Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

Δέκα [10] εκ των κορυφαίων Κυπρίων Ποιητών ( Ανθολόγηση : Δημήτριος Γκόγκας)



 

ΣΟΝΕΤΑ ΤΗΣ ΕΥΑΣ / Αίθέρσης Κλαύκος

 

Δε θά ‘ρθουν τα τραγούδια μου για σένα

σάν έφηβοι ωραίοι, στεφανωμένοι

με ανθόκλαδο αγριλιάς και μεθυσμένοι

από τα πλήθη τα ξεφρενιασμένα

 

των σταδίων. Δειλά, ταπεινωμένα,

θα σου μιλά η ψυχή τους η θλιμμένη,

σα μιας γυναίκας που άλλο δεν τής μένει

παρά να κλαίει σε πόδια αγαπημένα.

 

Ξεχνώ μπροστά σου κάθε περηφάνεια

κι η συντριβή μου είναι χωρίς μετάνοια,

έστω κι αν ξεχαστούν τα δάκρυα μου.

 

Κι αν δεν σου φέρνω στέμμα και πορφύρα

στα πόδια σου, τα εξαίσια σκορπά μύρα,

σά λήκυθος που ράγισε, η καρδιά μου.

 

*

Νύχτα! απόψε, μου έμοιασες / Γαλατόπουλος Χριστόδουλος

 

 

Νύχτα! απόψε, μου έμοιασες,

και σ’ αγκαλιάζω

σκοτείνιασες τόσο παράξενα

που δεν σε αλλάζω!..

Νύχτα! ζοφερή... Ερωμένη μου!..

Έλα –να... πιούμε!..

Σου κερνώ την ολόμαυρη Σκέψη μου,

κι ας τη... γλεντούμε...

Νύχτα! απόψε, μου έμοιασες

δεν σε χωρίζω!..

Αυγές, Ξημερώματα, Ηλιόφεγγα,

δε σας γνωρίζω!

 

*

Παύλος Λιασίδης

 

«Λύση, χωρκόν μου όμορφον που ‘δα το φως του νήλιου

έτσι ‘ εν να μείνω πάντα μου σκλάβος λαλείς τ’ αντήλιου;

Να μεν δω πιον τα κάλλη σου; Σιήλιες ιδέες βάλλω

τζιαι ‘που τον νουν μου τίποτες, ούτ’ ώραν εν σε βκάλλω».

 

*

Τριανταφυλλένη / Λιπέρτης Δημήτρης

 

Τζι’ αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να μηνύσω
να ‘ρτεις τριανταφυλλένη μου
να σε αποσιαιρετίσω


Μεν φοηθείς τη μάνα σου
μήτε κανέναν άλλον,
μόνο τριανταφυλλένη μου
πρόφτασε δίχως άλλο.


Τζιαι ανταν να μπεις της πόρτας μου,
μεν κρύψεις τον καμό σου
Μα ρώτα τζιαι τη μάνα μου
τζιαι πε της “που εν ο γιος σου;”


Τζιαι ανταν σε δει η μάνα μου
που λόγια εννα σε πάρει
Μα εν είσαι αγάπη πειστιτζή
στο νου σου μεν τα βάλεις


Έμπα ζερβά στην κάμαρη
τζιαι έλα δεξιά στο στρώμα
Σιύψε τριανταφυλλένη μου
τζιαι φίλα με στο στόμα


Με τα γρουσά σιερούθκια σου
βάστα την τζεφαλή μου
Βάστα με στην αγκάλη σου
ώσπου να φκει η ψυσιή μου.


Τζιαι ανταν τζιαι δεις τζιαι ποσπαστούν
τζιαι πάσιν να με θάψουν,
τες πέτρες τες ασυντυσιές
κάμε τες να με κλάψουν.


Τζιαι ανταν να με περάσουσιν
από τη γειτονιά σου,
εύκα κρυφά της μάνας σου
τζιαι τράβα τα μαλλιά σου.


Τζιαι αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να σου μηνύσω

 

*

 

ΟΙ ΝΕΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ / Μηχανικός Παντελής

 


Κάτι μουγκρίζει πάλι από πολύ βαθιά
πάλι κάτι μουγκρίζει
και σηκώνει και ραγίζει το φλοιό της γης
πάλιν ένα άγριο ένστιχτο
πάει να σκίσει τη μάσκα μου.

Κι αν ραγίσει η γης
θα ξαναμελετήσουμε Γεωγραφία
(Κλείσαμε βιαστικά τα βιβλία
και ξεσκολίσαμε λαθραίως) .

Πάλι μουγκρίζει ένα θηρίο μέσα στο δάσος
πάλι μάς ξαναφέρνει στο νου
πως ο τόπος που περιποιηθήκαμε
τον λέγαμε ο «κήπος μας» ο κήπος
είναι ζούγκλα. Θα πηδήσουμε απάνω στα δέντρα
σαν τους πιθήκους.

Θα στραφούμε υστέρα στον κήπο
κι η καρδιά μας θα κλαίει
τη ντροπιασμένη περιπέτεια
των πιθήκων,

 

*

Ανεράδα/ Μιχαηλίδης Βασίλης

 

Στην χώραν π’ αναγιώθηκα
κ̌αι ‘κόμα αναγιώννουμουν

κ̌ι άρκ̌εψα νάκκον να λαχτώ,

τότε εξηφοήθηκα
τα ζώδκια κ̌ι εν εχώννουμουν

κ̌ι εξέβηκα να δκιανευτώ.


Σε μιαν ποταμοδκιάβασην
μιαν λυερήν εσχ̌ιάστηκα

- νείεν καεί η σταλαμή! -
ούλα τ’ αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επκιάστηκα,
αντάν πκιαστεί μες στην νομήν.

Αντάν με είδεν, έφεξεν
κ̌ι ο νους μου εφενκ̌ιάστηκεν

κ̌ι εφάνην κόσμος φωτερός.

Αντάν μου ‘χαμογέλασεν,
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου κ̌ι έμεινα ξερός.


Ευτύς το πας μου έχασα,
τον κόσμον ελλησμόνησα
κ̌ι έμεινα χάσκοντα βριχτός.

Είπεν μου: «Έλα κλούθα μου»,
κ̌αι ‘που καρκιάς επόνησα

κ̌ι εκλούθησά της, ο χαντός.


Λαόνια, κάμπους κ̌αι βουνά

αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ’ αθθούς κ̌ι αγκαθθερά·

η στράτα δεν ετέλειωννεν
κ̌αι δεν εποσταθήκαμεν·

ήτουν για λλόου μας χαρά.

Έτρεμεν μεν κ̌αι χάσει με

κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι χάσω την

κ̌αι μεν της πω κ̌αι μεν μου πει·

εδίψουν την, εκαύκουμουν
κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι πκιάσω την

κ̌αι γίνουμεν κ̌ι οι δκυο ‘στραπή.


Ύστερα σγοιαν παράδεισον
έναν βουνόν εφτάσαμεν
ίχ̌ια με τα ‘ψη τ’ουρανού.

κ̌ει πάνω κ̌ει εκλάψαμεν

αντάμα κ̌ι εγελάσαμεν

μέσα στους μούσκους του βουνού.

Λαλεί μ’: «Αν είσαι πέρκαλλος,
τώρα πκιον μείνε δίχως μου,
αν σου αρέσκ’ έτσι ζωή»,
κ̌αι ξαπολά ‘ναν χάχχανον,

ιχ̌ιά ‘νωσα το στήθος μου

πως άλλο νάκκον να ραεί.

Είπεν κ̌ι εγίνην άφαντη,

ευτύς ‘π’ ομπρός μοχάθηκεν,
σγοιαν άνεμος περαστικός·
εράην η καρτούλλα μου,
ευτύς ο νους μοστάθηκεν
κ̌ι είμαι ‘που τότες ξηστηκός.


Οι πλήξες που μ’ ετρώασιν
ακόμα ‘ν’ αφανέρωτες
κ̌ι εις τα πουλλιά που κ̌ηλαδούν.

Έχ̌ει που τότες, όπου δω

τες ανεράδες, τρέμω τες·
κ̌αι πογυρίζω μεν με δουν.

 

*

 

Εξίσωση/ Μόντης Κώστας

 

Μπορεί κάποια φορά

νάχε μεγάλη διαφορά

μπορεί μια τέτοια εξίσωση νάταν γελοία

την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία

αγάπη και φιλοσοφία

Μα τώρα πια…

Μα τώρα πια…

Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες

πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες

σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη

την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,

πως θάρχονταν μια μέρα που

-όπως είχες σκεφτή για τον παππού-

για εσένα που καυχόσουνα

να δείξης και να κάνης

θάταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου

να ζης ή να πεθάνης.

 *

Απογραφή / Νικολάου Θεοδόσης

 


Το προηγούμενο βράδυ έβρεξε βατράχους.
Κραυγή της φύσης για να υπενθυμίσει, το άλλο πρόσωπό της
Που αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.

Ο άνεμος σηκώνει το νερό από τις λίμνες
Ταξιδεύοντάς το μέσα σε αόρατο κι απέραντο δοχείο
Πάνω από τα βουνά, τους κάμπους και τις πολιτείες.
Σηκώνει το νερό εξαντλημένο από τη νοσταλγία
Της περιπέτειας, μαζί με τους ενοίκους του
Και όταν τα δάχτυλά του κουραστούν το αφήνει
Και πέφτει βροχή με μάτια που πηδά και που κοάζει.

Ό διαφωτισμός έχει εγκαθιδρύσει παντού τις ηλεκτρικές του
εγκαταστάσεις.
Στρίβεις το διακόπτη και ικανοποιείς την περιέργειά σου.
Το πνεύμα σου σαν πολυέλαιος πάμφωτος
Από εκατό κεριά, τον ύπνο περιμένει να τα σβήσει.
Και όμως ό τυφλός του ευαγγελίου δεν αμάρτησε
Ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός.
Ήταν μονάχα για να μεγαλυνθεί η δόξα του Κυρίου.

Τα παγώνια στολίζουν τα βυζαντινά μας χειρόγραφα.
Ελαφρύνουν το βάρος της ομορφιάς τους ακατάπαυστα
Σκύβοντας μέσα στο νερό.
Τη δίψα τους δεν μπορούν να ξεδιψάσουν.
Είναι φορές που δεξιπλώνουν τη δόξα τους
Και λάμπουν τα πράσινα και τα γαλάζια βλέμματά τους
Ανάμεσα σε ερείπια, οραμάτων και προσευχών
Ακρωτηριασμένα ανθέμια και κολόνες σπασμένες
Που δεν βυθίστηκαν ακόμα μες στο χώμα.

Όταν όμως έρθει η νύχτα κωπηλατούν με τα φτερά τους
Αποσείουν τη σκόνη και τη μυρωδιά του καιρού
Και με αντιπαροχή την ανέσπερη δόξα τους
Γίνονται κραυγές μέσα στο σκοτάδι.
Οι κραυγές σχίζουν τί νύχτα όπως ο υφασματοπώλης
Τα παλιά τα χρόνια τραβώντας μια κλωστή
Έσχιζε το ύφασμα σε δυο κομμάτια.

Τί θέλουν μέσα στο σκοτάδι; Τί ψηλαφούν μέσα στο σκοτάδι;
Το σκότος δεν μπορούν να το τρομάξουν
Τρομάζουν μόνο την ψυχή μας και δεν την αφήνουν
Να κλείσει μάτι έστω και για μια στιγμή.

Τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη, πρέπει εν κατακλείδι να αναφέρω
Πως έπεφτε ψιλή, γλυκιά, χρωματιστή βροχή
Πάνω στο πρόσωπό μας και μέσα στα μαλλιά μας.
Αίσθημα οικείο όσο παράδοξο κι ανεξήγητο.
Σκίρτημα ζαρκαδιού μες στην ψυχή μας
Που μας έκαμνε να περπατούμε
Πάνω στις στέγες των σπιτιών αντί στους δρόμους.

 *

Στην Κύπρο / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

 


Για σένα, Κύπρο αθάνατη,

Πατρίδα σκλαβωμένη,

Θα δώσω απ' το αίμα μου

Κάθε σταλαματιά…

Για να σε δω ελεύθερη

Και χιλιοδοξασμένη

Δε θα διστάσω,

Κύπρο μου,

Nα πέσω στη φωτιά.

 *

Οι καταφρονεμένοι  / Τεύκρος Ανθίας

 

Τ’ άσπρα φτερά σας νάειχα,

τρελά της θάλασσας πουλιά,

τη λυγμική σας τη λαλιά,

που όλο αναλύεται σ΄ εξάηχα,

τρελά της θάλασσας πουλιά!

 

Να παίζω με τα κύματα,

που μέρα – νύχτα σας φιλούν

και σάμπως σκόρπια νήματα

πάνω στη θάλασσα κυλούν,

να παίζω με τα κύματα,

που μέρα – νύχτα σας φιλούν.

 

Νάν΄ η ζωή μου κάποια χίμαιρα

και σα σκοπός εαρινός,

νάν΄ η ζωή μου εσπερινός

σε φώτα αβέβαια κ΄ εφήμερα,

νάν΄ η ζωή μου κάποια χίμαιρα

και σα σκοπός εαρινός.

 

Μην πείτε τάχα πως κουράστηκα

το κάθε νέο να λαχταρώ,

τόσο φριχτά κι ας δοκιμάστηκα

μέσα στης Μοίρας το χορό,

μην πείτε τάχα πως κουράστηκα

το κάθε νέο να λαχταρώ.-

Αντριάνα Περικλεόυς Ονουφρίου: … διαλυμένο το γοβάκι της ελπίδας κι εκείνη η άμαξα αργεί…

 

Νεράιδα

 

Νεράιδα κρυμμένη σένα παραμύθι. Σταχτοπούτα των καιρών

Σπρώχνω να βγω.

Κτυπήματα λευκής μεμβράνης,

σ αλλοδαπούς ρυθμούς.

Μουτζουρωμενο πρόσωπο

σχήμα του κορμιού διάφανο

πέπλο ουρανού.

Έτσι χτυπιέται η ψυχή,

παλεύει αδιέξοδα ζωής

Μα πάντα εκεί εγκλωβισμένη

στην σιωπή....

χαμένος ο πρίγκιπας χρόνος

διαλυμένο το γοβάκι της ελπίδας

κι εκείνη η άμαξα αργεί

περασμένα μεσάνυχτα ζωής

όλα σκεπασμένα με σκόνη ονείρου!!

 

**

Στην αγκαλιά τ ολόγιομου

γέρνω την ψυχή μου.

σύντροφο της σκέψης

κι έρωτα κορμί μου.

ψάχνω τις λακκούβες του

να ντύσω τ όνειρό μου

που μείνε γυμνό στις

λέξεις των στιγμών μου.

 

**

Ικεσία προσευχή..

Κάντε τόπο, βαράτε προσοχή.

Γιορτάζει η πατρίδα μου,

που έμεινε μισή.Την βγάλαν

στα παζάρια, την έπαιξαν στα

ζάρια, της κόψανε τα δύο της

τα ποδάρια. Ακρωτηριασμένη

μα τρανή, κοιτάει το λιόγερμα

και κάνει προσευχή.

Ετούτο το θεριό που την

κρατάει στα σκέλια του σφικτά,

να λιώσει μιαν αυγή. Σύννεφο

σκόνη να γενεί και Λευτέρη

το χώμα να φιλεί.

Έλληνες πρώτοι την αγγίξανε.

Ενδοξοι οι Αχαιοί..

Βιασμός της Αφροδίτης.

Έγκλημα χωρίς τιμωρία.

Ασέλγησαν απάνω της όρνεα

και κοράκια. Μέσα κι εξώ απ αυτήν.

Μα η Κύπρος τραγουδεί

στους αιώνες μια ωδή, πάντα με φωνή ελληνική. Λευτεριά ν ανθίσει μιαν αυγή.

 

Δυο μάτια καλοκαιρινά: σε στίχους Χριστόφορου Παντελή

Χριστίνα Χριστοφή: Μα δεν είμαι Αριάδνη, παρά μια εγκλωβισμένη αράχνη που ψάχνει την άκρη της...

 



 

 

Αριάδνη

 

Κι έγινε το φιλί σου ο λαβύρινθος.

Στα φτερά των θαλασσοπουλιών μάδησα το μίτο μου, πιθαμή τη πιθαμή μα δεν έχω ξεμπλέξει καμία άκρη.

Σάμπως να πετάω κι εγώ φτερό φτερό, κάθε μαδημένο φιλοπούπουλο, μα πιότερο να μπλέκομαι στο προσχεδιασμένο λαβύρινθό σου...

Μα δεν είμαι Αριάδνη, παρά μια εγκλωβισμένη αράχνη που ψάχνει την άκρη της...

 

*

Νέα Εποχή

 

Αργή και νωχελική ημέρα.

Σα μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη μοίρα.

Η πρωϊνή πάχνα μια άλλη στρώση ευκαιρίας, ενώ το πρώτο κοπάδι που μόλις τράφηκε απ'το ξερό χωράφι, σκονισμένο απομεινάρι του θέρους, δροσίζει με τη ζήση του τη νέα εποχή που μόλις προέβαλε...

Έχει ήδη φανερωθεί, αν και διστάζεις να το πιστέψεις, ίσως λίγο λόγω της παρατραβηγμένης ζέστης ή λίγο λόγω του φόβου που επέτρεψες να φωλιάσει εντός σου...

Πάντως έχει φανερωθεί...

Την είδα στο πρώτο άστρο της νέας ημέρας καθώς τρεμόπαιζε πίσω απ'τη μάταιη υγρασία  και στην αόρατη θερμότητα του κίτρινου...

Στα μάτια των αγαπημένων που έκλειναν απ'τη θέρμη του έρωτά...

Στο νοτιασμένο φύλλο του αμπελιού καθώς γέρνει από σεβασμό κι όχι απ' τη ξηρότητα της παρατεταμένης υποταγής...

 

*

Σεπτέμβρης

 

Οι σκιές των λουλουδιών μοιάζουν πια πιο ζωντανές κι απ'την μαγευτική αίσθηση που αφήνουν οι δροσάτες ανάσες τους...

Οι κάκτοι στα λαξευμένα ακριανά της στράτας μοιάζουν όλο και πιο πολύ με χέρια καλλιτέχνη που όλο φτιάχνουν δίχα να υποκύπτουν στη μοίρα των αγκαθιών που ανέκαθεν κουβαλούν στο είναι τους...

Η χροιά της σελήνης έχει ήδη σαλπάρει, θαρρείς και πρώτη διαισθάνθηκε τα μαλαματένια προικιά της νέας ευλογημένης εποχής...

Είναι Σεπτέμβριος κι όσοι πίστεψαν πως μ'ένα οπωρινό λιόγερμα κι ένα αμπελοφύλλι έναντι από μια θάλασσα κράτησαν απ'τις ασημένιες φλέβες τη σελήνη, την κράτησαν.

Διότι εκεί που η καρδιά σου ζει το μήνα που κρυβόταν ένα ολόκληρο θέρος και μετά από μια πύρρινη θάλασσα, θα πάλθηκε σαν κύμα έπειτα από σμίξιμο νύχτα σεπτεμβριανή...

Δε ξεχνάει ό τι τη ξύπνησε...

 

*

 

Άνεμος Οπωρινός

 

Δε ταιριάζει στο δείλι το σεπτεμβριανό ο λίβας,

σα δε ταιριάζει και στα μάτια σου η θλίψη.

Μα ναι τα χρώματα στις άκρες των βλεφάρων σου θολά κι ο άνεμος υγρός και καυτός, ανίκανος να στεγνώσει την όποια πίκρα.

Μα ναι οι νευρώσεις της ψυχής σου παλλόμενες με πάθος για ζωή κι ας τα πόδια σου έχουν βαρύνει απ'της καρδιάς τα ατσαλένια πανωφόρια...

Άσε τη ψυχή σου ν'αντικρύσει γυμνή τη δροσιά της νύχτας της οπωρινής...

Θα'ναι πια σα να ξυπνάς εσύ τον γλυκάνεμο γύρο σου.

Η καρδιά σου θα δροσίσει πια με το σχήμα του ανέμου.

Κείνο που τη ζωντάνεψε κάποτε.

 

*

Σχολείο

 

Κι όλο μου θύμωνε ο δάσκαλος, γιατί κρατούσα σα βαριεστημένη με τη παλάμη μου, το μάγουλο...

Πού να φανταστεί πως κείνες τις υπέροχες στιγμές ονειρευόμουνα...

Πού να φανταστεί, ο δόλιος ο δάσκαλός μου, πού ταξίδευα ενώ κείνος μάχημος του πτυχίου του αγωνιζόταν να μεταφέρει κάποιο έστω μάθημα...

Είχα ήδη πετάξει απ'τα θωρακισμένα τετραγωνικά της αίθουσας, μα κείνος ουδέποτε μου φόρεσε φτερά...

Υπνώττοντες / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

        


Ούτε π’ακούσαμε τις ερπύστριες!

Η αλήθεια π’ασχολούμαστε περιπαθώς με τις τουρίστριες,

τα καλά της ανορθωμένης οικονομίας μας,

τα κέρδη στα ιδιωτικά και δημόσια ταμεία μας.

Κάτι περίεργοι θόρυβοι φτάναν στ’αυτιά μας

όμως δεν αρκούσαν να θολώσουν τη ματιά μας.

Γρήγορα τους προσπερνούσαμε μ’αδιαφορία

κρυμμένοι στης σιγουριάς μας την ευφορία.

Γεγονός που τρομάξαμε σαν σπάσαν τις πύλες∙

ήταν βάρβαρες των στρατιωτών οι αρβύλες!

Μπορούσαν ίσως λιγότερο βάναυσα

τ’αχνάρι τους στην ιστορία να χάρασσαν.

Ίσως βρίσκαμε και κάποιο πολιτισμένο συμβιβασμό,

δεν αφήναμε τα πράγματα να κατηφορίσουν στο γκρεμό.

Όμως δεν πήραμε είδηση από πού μπήκαν∙

πώς τόσο ξαφνικά τις γραμμές μας διαβήκαν.

Απότομα στρίψαν το νόμισμα,

βγάλαν στη βουλή το δικό τους ψήφισμα.

Αν ίσως μας προειδοποιούσαν νωρίτερα,

τα σήματα τους κάναν ολίγον τι ευκρινέστερα,

ποιος ξέρει και τη τελευταία στιγμή

μπορεί να στεκόμαστε ν’αγωνιστούμε για τη τιμή!

 

ΑΠΟ ΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΄΄ΚΡΑΤΟΥΝΤΕΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ  ΄΄   ΕΚΔΟΣΗ 1985