Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

[Η θλίψη της νύκτας] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Η θλίψη της νύκτας με τύλιξε
και μαύρο φόρεμα ντύθηκε
η ζωή μου
Στερεμένοι ποταμοί τα μάτια
βλέπουν υποκείμενα
καμουφλαρισμένα σε ανθρώπους
να πετάνε αλήθειες - σκουπίδια
στις όχθες της αφέλειας
Η μελαγχολία του Φθινοπώρου
πλημμύρισε τη ψυχή μου
και σαν φύλλα από δέντρα
πέφτουν στο χώμα τα όνειρα
Φονιάδες καμουφλαρισμένοι σε φίλους
τα πατούν και τα φτύνουν
και χάνονται
Ένα ψέμα λοιπόν όσα έζησα
Εφιάλτες σκληροί οι ελπίδες
ακολουθούν τον ταραγμένο μου ύπνο
και με ξυπνούν
σε έρημα πρωινά
ενός κόσμου
αδειανού από αισθήματα

Ερωτηματικό / Άθως Χατζηματθαιου



Γιατί μ’ αρέσει να μιλώ μαζί σου;
Γιατί η κάθε σου λέξη με μαγεύει;
Ποιά γλωσσά μαγική βγαίνει απ’ τα χείλη σου
και κάθε συλλαβή με καθηλώνει;
Ποιά γλώσσα να είναι αυτή που μπορώ ακόμη
και μέσα από τα μάτια σου να τη διαβάζω;
Ποιά γλώσσα που στους κτύπους της καρδίας σου
δύναμαι να ανιχνεύω τον παλμό της ;
Λες να είναι αυτή του έρωτα η γλώσσα;
Αν ναι, τότε μην σταματάς να μου μιλάς
μην σταματάς να με κοιτάς στα μάτια
άσε με να γύρω το κεφάλι μου
στο μέρος της καρδιάς
ν’ αφουγκραστώ τη μελωδία που αναβλύζει απ' τους παλμούς της
στα κύτταρα μου να κυλίσει η μαγεία της
στον έρωτα σου να βουλιάξει η ψυχή μου.

ΚΥΠΡΟΣ ΜΑΡΜΑΡΟΣΜΙΛΕΥΤΗ / Μαρουλλα Πανάγου

ΓεΙτονικά τα σπίτια γειτονικές αυλές χωριά που αγκαλιάζαν συνόρων δυό πλευρές. Στους κάμπους μαζί βόσκαν του καθενός τ'αρνιά -Γιαννή καλή σου μέρα -καλώς τον Χασανιά Η Τούρκισσα υφάντρα κεντήστρα η Ρωμιά κλωστές περιπλεγμένες στην ανοικτή καρδιά. Ψωμί μαζί κι αλάτι ,πίναν και το νερό κάτω απ'τον ίδιο ήλιο τον ίδιο ουρανό. Κι έλαμπ'η ομορφιά σου ανεπιτήδευτη Άσπρη και φιλντισένια,μαρμαροσμίλευτη. Κόρη της μεσογείου πρασινοσμάραγδη, πια αδηφάγα μοίρα άπονη κι άκαρδη Με τα γαμψά της νύχια σε καταμάτωσε μαχαίρι στην πλευρά σου δίκοπο κάρφωσε. Εκοψε την καρδιά σου στα δυο θηριωδώς κι'απ'τον βορρά ως τον νότο κλειστή τώρα οδός. Τα μέχρι χθές αδέλφια χωρίς ταυτότητα με βιά τους επιβάλλει την μη οντότητα. Πικρά αναρώτιεται η μαύρη προσφυγιά πιο απ'τα δυο κομάτια να βγάλει απ'την καρδιά. Κείνο π' άφησε πίσω; τούτο που τώρα ζεί; πιο δάκτυλο να κόψει και να μην την πονεί; Είν και τα δύο ένα όπως κι οι δυό λαοί , που όπως ζούσαν πρώτα θέν πάλι ναν' μαζί. Κάτω απ'τον ίδιο ήλιο τον ίδιο ουρανό, νησί παραδεισένιο μαρμαροσμίλευτο.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Αναμνήσεις / Ονουφρίου Περικλέους Αντριάνα


Μέσα στον περιφραγμένο κήπο
της γιαγιάς ανάμεσα στα οπωροφόρα,
άφησα το παιδικό όνειρο.
Απάνω στον τροχό-κούνια και το
χαμόγελο του παππού έβλεπα την
ψυχή να κινείται νωχελικά κι αργόσυρτα.
Κάθε αυγό απ το κοτέτσι μια
απόλαυση των αισθήσεων.
το κρασί στο βαρέλι κι η γευσιγνωσία
του, τελετουργικά, μια εικόνα-γέννα
αρωματική.
Κι ένας έρωτας εφηβικός κρυμμένος
στο γκρεμισμένο σπίτι του χωριού
ταξίδι της καρδιάς στ απέραντο της
ευτυχίας.
Τώρα παλεύω να εκμαιεύσω τ αγέννητο
εκείνο όνειρο από τις παρυφές της
μνήμης, να πιώ απ το μπρούσκο
της γιαγιάς, να γεννήσω το χαμόγελο
του παππού στην καρδιά, για να βάλω
ξανά την ζωή μπροστά.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ ΛΙΟΓΕΡΜΑ / Άγις Χαραλαμπίδης



Έγειρ’ ο ήλιος, φεύγει πια‧
κι εξωτική μια φοινικιά
κοντά στ’ ακροθαλάσσι
το γέρμα μένει να κοιτά‧
με χάρη απλώνει τα κλαδιά
τα σύννεφα να φτάσει
απ’ το ηλιοφώς τ’ αγγελικό
που τόσο είναι μαγικό
λίγο ακόμα ίσως προφτάσει.


Άγις Χαραλαμπίδης, Ιούλιος 2019

Ανάσα να γίνεσαι / Ονουφρίου Περικλέους Αντριάνα


θάλασσά να γίνεσαι να πνίγω στο κύμα
τον λυγμό. Γλάρος σε κάθε πέταγμα
άνεμο να τραγουδας.
Ουρανός, στα σπλάχνα σου
να κρύβω ο τι ακριβό.
Ηλιος να γίνεσαι να φωτίζεις το
μολυσμένο σύμπαν.
Φεγγάρι ολόχρυσο να λάμπεις ξέβαθα
όταν η αγάπη γι άλλο αιώνα ξεκινά.
Ασπίδα στο βλέφαρο του παιδιού, να
μην κρυώνει σαν η μοναξιά άγρια
πλακώνει. Λευκό σεντόνι να τυλίγονται
τα όνειρα οταν η μπόρα ξεσπά.
Ανάσα να γίνεσαι οταν η αναπνοή
στεγνώνει.
Κι εγώ αερικό πάνω απ την Αγάπη
κρασί να πίνω να μεθώ.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΙΡΗΝΗΣ 21 Σεπτεμβρίου! / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Πέταξε περιστέρι μου,σ´όλης της γής τα μήκη και τα πλάτη,
κλάδο ελαίας να τους πάς σ´όλης της γής τα κράτη!
Μέρα ΕΙΡΗΝΗΣ,σήμερα κατάλευκο περιστέρι,
ένα κλαδί ελιάς,στο ράμφος του κρατά,
μήνυμα της ειρήνης κατά παντού σκορπά,
τον κόσμο να μονιάσει,τούς πολέμους να ξεχάσει.
Μήνυμα ειρήνης σ´όλους να ζούν ειρηνικά,
νάχουν πάντα αγάπη ,μέσα στην καρδιά!
Θεέ μου φώτιζε τους,ρίξε φώς μέσ´την ψυχή,
στης γής τούς κυβερνώντες,
φώς ειρήνης,φώς αγάπης,
πολέμους να μην σκέφτονται,
και ολόκληροι λαοί να καταστρέφονται.
Ειρηνική συμβίωση κι αγάπη στην καρδιά,
ν´ανθίσει το χαμόγελο σε όλα τα παιδιά!
Να μην γνωρίσουνε ποτέ τον πόνο και την θλίψη,
και η αγάπη στην ψυχή μην τα εγκαταλείψει.
ΕΙΡΗΝΗ και στην Κύπρο μας,που είναι σκλαβωμένη,
σαράντα τέσσερα χρόνια καρτερά και είναι λαβωμένη.
Αγκάθινα συρματοπλέγματα τρυπάνε το κορμί της,
αιμορραγεί κάθε στιγμή,ματώνει η ψυχή της.
Ειρήνη θέλει και ζητά ,το τραύμα της να κλείσει,
και ο κόσμος που είναι μέσα της ελεύθερος να ζήσει!
Κάνε γλυκειά μου Παναγιά,ένα θαύμα να γίνει,
και στην ψυχή τους σκόρπισε μόνο την καλωσύνη.
Κάνε γλυκειά μου Παναγιά,ένα θαύμα να γίνει,
πολέμους και σκοτωμούς ποτέ μην ξαναγίνει.
Ειρήνη θέλουμε !Ειρήνη ζητούμε!Ειρήνη σε όλο τον κόσμο!

ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΘΑ ΝΙΨΕΙΣ; / Ανδρέου Ειρήνη


Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΑΕΙ ΟΛΟΤΑΧΩΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ
ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΠΙΛΑΤΕ
ΘΑ ΤΑΣ ΝΙΨΕΙΣ ;
ΠΟΥ ΟΧΛΕ ΠΟΥ ΑΝΑΦΩΝΟΥΣΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ
ΛΗΣΤΕΣ ΚΑΙ ΨΕΥΤΕΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΝΑ
ΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ;
ΠΟΥ ΦΑΡΙΣΣΑΙΕ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕΣ ΓΙΑ ΘΕΟ
ΤΗΝ ΟΨΙ ΣΟΥ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΝΑ ΝΙΨΕΙΣ
ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΕΛΩΝΗ ΔΟΛΟΦΟΝΕ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ
ΠΟΥ ΟΛΟ ΤΟ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΒΡΩΜΟΥΣΕ ΑΠ' ΤΗΝ ΣΗΨΗ ;
ΚΙ ΕΣΥ ΠΟΥ ΟΛΗ ΤΗ ΓΗ ΤΗΝ ΗΘΕΛΕΣ ΔΙΚΗ ΣΟΥ
ΚΙ ΑΦΑΝΙΖΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ , ΚΡΑΤΗ ΑΔΙΑΦΟΡΩΝΤΑΣ
ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΝΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ
ΜΑ ΤΗΝ ΝΕΚΡΗ ΜΑΝΟΥΛΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΙΝΑΝ
ΞΕΨΥΧΩΝΤΑΣ
ΑΜΑ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΓΗ ΕΣΥ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΑΧΤΗ
ΚΙ ΟΎΤΕ ΠΙΑ ΔΕΝΤΡΟ ΟΥΤΕ ΣΤΑΡΙ ΘΑ
ΦΥΤΡΩΝΕΙ
ΝΕΚΡΑ ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ ΦΩΤΙΑ ΚΙ Ο ΜΠΑΤΗΣ
ΚΙ ΟΥΤΕ ΠΟΥΛΙ ΓΙΑ ΝΑ ΛΑΛΕΙ ΝΕΚΡΌ ΚΑΙ
Τ ΑΗΔΟΝΙ
ΛΙΓΟ ΣΤΟΧΑΣΟΥ : ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΤΟΥΤΟ ΔΩ
ΕΧΈΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΠΑΙΔΙ ΚΆΙ ΜΆΝΑ ΚΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ
ΦΑΕ ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΙΕΣ ΤΟΝ ΜΑΥΡΟ
ΤΟΝ ΧΡΥΣΟ ..
ΚΑΙ ΝΙΨΕ ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΟΥ
Το μόνο ποίημα της ποιήτριας με κεφαλαία .. γράφτηκε σε λίγα λεπτά μα με πολλή πονο
κι οργή για την ΚΑΤΑΝΤΙΑ μας σαν ανθρωπότητα και σαν πολιτισμός ...

Κάμπιες / Κατσιαντώνης Κυριάκος


Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Σάββατο βράδυ / Ελένη Σωφρονίου Στρατή


Σάββατο βράδυ κι είναι έρημοι οι δρόμοι
ο ταξιτζής, σβήνει τα φώτα στο κενό
κι εγώ κρατώντας μες στην τσέπη μια συγνώμη
χάνομαι πίσω απ’ του τσιγάρου τον καπνό.
Φιλιά πεσμένα στο απέναντι παγκάκι
ήρθες δεν ήρθες, ούτε ξέρω να σου πω
μ’ αν όλα χάνονται και μένει η αγάπη
εγώ για άλλη μια ζωή θα σ’ αγαπώ.
Σάββατο βράδυ και μαζεύω τους χειμώνες
ήρθες δεν ήρθες, εγώ έμεινα εδώ
σού ‘χω φυτέψει στη γωνιά δυο ανεμώνες
και καρτερώ λίγο τα μάτια σου να δω.

Αν κάποτε / Ελένη Σωφρονίου Στρατή


Αν κάποτε με θυμηθείς, μην κλάψεις.
Μονάχα σφίξε στην παλάμη σου
εκείνο τ’ άσπρο τριαντάφυλλο
για να ποτίσεις με το άρωμά του
τον λυγμό του καιρού.
Αν κάποτε με λησμονήσεις, μη λυπηθείς.
Μονάχα σκύψε κι αφουγκράσου
την κυματίζουσα φωνή
που σκαρφαλώνει
στις κρυφές παρυφές της ψυχής σου.
Αν κάποτε θελήσεις,
κάτι από σένα για να δεις
κοίτα το φως που ρέει
μέσα απ’ τα όρη των ματιών μου.
Είναι αυτό που μού εχάρισες
για να ανάψω τον έσπερο
και να γεμίσω με τη λάμψη του,
τις στέρνες τ’ ουρανού.

Κάποτε... / Ελένη Σωφρονίου Στρατή

Κάποτε,
ένα πουλί με ρώτησε
γιατί είμαι λυπημένη
κι εγώ γλυκά το κοίταξα
στα μάτια και του είπα:
Κι αν λάμπει ο ήλιος το πρωί,
το βράδυ το φεγγάρι
κι αν τραγουδούν χίλιες χαρές
πάνω στο μαξιλάρι,
άμα σου λείπει μια φωνή
μες στις λαλιές τού κόσμου,
όσες φωνές κι αν τραγουδούν
δεν τραγουδούν εντός σου.
Γλυκά κι αυτό με κοίταξε
κι άνοιξε τα φτερά του.
Πήγε εκεί που τραγουδά
κι ακούγεται η λαλιά του.

Κραυγή σιωπής / Ελένη Σωφρονίου Στρατή


Αν δεις αχνάρια της φυγής πα’ στο βρεγμένο χώμα
σκύψε και μέτρα τις φορές πού ‘ρθα για να σε βρω
κι αν δεις λόγια που μάραναν μες στο στεγνό μου στόμα
σκέψου πόσο σε δίψασα, με δίχως να σε πιω.
Μη λυπηθείς που βούρκωσα κι είναι θλιμμένη η ώρα,
μη λυπηθείς που περπατώ σε πέτρινα καρφιά
κι αν η χαρά μου σκάλωσε στης θλίψης την αιώρα
μην περπατήσεις δίπλα μου μέσα στη συννεφιά.
Μον’ να κρατάς το χέρι μου την ώρα που κοιμάμαι
την ώρα που ‘χει η θωριά τα μάτια της κλειστά
έτσι για πάντα θα μπορώ, ήλιο να σε θυμάμαι
ακόμα κι αν του κόσμου μου τα φώτα, θαν’ σβηστά.