΑΤΟΣ / Πηλαβάκη Δέσπω


Το χώμα,ξένε,που πατάς,
της σκλαβωμένης γης μου,
σαν σου μιλά,δεν απαντάς,
στη γλώσσα της φυλής μου.
Ήρθες εχθρός, κατακτητής
να διώξεις τα παιδιά μου,
ήθους και δίκιου αρνητής,
να αλλάξεις την καρδιά μου.
Το χώμα, ξένε, που πατάς,
με τη σκλαβιά λερώνεις,
σαν τον αφέντη περπατάς
και τύψεις με χρεώνεις.
Είναι με αίμα Ελληνικό,
πλούσια ποτισμένο,
δεν σε σηκώνει τούτη η γη
ούτε και πεθαμένο.
Κοντεύει η ώρα σου ληστή,
να πας εις την σπηλιά σου,
σ αυτό τον τόπο μη μιλάς,
δεν ξέρει την μιλιά σου.
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Εραστές του ονείρου / Χαραλάμπους Χριστάκης


Φεύγει όπου να ναι το φθινόπωρο
όμως ακόμα μυρίζει καλοκαίρι
κοιτάζω τα πεσμένα φύλλα ,νοσταλγώ τα περασμένα
τότε που η παιδική μας αθωότητα ανθούσε
γνωρίζαμε τι πάει να πει χειμώνας ,κρυώναμε
βλέπαμε τον ήλιο να σιγοκαίει και λιώναμε
λαχταρούσαμε να μεγαλώσουμε
θέλαμε να ζήσουμε λεύτεροι ,σαν βασιλιάδες
μα τώρα πια λέω πως μετάνιωσα
φοβάμαι πως θα πεθάνουμε σκλάβοι της συνήθειας
εμείς οι ασυγκράτητοι εραστές του ονείρου