Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Σε λυπάμαι… / Γιώργος Χατζηκυπραίος

 

Σε διακρίνω!
Ξεχωρίζω τις κινήσεις σου μέσα στο πλήθος
έχεις το βλέμμα κενό και μόνο τα χείλια σου κινούνται
συνεχίζοντας ένα διάλογο με το χάος.
Σε αναγνωρίζω!
Καθώς τα χέρια σου παλινδρομούν νευρικά.
Δεν περπατάς, τραβάς ένα αόρατο σκοινί
σαν για να φέρεις πίσω τη ζωή σου.
Σε θυμάμαι!
Χόρευες με τα χέρια ανοιχτά, κάνοντας χώρο.
Ο λαιμός σου άκαμπτος και το βλέμμα ψηλά
Στα πόδια σου φίδια σέρνονταν. Τότε αόρατα.
Σε επικρίνω!
Αδαής, άρπαζες σχήματα φανταχτερής σκόνης
με χέρια ανθρώπινα που ακόμα μύριζαν γη,
χαμένος μέσα σε λόγια που ποτέ δεν κατάλαβες
Σε συμπονώ!
Είμαι κι εγώ κομμάτι σου, αλαφιασμένο
Μιλώ με το χάος, αναζητώντας τη ζωή μου,
ζωσμένος από φίδια που μου εξηγούν
όσα δεν είχα καταλάβει.

ΕΥΤΥΧΙΑ / Πανάγου Μαρούλλα


Θα περπατώ ξυπόλητη
σε κάθε καινούργιο μου στίχο.
Νεανική η καρδιά
θα πάλλει στο φθινοπωρινο μου στήθος
Κι εκει θα στήσουμε χορό,
Eγώ και τ' όνειρό μου τ’ Απριλιάτικο.

Αργυρούλα Τίκκου: Φέρτε μας το Βαρώσιν μας


Να σμίξουμεν το κλάμαν μας

που τον Βορράν στο Νότον

οι χτύποι της καρτούλλας μας

παντού να κάμουν κρότον.

Όι έν σας χαρίζουμεν

ίντζαν απου την γήν μας.

Εμείς εν να την γιάνουμεν

την αννοιχτήν πληγήν μας.

Επιάτε την Αμμόχωστον

αχόρταοι Αττίλες

εν αννοιχτές για λλόου σας

της Κόλασης οι Πύλες...

Τα χώματα μας τ' Άγια

αντί να προσσυνάτε

με βίαν τζιαι με άππωμαν

πάνω τους παρπατάτε.

Φέρτε μας το Βαρώσιν μας

την Μόρφου την Τζερύνεια

που πάνω να πετήσουσιν

α(η)δόνια καναρίνια!

Να σμίξουμεν τα γέλια μας

να πνάσει η καρκιά μας

να πάμεν εις τόπους μας

εμείς τζιαι τα παιθκιά μας.


Μια πόλη / Τέμβριου Αθηνά

 

Είσαι μια πόλη που λαχταρά να εξερευνηθεί
με ανοιχτά παράθυρα και πόρτες ξεκλείδωτες.
Είσαι ένα ατελείωτο πάρκο όπου φιλιούνται οι εραστές
καθώς ο ακλόνητος ήλιος ανατέλλει αναρωτιέται,
χαιρετώντας το σκιώδες τέλος, καλωσορίζοντας
αγαπημένα ξεκινήματα.
Είσαι φτιαγμένος από στίχους που βγαίνουν από
τα πρώιμα άνθη της προσμονής.
Μια ματιά, μια σκέψη, μια άσκοπη ιδέα
σφραγίζοντας τα χάσματα της αιωνιότητας.
Είσαι μια πόλη χτισμένη στις ρυτίδες του Χρόνου
για χάρη του αραιού,
απρόσμενες αφύπνιες.

Αντιγόνη / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

            

Μικρή μου ανόητη Αντιγόνη,

μην πέσεις στο λάθος να πεις πως

στο τέλος δικαιώθηκες∙

μην παρασυρθείς από τις θερμές

εξωτερικές εκδηλώσεις μας

και κάνεις το μοιραίο και ολέθριο λάθος

να θεωρήσεις τον Κρέοντα ως το χαμένο

του παιχνιδιού.

Όπως όλα τα φωναχτά και κραυγαλέα

προς στιγμή φαίνεται να κερδίζουν

τις εντυπώσεις,  να κερδίζουν το κοινό

για να ταφούν στη συνέχεια κάτω

από την πέτρα της σκληρής και αδυσώπητης

λογικής.

Μικρή μου, ασυλλόγιστη Αντιγόνη,

μη μας ζητάς περισσότερα από όσα

μπορούμε ή είμαστε διατεθειμένοι

να δώσουμε.

Ήδη και το θερμό μας χειροκρότημα

σού πέφτει πολύ.

Κάποιοι από μας αύριο δεν αποκλείεται

ν’ ακριβοπληρώσουν αυτό το αυθόρμητο

χειροκρότημα

αύριο μπορεί να κληθούν να δώσουν εξηγήσεις

γι’ αυτή την εκτός προγράμματος

και εκτός καθεστωτικής λογικής

ανάρμοστη συμπεριφορά.

Ο Κρέων εκπροσωπεί επάξια τα συμφέροντα μας∙

επ’ ουδενί προτιθέμεθα να τον ρίξουμε∙

επ’ ουδενί να του βάλουμε τρικλοποδιά.

Μικρή μου, στενόμυαλη Αντιγόνη,

κάνεις τ ’ολέθριο λάθος

να παρασύρεσαι από τα δίχως άλλο

ευγενή και αλτρουιστικά σου συναισθήματα.

σε διαβεβαιώσουμε

κατ’ ιδίαν σου σφίγγουμε το χέρι∙

κατ’ ιδίαν σε επαινούμε

με τα θερμότερα και κολακευτικότερα

λόγια για το γενναίο και οπωσδήποτε

αψήφιστο των επιλογών σου.

Χρειάζεται  πράγματι τόλμη και μεγάλη

γενναιότης να πας κόντρα στη Κατεστημένη Εξουσία∙

χρειάζεται καρδιά να τα βάλεις μαζί της.

Όμως μέχρις εδώ!

δε μπορούμε να σ’ ακολουθήσουμε παρακάτω∙

το ‘’ παρακάτω’’ εκφεύγει των δυνατοτήτων μας∙

γίνεται παιγνίδι άκρως επικίνδυνο

που εμείς τουλάχιστο αδυνατούμε

να το παίξουμε μέχρι τέλους∙

αδυνατούμε μέχρι τέλους  να συνεχίσουμε

να είμαστε παίχτες του!

 

Από την ποιητική συλλογή  ΄΄ Μαθήματα Ανατομικής΄΄

ΕΚΔΟΣΗ  2012

Το κεφάλι του Ονήσιλου* / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 


Τι να τις προσείλκυσε, τι τους τράβηξε

την προσοχή, ώστε να επιλέξουν το κεφάλι

του Ονήσιλου για κυψέλη;

Τι τις έσπρωξε, ώστε να θελήσουν να διαβούν

τις κόγχες των ματιών του Ονήσιλου και νάρθουν

να εγκατασταθούν μονίμως στο κεφάλι του;

Τι τις έκανε να λοξοδρομήσουν παραβιάζοντας

κάθε αρχή και δύναμη του ενστίχτου

και ήρθαν και στρογγυλοκάθισαν στο άδειο

κεφάλι του Ονήσιλου;

Σίγουρο πως κάτι θ’ανακάλυψαν, κάτι το εξαιρετικό

θα βρήκαν∙ άλλως; δεν εξηγείται η τρελή επιμονή τους

να δηλώνουν με σημαδιακά φτεροκοπήματα,

σημαδιακά κουνήματα της ουράς πως εδώ βρίσκονταν

αληθινό χρυσωρυχείο!

κι αν κρίνουμε από την ολοφάνερη αποφασιστικότητα τους,

να μην εγκαταλείψουν το κεφάλι του Ονήσιλου

και όταν ακόμα χάσαν την ακριβή τους τη βασίλισσα,

αν κρίνουμε από τη δίχως δεύτερη σκέψη απόφαση τους,

ν’ακολουθήσουν στο τάφο την ακριβή τους βασίλισσα

αυτοκτονώντας ομαδικά, δικαιούμαστε να συμπεράνουμε,

πως δίχως άλλο κάτι το μοναδικό, κάτι τ’ ανεπανάληπτο

θα κρύβει αυτό, το τραγικά μακελεμένο κεφάλι!

 

*

 Ο Ονήσιλος ηγήθηκε όλων των Κυπρίων(πλην Αμαθουσίων ) σε επανάσταση εναντίον των Περσών. Οι Αμαθούσιοι τον αποκεφάλισαν και κρέμασαν το κεφάλι του σε δημόσια θέα. Ένα σμήνος από μέλισσες κατέφυγε στο κρανίο του Ονήσιλου και έκαναν εκεί τη φωλιά τους. Μετά από αυτό οι Αμαθούσιοι ζήτησαν χρησμό από μαντείο το οποίο τους προέτρεψε να τον θάψουν με τιμές ήρωα και να του προσφέρουν θυσίες, όπως και έγινε..

 

Από την ποιητική συλλογή ΄΄ Μαθήματα Ανατομικής ΄΄   ΕΚΔΟΣΗ  2012

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Mare nostrum / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

           


Υποθέτω πως πρέπει να ρωτηθεί

και η ίδια ∙

ίσως να μη σας αναγνωρίζει

για ‘’δικούς της’’∙

και τότε πρέπει να κάνετε προσπάθειες

να την πείσετε∙

πρέπει να μπείτε στο κόπο να της αλλάξετε

διαθέσεις και μυαλά.

Και έχουν να πουν πως η θάλασσα αγριεύει

σα την πειθαναγκάσουν∙

γίνεται πολύ επιθετική σα της βάζουν

αλυσίδες και χειροπέδες!

Ίσως πρέπει να το ξανασκεφτείτε∙

μη κάνετε το λάθος να την πάρετε

για δεδομένη∙

Τα πράγματα μπορεί να γίνουν

πολύ επικίνδυνα για σας∙

και η θάλασσα να σας ξεβράσει

σαν ξένο  σώμα∙ σαν ξένο σώμα

να σας πετάξει στην ακτή!

 

ΑΠΟ ΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ Η  ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΚΔΟΣΗ  2013

Η θάλασσα του Ελλησπόντου ...του Πούλλου Ανδρέα του Χρίστου

 



Εδώ έπεσε η Έλλη∙

καβάλησε ένα κριάρι, ζαλίστηκε

και έπεσε στο νερό.

Η θάλασσα που βλέπετε στο βάθος

φέρει το όνομα  της∙

Ελλήσποντο το λένε!

Ό,τι και να πει κανείς οι τίτλοι ιδιοκτησίας

πληρώθηκαν με τη ζωή της∙

το τίμημα φαίνεται ιδιαίτερα ακριβό

για να θυσιαστεί ή να χαριστεί

στον πρώτο επιβήτορα.

Έπρεπε να το περιμένει∙

έτσι ακριβώς θα αντιδρούσε!

Ακόμα και να τη μαστίγωνε,

ακόμα και να την αλυσόδενε,

να μη μπορεί να κινήσει τα χέρια και τα πόδια της,

αυτή θα τον τίναζε από πάνω της.

Με μια κίνηση του λαιμού της

με βδελυγμία θα τον πετούσε στο νερό,

να τον πάρουν τα κύματα της

να τον παίζουν σαν καρυδότσουφλο∙

σαν καρυδότσουφλο να τον πετάνε στα βράχια

να του σπάνε την αλαζονεία και την έπαρση!

 

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ Η ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΚΔΟΣΗ 2013

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ : Ποιητική Συλλογή του Μιχαλάκη Γ. Τσαππαρίλα ( Μέρος 3ον. Τέσσερα τραγούδια αδελφικά)

 

 

                               Στον πατέρα μου

                 σαν αντίδωρο στην αλήθεια

                                                            που μου έχει διδάξει

                              Στην μητέρα μου

                                                για όσα στη ζωή μου έχει δώσει

                              Στην οικογένεια μου

                                               για την κατανόηση και

                                                          τη βοήθεια στην κάθε μέρα



Ποιήματα

  1. Εργάτη αδελφέ μου

  2. Αστέρια αδέλφια μου

  3. Αδέλφια

  4. Βιετκόγκ αδελφέ μου


ΕΡΓΑΤΗ ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ

                                     (Στον πατέρα μου)

Θα ζυμώσω τη καρδιά μου

       να πάρω απ΄το αίμα την αγάπη,

              που πλημμυρίζει για σένα,

                  ακριβέ αδελφέ μου,

                      φτωχέ του μόχθου εργάτη.

Θα στη προσφέρω γονατιστός

          την ώρα που ζυμώνεις το μόχθο

                  με τον ίδρωτα και το αίμα σου.

Θα στη προσφέρω

         ακουμπισμένος στα δυο σου μπράτσα

                  την ώρα που ξεκουράζεσαι

                         αγκαλιά με την γη μας.

Θα στην προσφέρω

           τραγουδώντας μαζί σου

                   την χαρά και τη λύπη

                       μεσ’του χρόνου το πέλαγος.

Θα στη χαρίσω,

        ακριβέ αδελφέ μου,

              σαν αντίδωρο στην αλήθεια

                     που μου έχεις διδάξει.

 

 

 

ΑΣΤΕΡΙΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ

Τυλιγμένος στο ξεθωριασμένο

                μανδύα  της υπομονής

περιπλανιέμαι στους πλατειούς

              δρόμους της αβεβαιότητας.

Ζητιανεύω από τις καρδιές

                ψιχούλα αγάπης

σαν ακριβή προσφορά

             στη θεονήστικη ψυχή μου

Καταδικασμένος από τους ανθρώπους

             για τις δικές τους αμαρτίες

αναζητώ καταφύγιο

            στα φτωχά αστέρια της γης

                  με τις καρδιές από αχτίνες.

Βρήκα στο στερέωμα τους

                  την όαση της χαράς

                         και γεύτηκα το νεκτάρ

                                της σιγουριάς.

 

 

 

 

 

 

 

ΑΔΕΛΦΙΑ

Είμαστ’αδέλφια

        Ο Χασάν κ’εγώ,

Μια μάνα μας γέννησε

               στον τόπο τούτο.

Κάναμε τα πρώτα βήματα

                   μες’την αυλή του.

Μάθαμε τα πρώτα γράμματα

                          στο ίδιο σχολείο.

Δυο γλώσσες εκείνος, δυο εγώ.

Τυρρανιστήκαμε στη γη μας

                   μέρα νύκτα

και περνάμε τους ίδιους καρπους

                              (όταν είχε)

Γίναμε λεβέντες,

            φίλοι αχώριστοι.

Νοιώσαμε μαζί

               την πρώτη αγάπη.

Ώσπου,

           μια μέρα,

                          τον πήραν.

Έφυγε με την υπόσχεση

                 πως θα ξαναρθεί………….

Και περιμένω,

                      αδελφέ μου

                                         Χασάν.                         1964




ΒΙΕΤΚΟΓΚ ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ

Έρχομαι μεσ’στη βροχή

                     από  τις σφαίρες

να σου προσφέρω,

           Βιετκογκ αδελφέ μου,

                      το αίμα της καρδιάς μου.

Έρχομαι αντάμα με το σφύριγμα

                    των βλημάτων

να σου παραδώσω

                    το κάστρο του θαυμασμού μου.

Έρχομαι τραγουδώντας

                    στο ρυθμό του πολυβόλου

                              να ζεσταθώ κοντά

                                    στη φλόγα της πίστης σου.

Έρχομαι προσκυνητής πιστός

                    να γονατίσω μπροστά

                                στο μεγαλείο της δόξας σου.

Βιετκόγκ,

                Νικητή του αιώνα.


Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ : Ποιητική Συλλογή του Μιχαλάκη Γ. Τσαππαρίλα ( Μέρος 2ον. Της ζωής, της φύσης και του πολέμου.)

Στον πατέρα μου

σαν αντίδωρο στην αλήθεια

                                                            που μου έχει διδάξει

                              Στην μητέρα μου

                                                για όσα στη ζωή μου έχει δώσει

                              Στην οικογένεια μου

                                               για την κατανόηση και

                                                          τη βοήθεια στην κάθε μέρα

 

 **



  1. Λευτεριά
  2. Το ξέρω Μάνα
  3. Μπροστά στη ζωή
  4. Μοναξιά
  5. Γαλήνη
  6. Εξομολόγηση
  7. Πατρίδα
  8. Κύπρος
  9. Είμαστε άνθρωποι
  10. Κύκλος (μεταπολεμικός)
  11. Μήνυμα
  12. Νοσταλγικό
  13. Ξεκινήσαμε
  14. Απόφοιτος
  15.  Ιθάκη


**

 ΛΕΥΤΕΡΙΑ

 

Μάνα

        Πως μπορούμε να μένουμε

                      με σφραγισμένο στόμα

                          όταν τα πλοκάμια της αβύσσου

                              σε κουβαλούν στην αθέλητη

                                            πορεία τους ;

Πως θα τους αφήσουμε

           να σκοτώσουν τούτο

                   τον ολόφωτο ήλιο μας ;

Μάνα,

       Αν η θλίψη ζωγραφίζει

                          τα πρόσωπα μας

Αν ο ήλιος κλαίει

                         τη συμφορά μας

Αν το σκοτάδι πλάκωσε

                          τα  όνειρα μας

Ας είναι, Μάνα

Τη ψυχή μας δεν μπορούν

            να τη αλυσοδέσουν

Δεν μπορούν να μας γονυπετήσουν

            μπροστά στην άρνηση

Μάνα,

Θα ξανανοίξουμε τα φτερά

                      της ελπίδας μας,

Θα ξαναζυμώσουμε

                           την πίστη μας.

Θ’ακολουθήσουμε τη πορεία

                               του ήλιου μας.

Θα ξαναζωντανέψουμε

                                  την προσταγή μας

                                                   της γης μας

                                                     ‘’ΛΕΥΤΕΡΙΑ’’

 

1968

 

 

 

 

 

 

 

 


ΤΟ ΞΕΡΩ ΜΑΝΑ

                                                       (στη μητέρα μου)

Πόσο θα τόθελα, μάνα

         να σ’ έβλεπα να μπλέκεις

               το τραγούδι της ελπίδας

                     καθισμένη σαν κάθε βράδυ

                          στο κατώφλι του φτωχόσπιτου μας,

                               να καρτεράς τον πατέρα

                                     με το κουρασμένο του βήμα.

Ν’ αγναντεύεις τον γυρισμό

          των παιδιών σου.

                 Ο ένας απ’ το περίπατο

                        στην αμμουδιά την ολόξανθη

                               και ο άλλος να σου φέρνει

                                     τον καρπό της αγάπης του.

Πολύ θα τόθελα, μάνα.

Όμως

              (τώρα ξεφύτρωσε αυτό το ‘’όμως’’)  

Ξέρω πως τώρα θα κάθεσαι

             κάτω από κάποιο δέντρο

                         που έγινε σπίτι και αυλή σου.

Ξέρω πως για ελπίδα δεν μιλάς,

          μόνο σιγοκλαίς και καταριέσαι

                 (κι αν στη ζωή

                                        δεν  καταράστηκες ποτέ).

Ξέρω πως δίπλα σου κουρασμένος

           κάθεται ο πατέρας

                  κοιτώντας τα σφικτά

                       σαν τανάλιες χέρια του.

Ναι, μάνα,

      ξέρω πως σήμερα

             δεν θαρθουν τ’ αδέλφια μου

                                          κοντά σου.

Σήμερα φυλάνε τη τιμή 

              της αγαπημένης τους

                       και το μέλλον

                                της ζωής μας.

Μην κλαις, μάνα.

Κανένας δεν θα κλέψει

                  το τραγούδι μας.

Κανένας δεν θ’ αφήσει

                  μοναχό τ’ εγγόνι σου.

Το ξέρω, μάνα,

                το ξέρω.

 

 

 

 **

 

 

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

 

Καθισμένος στο βράχο

ατενίζω τη πλατειά θάλασσα.

Ένα καράβι με προσμένει

για το μεγάλο ταξίδι.

Μόνος εγώ καπετάνιος

Μόνος εγώ επιβάτης του.

Θα βάλω πλώρη

για το άγνωστο.

Τιμόνι η ψυχή μου

Πανιά η καρδιά κι ο νούς.

Ψηλά στο κατάρτι

ένα  λάβαρο:

                          ‘’ΑΓΩΝΑΣ’’

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ

 

Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι

για ν’ ανεβούμε  εκεί ψηλά στο φως.

Ένα αστέρι μας φωτίζει.

Θα φτάσουμε στη κορφή

για μας,

           για τους γονείς μας,

                         για τη Πατρίδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ

 

Ας πούμε την αλήθεια

Τέλειωσαν πια τα ψέματα,

οι παιδικές δικαιολογίες.

Δώδεκα χρόνια ζούσαμε

χωρίς κόπους, έγνοιες. Αρχοντικά.

Τώρα,

        με τ’ απολυτήριο στα χέρια,

ξανοιγόμαστε στης ζωής το πέλαγος.

Όλοι προσμένουν ανταπόδοση,

                           βοήθεια,

                                   αγώνες.

Ας μη τους γελάσουμε!

 

 

 

 

 

 


ΜΟΝΑΞΙΑ

 

Κάθομαι με συντροφιά

τη μυστικότητα της νύκτας.

Το πικ-απ της φύσης

ανοιγμένο στη διαπασό

σκορπίζει γύρω μου

τη μελωδία της βροχής.

Τρέμω από το κρύο

της μοναξιάς μου.

Αναζητώ τη ζεστασιά

στη θερμάστρα με τη μάρκα

‘’Άνθρωπος’’.

Σπατάλησε ο χρόνος

το φωταέριο της.

Κανένας δεν θέλει

να μου προσφέρει

μια σταλιά για δανεικό.

Όλοι το πωλούν

‘’τοις μετρητοίς’’.

 

 

 

 

 

ΓΑΛΗΝΗ

 

Κουράστηκα αναζητώντας

              μεσ’ τη νύκτα τη γαλήνη.

Τη βρήκα μεσ’ το κάμπο

              την ώρα που γεννιόταν ο ήλιος.

Τη χάρηκα συντροφιά

              με τα γλυκοτράγουδα

                 της θάλασσας.

 Σκίρτησε μεσ’ τη καρδιά μου

              σαν με χάιδεψε τ’ αγέρι

 Τη δέχτηκα δώρο ανεκτίμητο,

               απ’την ελια

                          και  το ψωμί

                                         τ’αγρότη.

 

 

 

 

 

 


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Θέλησα να κουβεντιάσω με τον άνεμο.

Δεν θέλει όμως ν’ ανακόψει

τον δρόμο του σφυρίγματος του.

Προχώρησε σ’ όλη τη φύση

σαν δικτάτορας. Αλαζονικός.

Γύρισα στον ουρανό

για να του κλέψω μια κουβέντα.

Τυλίχτηκε κοκκέτικα το μαύρο

πέπλο του και με κεραυνοβόλησε.

Παρακάλεσα τα σύννεφα

να  με συντροφέψουν.

Μούριξαν μιαν άρνηση.

Στράφηκα στα δέντρα.

Κατακίτρινα απ’το μίσος.

Μου γύρισαν τη πλάτη.

Φώναξα στη θάλασσα.

Μου απάντησε μ’ ένα μουγκρητό

που ξέφυγε απ’ το γιγάντιο στόμα της

Τρόμαξα. Ήμουνα μόνος.

 

Τότε ανοίχτηκε η γη

και μου πέταξε μια φωνή.

‘’Αγάπη, μου ψιθύρισε,

Αγάπη και Ειρήνη.’’

Τράνταξε η καρδιά μου

Αναθάρρεψα.  Αναπήδησα.

‘’Αγάπη!

Ειρήνη!’’

Άνεμε, Ουρανέ. Σύννεφα.

Γλυκειές, χαρούμενες μορφές

Μου χαμογελούν

Με χαϊδεύουν

Δέντρα. Θάλασσα.

Τ’ αδέλφια μου.

Μου τραγουδούν

Μου  γλυκομιλούν.

 

‘’Συγχωρείστε με αδέλφια

Ξέπεσα. Γυρνόφερνα

                                       με τον πόλεμο

Συγχωρείστε με’’

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΤΡΙΔΑ

Τι είναι Πατρίδα;

Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά;

Μην είναι οι πέτρες, το νερό, το χώμα ;

Ή μήπως τ’ αγέρι που φυσά

και η βροχή που πέφτει ;

Ή το ελεύθερο πουλί

            που στο βουνό πετά ;

Αναρωτιέμαι,

                          σκέφτομαι

                                               και κρίνω;

Πατρίδα είναι όλα αυτά

          κι ακόμη είναι οι άνθρωποι

                       που τη ζωή τους δίνουν

                                 το αίμα

                                               τον ίδρωτα τους

για τη δική τη προκοπή

             για τη δική τη χάρη

                       για λευτεριά του τόπου

Είναι το γάλα τ’ ορφανού

          το   φάρμακο τ’ αρρώστου

Είναι η μάνα του παιδιού

          και το ψωμί του εργάτη

Είναι η χαρά του έρωτα

           και το φιλί της πρώτης μας αγάπης.

ΚΥΠΡΟΣ

Κύπρος μου πανέμορφη

και πολυξακουσμένη

που σμίξαν όλες οι ομορφιές

και φτιάξαν το κορμί σου.

Βουνά, λαγκάδια, ποταμοί

παντού σε αγκαλιάζουν

και οι αφροί της θάλασσας

γύρω σου τραγουδούν.

Τα κάλλη σου είναι θαυμαστά

μα ξακουσμένο ένα.

Η λεβεντιά των γιών σου.

Παλεύουν ασταμάτητα,

πληγώνονται, πεθαίνουν,

μα πάλι ανασταίνονται

και ξαναπολεμάνε.

Βάλανε μέσα τους σκοπό

κι ορκίστηκαν με φλόγα:

Ή θα πεθάνουν όλοι τους

Ή θα Σε λευτερώσουν.

 

 

 

 

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Τι θέλουν τούτ’ οι ξένοι

      που βυζαίνουν το κορμί σου

              Κύπρος γλυκειά μου αγαπημένη ;

Γιατί λεκιάζουν τ’ ακρογιαλιά σου;

Γιατί κουβαλήθηκαν μ’ όλα

          τα κάλλη και τη δύναμη τους

                το μίσος των ματιών τους

                    και το τρόμο των θωρακισμένων τους ;

Δεν ξέρουν πως το κορμί σου

             είναι για τρυγητούς και  για χορους;

Δεν το μάθαν πως είσαι φτιαγμένη

             για αγάπες και χαρές ;

Να τους το πούμε αγαπημένη

         Εσύ για μας

              Εμείς για σένα

                      Άλλους δεν θέλουμε

                             να κλέβουν το ψωμί μας.

                                   Να σκοτώνουν

                                        το πράσινο της γης μας.

                                            Να δολοφονούν

                                                   την Ειρήνη μας. 

                                                         Ναι,

                                                               Την Ειρήνη μας.

 

Ας έλθουν να βαφτίσουν μαζί μας

            στην κολυμπήθρα της Ειρήνης.

Ας έλθουν σαν Άνθρωποι

Είμαστε Άνθρωποι.

         Θα τους ανοίξουμε

               τη πόρτα της καρδιάς μας

                         θα τους δώσουμε

                                  τη καρδιά μας.

Ας έλθουν σαν Φίλοι.

           Θα τους χαρίσουμε

                    το κλειδί του Είναι μας.

                           Θα τους δωρίσουμε

                                         το Είναι μας.

Όχι σαν ξένοι.

         Θα κλείσουμε τα σύνορα

                  της καρδιάς μας.

                        Θα τους αφήσουμε έξω

                                 απ’ τη ψυχή μας.

                        Θα τους στολίσουμε

                                 με  τ’ αγκάθια

                                    της καταφρόνησης.

Ξέρουμε να τραγουδούμε 

                      την Αγάπη

                 Θέλουμε να τραγουδούμε

                                        την Χαρά.



*

ΚΥΚΛΟΣ (μεταπολεμικός)

                                                       (Στον πατέρα μου)

Χτες

        δέναμε τα θεμέλια

                 για να χτίσουμε τη φωλιά μας. 

        Φτιάχναμε πόρτες και παράθυρα

                 για να φυλάξουμε την ευτυχία μας.

Σήμερα

        κατάστρεψαν όλες τις φωλιές

                 απ’ τα θεμέλια

         κλέψανε την ευτυχία μας

                  παραβιάζοντας τις πόρτες.

Αύριο

        θα φτιάξουμε πύργους

                  με ατσάλινα θεμέλια

        και την ευτυχία μας

                  θα την φυλάξουμε

                              στα βάθη

                                          της καρδιάς μας.

 

 

 

 

 

 

ΜΗΝΥΜΑ

                                                      (Στο Φοίβο Μεράνο)

Τούτη η νύκτα

              στη ξένη γη

λες και είναι δίδυμη

              με κείνες τις καλοκαιριάτικες

                          του Βαρωσιού μας,

                                   αδελφέ μου.

Ακάλεστες οι θύμησες

                      κουβαληθήκαν:

                οι ατέλειωτοι θαλασσινοί

                           περιπάτοι μας,

                                το γέλιο σου

                                     σαν φεγγαριού ακτίνα.

 Η βεβαιότητα σου:

    ‘’ Όλους μας χωρεί τούτος

           ο μικρός πανέμορφος τόπος.

                       Μην μας το κλέψουν.΄΄

Ναι, φίλε μου

Δεν ήθελες

    να μας κλέψουν τη γαλήνη

                                και τη φιλία μας.

Σε χάσαμε,

                όπως χάσαμε

                        την ολόχρυση αμμουδιά μας 

                            και την ησυχία μας.

Ναξερα,

             αδελφέ μου,

                            πουναι κρυμμένη

                                    κείν’ η πεποίθηση σου,

                                                  το γέλιο

                                    και η ολόθερμη καρδιά σου.

Θα σου στελλα

                    μ’ ένα ολόλευκο περιστέρι

                                  το μήνυμα

                                          πως πάντα

                                            Σε καρτερούμε.

 

 

 

 

 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ

Κείνα τα ξενοδοχεία τα πανύψηλα

που ερχόταν οι ξένοι να τα χαρούν,

να θαυμάσουν τη λεβεντιά της νιότης μας

και το πλούτο της φιλοξενίας μας.

 

Κείνο τ’ ακρογιάλι το πανέμορφο, το πολύχρωμο,

που δρόσιζε κι’ ατσάλωνε

εμας και τα παιδιά μας

τους δικούς και τους ξένους μας.  

 

Κείνες οι πέτρες οι αρχαίες της Σαλαμίνας

που μεσ’ τα χρόνια και τους αιώνες

μαρτυρούν την προέλευση μας

και στέκουν φύλακες πιστοί της Ιστορίας μας.

 

Κείνες οι γείτονες της εργατιάς

με το τραγούδι και το χαμόγελο

το γιασεμί και τους λεμονανθούς

με την καρδιά την απέραντη.

 

Κείνα να μνήματα τα νιόσκαφτα

που φύλαγαν τους νεκρούς μας

άβουλους ήρωες των τελευταίων ημερών.

 

Κείνα

           κείνα

                       κείνα………………………………….

Δεν κλαίμε,

            Αμμόχωστος αγαπημένη.

                            Πονούμε,

                                          Μα δεν ξεχνούμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΙΘΑΚΗ

Έχω αφήσει την καρδιά μου στην Ιθάκη

και τώρα , σαν άλλος Οδυσσέας, πολεμώ

πότε θα βρω ένα καράβι να με φέρει

στο τελευταίο του λυτρωμού μου το λιμάνι.

 

Κουράστηκα απ’ της θάλασσας το παιδεμό

και τις πολλές των σειρήνων παγίδες.

Αναρωτιέμαι αν η ψυχή μου έχει σώμα,

Αν έχω χέρια, πόδια ή κεφάλι.

 

Θεοί βοηθιέστε  ένα άμοιρο πιστό.

Ποσειδώνα, κύλισε μου το καράβι,

Φούσκωσε τα πανιά της ζωής μου

Οδήγησε με στη πολυπόθητη Ιθάκη.