Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Πλάνε μου νου / Ανδρέου Ειρήνη


Δύσβατος ο δρόμος των καλών και των αθώων
σπαρμένος με ζιζάνια, παράσιτα κι αγκάθια..
Το χώμα αναταράζεται απ' τις κραυγές ηρώων ,
προνομιούχοι της ζωής της γης τα κατακάθια.
Πλάνε μου νου σαν τι θαρρείς πως κάνεις στη ζωή σου
που την αλήθεια διαλαλείς σε ένα κόσμο ψεύτη ;
Μες σε ντουβάρια χάνεται και σβήνει η ποίηση σου,
πλούτη και δόξες και τιμές πάνε στον κάθε κλέφτη.
Γράφε γι' αγάπες κι έρωτες, για ηδονές που αρέσουν,
γι' αστέρια και χρυσόσκονες , δεν βλέπεις πως "πουλάνε";
Κάλμαρε πια κι αν έρθουνε φέσι να σου φορέσουν
ράντισ΄ το με χρυσόσκονη κι όλα "καλά" θα πάνε.
από το βιβλίο  “Φτου μας... με αγάπη” 

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Γερμασοίτης Βάσος (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε την 5 Ιανουαρίου 1907. Κατάγεται από την Γερμασόγεια της Επαρχίας Λεμεσού.  Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση το 1932 και για περίπου είκοσι χρόνια εξέδιδε τα ποιήματά του.Η τελευταία του ποιητική συλλογή εξεδόθη το 1952. Όλες του οι ποιητικές συλλογές είναι γραμμένες στην Κυπριακή Διάλεκτο.
Έγραψε συνολικά 339 ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο, με εξαίρεση 7 από αυτά που είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα.
Απεβίωσε σε ηλικία 57 χρονών στο Πέρα Χωριό - Νήσου, την 28η Αυγούστου του 1967.



Ποιητικές Συλλογές 


«Τα πρωτοβρόσια» : 1938.
«Αστραπές τζιαί τραμουντάνες» :1939.
«Γιατί σιερούμαστιν» : 1940.
«Που την μιάν μερκάν στην άλλην» : 1942.

«Πόλεμος- Πόλεμος» 1944
«Πάνω χαρά μας» : 1945.
«Στο ποσσίος του Λαωναρκού» :1946.
«Όπου καλόν καλλύτερον»: 1952
«Όσα ξαίρω τζ'όσα ακούω»: 1952
«Λόγια της νύκτας» :1952.


περισσότερα: http://www.perachorio-nissou.org.cy/el/page/vasos-germasoitis

http://plouroutziatis.blogspot.com/2011/09/blog-post.html

ΓEPAMATA / Γερμασοίτης Βάσος



- Άτε Γιωρκή, ποσπάζου, τζαι ποστάθηκα!
Πόσην ώρα να σ’ έχω πανωθκιόν μου
τζαι χάννομεν τον ύπνον μας έτσ’ άδικα;

- Εν ι-μπορώ, λυπήθου με, τζαι μεν λάμνεις,
εντζ’ είμαι στρούθος βίρα μάνι μάνι!
-Έπαρε πομονήν, πελλάρες μεν κάμνεις,
πέρκι τα καταφέρω γιάλι γιάλι.

- Άτε Γιωρκή, ποσπάζου, δε τες πλήξες σου,
δε το ζευκαλαδκιόν σου, τα χτηνά σου,
δρώννεις, ξιδρώννεις, τρέχουσιν οι μύξες σου,
επέλλανες τωρά στα στερινά σου!

Έι, Στυλλού, κοντεύκω, περιποίθου με,
κλώστου τζαι σου, τα μαύρα, νακκουρούιν,
μιαν ώραν που σ’ ερκάστηκα, λυπήθου με,
τέλεια μεν κάμνεις ούλα το μωρούιν...

Έτσι λοής, που κάτω που το πάπλωμαν
ο γέρος τζ’ η γερόντισσα σσωτζιούνται,
τζ’ άλλον που των ρούχων κάμποσον μάκκωμαν
εν κάμνουν τίποτ’ άλλο τζαι τζοιμούνται!

Γέρημα νειάτα! Πάτε τζ’ εν ι- στρέφεστε,
τζαι πίσω σας γεράματα κλουθούσιν.
Τον γέρον τον φτωχόν εν τον ι - σκέφτεστε,

τα κκέφκια του που θέλουν να γενούσιν;

Βάσου Γερμασοΐτη, “Για την γλώσσα μας”

«Έσιει πολλούς που θαρκούνται πως άμα συντυχάννουν την γλώσσαν του τόπου τους, τη συνηθισμένην, την ίσιαν,την γλώσσαν του τζυουρού τους, πως εν νεν’ευκενείς τζαι γυρεύκουν πα’στην κουβένταν τους ν’ανακατώνουν λόγια που, έν’ ο λόος που λαλεί, κοντά μας εν έχουσιν σκέσην κουτσίν! Πά’ ς τούτον ππέφτουν έξω πολλά. Έν’ το μεαλλύττερον λάθος που μπορεί να ένει. Εγιώνη έντζ’ είμαι κανένας μεάλος άδρωπος να φουμιστώ πως τα ξέρω ούλλα, αμμά το σωστόν ένι να πασκίζουμε πάντα μας, τζι’ έσσω μας, τζι’ έξω μας, μακάρι νάν’ τζι ομπροστά στον βασιλέα, να συντυχάννουμεν την γλώσσα μας, την γλώσσαν του τζιουρού μας, τζαι να μεν θαρκούμαστιν πως είμαστιν χωρκάτες τζαι να το λοαρκάζουμεν αντροπήν! Όι ! Καθένας με τον τόπον του. Γιατί να μαχούμαστιν με τα ξενικά, αφούτις εν είμαστιν περατιτζοί. Μέλλιμον η γλώσσα που την συνηθούν τζαι συντυχάννουν την πουτζείθθε έν καλλύττερη που την δικήν μας; Εν πιστεύκω. Τζαι γιατί να πά’ να κάμω έξω, μες τες περασιές, έξι μήνες, έναν γρόνον, τζι ύστερις, ότι πον να στραφώ, να κάμνω πως εν γυρίζ’ η γλώσσα μου τζαι να νεκατώννω λόγια πασανάκατα; Τζείνοι που τα κάμνουν έν’ φουμιστήες τζαι φαντασμένοι.

Η γλώσσα μας, η τζυπριώτιτζη, έν’ η μόνη που έν εξηάστηκεν ύστερις που τόσα βασίλεια που ρέξαν που την Τζύπρουν, πριν τόσα τζαι τόσα γρόνια. Έν η γλώσσα η αρκαία, η ελληνική, τζείνη που συντυχάνναν οι πρωτινοί τζαι πρέπει να την συνηθούμεν ούλλοι μας. Εγιώνη, τον τζαιρόν που’ μουν έξω, όπου έθθεν να πάω να ψουμνίσω, για να κάμω, για να φκιάσω, πρέπεν ν’ αρκέψω τζείνην την γλώσσα μου την γλυτζιάν (του τόπου μας δηλαδή) τζαι να τους κάμνω τζείνους πον εγκαταλαβαίννασιν να γυρεύκουν δραομάνους για να μου συντύχουν.

Έτσι έν’ το σωστόν, καλό! Ποττέ μου εν εξενοσύντυχα παφής επάτησεν τον πόιν μου ποδώθθε.


Τα ποιήματα μου έν’ ούλλα γεμάτα ζωήν τζαι θέμαν του χωρκάτη πόν’ η ρίζα τζι η βάσις ούλλου του τόπου μας».

ΣΑΝ ΛΑΜΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ / Γερμασοίτης Βάσος



--Σύρτου κοντά, γεναίκα, να κουρρώσομεν,
που κά΄στο πάπλωμα να σκουλλιστούμεν,
να ππέσομεν κοντά κοντά , να βράσομεν,
τζι΄αλόπως πόψ’ εν’ νύχτα μας, θαρκούμαι.

Καλό, να βρέξει∙ να σιονίσει κάμποσον∙
να σάσουν τα χτηνά μας, τα σπαρμένα∙
ν΄αλλάξει τζι ο τζιαιρός μας νάκκον, ώσποσον
να τρώμεν τα ψουμιά τα κλιθθαρένα!

΄Ωσπου ακούαν των νερών τζιαι λάμνασιν,
ο γέρος ο Πολλύς τζι η Αρετούσα,
περίτου μές τα ρούχα ετρυπώννασιν
τζιαι μάχουνταν τζι οι δκυο τζιαι σκομαχούσαν.


Εφύσαν ο αέρας εμουγγάριζεν,
έστραφτεν, επουμπούριζεν καπάλιν,
ο γέρος την γερόντισσαν αγκάλιαζεν
τζι ήταν χαρά του πλάστη μου μεάλη.

Ετρέχαν οι χολέτρες πά΄στα δώματα∙
εγένουνταν σιειμάρροι γιάλι άλι,
τον πλάστην εδοξάζαν τόσα στόματα
οι γέροι…..ερογχαλίζασιν καπάλιν.

Είντα καλά να ππέφτεις τζιαι να μάχουνται,
να λάμνουν τα νερά, τ ΄ανεμοβρόσια!
Τα βάσανά τζιοι κόποι σου ξηάνουνται,
τζιας είσαι βουττημένος μές΄την φτώσειαν.



Του Γληόρη Αυξεντίου

του Δημήτρη Γενεθλίου 

Ένας λεβέντης Έλληνας, της Κύπρου που τη Λύσην,
επλάστηκε να πολεμά, π’ Ανατολήν ως δύσην.

Πολέμαν για ιδανικά, αξίες τζαι έναν τάμαν.
Τάμαν που ‘τουν αιώνιον, Ένωσην με την μάναν.

Με την Ελλάδα μάνα μας, είχαμεν ποθημένον.
Να κάμουμε την Ένωση, πράμαν ευλοημένον.

Έτσι ο Γληόρης έβκηκεν, στου Μασχαιρά τα όρη.
Τζαι φώναξεν περήφανα, Κύπρος Λεβεντοκόρη.

Ένας προδότης είδεν τον, στο σπήλιον του που μπαίνει.
Τζαι επήεν τζαι μολόησεν, εφτείς παμόν δεν παίρνει.

Οι σχύλλοι τον εβρήκασην, εις το κρησφύγετον του.
Τζι είπαν του να παραδοθεί, τζαι έπκιαν τον ο θυμός του.

Εθύμωσεν τζαι είπε τους, όπως τον Λεονίδαν.
Μολών Λαβέ τζαι έσυραν του, μιαν χειροβομβίδαν.

Πρώτα ετραυματίσαν τον, τζι ύστερα αποφασίζουν.
Αφού εν παραδώννετε, λαμπρόν του πυρκολίζουν.

Έκρουσαν τον τζαι έκαμαν τον, κάρβουνον τον Γληόρην.
Αμμα έφυεν περήφανος, για των ηρώων πόλην!

Τζαι που ψηλά τωρά θωρεί, την Κύπρο σκλαβωμένη.
Που τζείνος εσκωτόθηκεν, για να ‘ν’ λευτερωμένη. 


Τα κόκαλα του τρίζουσην, που βλέπει τα κακά μας.
Που βλέπει πως εχάθησαν, τζειν’ τα ιδανικά μας.

Πολέμησες σκοτώθηκες, για μιαν ελευθερίαν.
Τζαι τούτοι σε προδώννουσην, με μιαν ομοσπονδίαν.


[γιεμαν αν θελεις πλαστη μου ] / κωστας τριγγης

γιεμαν αν θελεις πλαστη μου
δακρυ για να σιονωσης
γι, αν θελεις παλε τουντη γη
μια νυκτα να την λιωσης
δωκε μας μιαν πουκουππα μας
τα πλασματα να νιωσουν
ο νους μας περκι κατεβει
ουλοι τζιαι μετανιωσουν
ουλοι να καταλαβουμεν
κανει πιον αλλα λαθη
ο κοσμος θα καταστραφει
που τα δικα μας παθη

Ψευδαίσθηση / ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ


Πάτησε τη σκανδάλη
Η σφαίρα καρφώθηκε βίαια στο στήθος
Ένας γδούπος συνόδευε την πτώση του στο πάτωμα 
Έσκυψε από πάνω του
Μετρώντας τις ανάσες της ψυχής
Καθώς έβγαινε από τα χείλη
Άφησε ένα φοβισμένο χαμόγελο
Να αναρριχηθεί στο σκοτεινό πρόσωπο του
Έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στην ανθισμένη μπουκαμβίλια
Που στόλιζε τον ερειπωμένο τοίχο της αυλής
Σκούπισε με ένα μαντίλι
πρώτα τον ιδρώτα που αυλάκωνε το μέτωπό του
Και μετά τα αποτυπώματα του
απ’ το όπλο που ξέρασε το θάνατο
Αφήνοντας το δίπλα απ’ το άψυχο σώμα
Είχε την πεποίθηση ότι με αυτό τον τρόπο
θα μπορούσε να ξεγελάσει τους ανακριτές
και ο φόνος να μετονομαστεί αυτοκτονία
ακόμη κι αν κατάφερνε κάτι τέτοιο
θα μπορούσε όμως ποτέ να ξεγελάσει τον εαυτό του
έστω κι αν αύριο οι εφημερίδες έγραφαν για αυτοκτονία
ακόμη κι αν η υπόθεση έκλεινε με μια απλή κηδεία του «αυτόχειρα»
-χωρίς την εξόδιο ακολουθία-
τίποτα πια δεν θα ήταν για το ίδιο όπως και πριν
όσο κι αν η συνείδηση του είχε νεκρώσει από καιρό
κάπου τις νύκτες που γεννούν φαντάσματα οι φωνές του αίματος υψώνοντας ένα αδιόρατο τείχος θα εγκλώβιζαν αβίαστα τη ζωή του

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Κυπρένια: Ποιητική Συλλογή της Άντριας Γαριβάλδη που εκδόθηκε το έτος 2001


Κυπριένια


Κόρη θλιμμένη
με τ' ανέκφραστο χαμόγελο,
κόρη της Αφροδίτης
χαμηλοβλεπούσα,
με τα μακριά πλοκάμια των μαλλιών,
τα γαλανόξανθα,
που δέρνουνε το πέλαγο
και στεφανώνουν τ' ονειρένιο πρόσωπό σου
Αροδαφνούσα.
Κόρη με το σφιχτό παλμό
και τη γλυκιά μορφή τ' αγγέλου,
μοιάζει αβάσταχτος
στο λήθαργο ο πόνος σου,
χλωμή εικόνα Παναγιάς
κερένια.

Κρατήσου
λαβωμένη καλλονή
μην απελπίζεσαι
και τα παιδιά σου
θα γυρίσουν πάλι,

έρχεται ο γιος του ήλιου
να σε βρει
να σου χαρίσει τα κλειδιά
της λευτεριάς,
τα ζαφειρένια...

**
Μέρα κατοχής

Είκοσι Ιούλη , μέρα φοβερή,
άδοξη ώρα που 'γινες χολή,
κλεμμένη εικόνα, σπασμένο γυαλί,
κόσμος ακόμα σκληρός σαν καρφί.
Είκοσι Ιούλη, μέρα τρομερή
μισή ψυχή, μισή φωλιά η γη,
δίχως τον άντρα, χαμένο παιδί,
είκοσι πίκρες θωρείς σκυθρωπή.

Σφίγγεις στα χέρια την τόση ντροπή,
άδεια γωνιά, μισή καρδιά κι αυτή
σε ξένους δρόμους πλανιέσαι σκυφτή,
σέρνεις θυσίες κι αιμορραγείς.

Πέτα τη ματωμένη σου ποδιά,
χρωστάς λίγο αέρα στα πουλιά,
μια φούχτα χώμα στα μικρά παιδιά,
τα χείλη ας φωνάξουν λευτεριά.

**

Αυτοί που έφυγαν
Στους αγνοούμενους της Κύπρου

Έφυγαν, χάθηκαν
άπειροι νιοι
και μεστωμένοι θεριστάδες
που το ντουφέκι έτρεμε
στα πυρωμένα τους χέρια.
Ορφάνεψε ο τόπος μας
από πατέρες και μοναχογιούς.
Βαθιά κοιμόνταν τα νεογέννητα
κείνο το χάραμα του άδοξου Αλωνάρη,
μα των μεγάλων τα παράθυρα της όρασης
σαν από καύσωνα σπαρτά καμένα
μαραθήκανε
απ' το ξενύχτι, περιμένοντας.

'Aστραψε κάποτε η αυγή
στου μαχαιριού την κόψη
κει που μας θέριζαν τα τανκς
κι άπλωσε η μέρα οργισμένη
την απορία ατέλειωτη
στις πονεμένες μορφές τους.

Χάιδεψε τ' άγουρα μάγουλα δειλά
κείνο το ξύπνημα,
κατακαλόκαιρο του '74.

Γεμάτα τα καράβια ήρθαν
στρατιώτες ξένους φορτωμένα,
αρματωμένους για σφαγή.
Γεμάτα πάλι ξανάφυγαν
με δικούς μας, αιχμαλώτους.

Πού να τους πήγαιναν;

Ανήσυχα εμείς την αγωνία τρέφαμε,
μουστακωμένους να τους δούμε να γυρίσουν
περιμέναμε την άνοιξη .
Αργότερα, θαρρούσαμε
πως θ' αντικρίζαμε τον ήλιο μελαψό στα μέτωπά τους.
Κι ύστερα, το φθινόπωρο
η πιο στερνή ελπίδα σπίθιζε τρεμοσβήνοντας
ανάμεσα στ' αστέρια.
Μ' αυτοί αμίλητοι,
από ψηλά φρουρούσανε
τη μοιρασμένη μας πατρίδα!

Σήμερα πάλι ξύπνησε εφιαλτικότερη η ζωή
μπροστά στο ξεβαμμένο παραθύρι μας.
Η παγωμένη ώρα του καιρού
νοσταλγικά ζωντάνεψε τις καδρωμένες φωτογραφίες
μπρος στην οθόνη της κουρασμένης μνήμης.

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα;
Στα καταναγκαστικά έργα του αιώνα τι γυρεύετε;
Ποιες άχαρες στιγμές,
ποιες αμαρτίες σάς κρατούν στο σκοτάδι μόνους;

Κι εσένα Μιχάλη ,
ποιος θα σε χαιρετήσει
τώρα που σε φωνάζουνε Μεχμέτ;
Της μάνας το μήνυμα ποιος θα σου δώσει;
Τι θες να πούμε στο μωρό που μεγαλώνει,
στο πονεμένο παιδί
που τον πατέρα ονειρεύεται
κάθε βραδιά;

Πώς να σας κλάψουμε παιδιά μας;
Τον άδικο χαμό πώς να θρηνήσουμε,
που έσβησε η ζωή στο πέρασμα των χρόνων;
Ποιους τάφους πρέπει να στολίσουμε;
Σε ποιους βωμούς να στείλουμε θυμίαμα;
Ζείτε;
Ή σταυρό πρέπει να στήσουμε τάχα;

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα,
στα καταναγκαστικά έργα του Εικοστού αιώνα
τι γυρεύετε;

Εσείς που φύγατε
άπειροι νιοι ...
και μεστωμένοι θεριστάδες,
η πιο ιερή ανάμνηση της πατρίδας,
ζήσατε κάποτε για μας...
και ζείτε!

**
Πόθος

Έτρεξε η μνήμη μακριά
κει που το χώμα πρωτο-
φίλησε και γεύτηκε,
μα ήρθε ο πόνος να τη σταματήσει.
Τραγούδησε τον ήχο στον παλιό ρυθμό...
τόσο γλυκό, τόσο γλυκό είναι τ' όνειρο!

Να 'μενε κει για λίγο, να 'βρισκε δυο γιασεμιά
σαν τα δικά της που μαράθηκαν στα ξένα,
να της κρατούσαν συντροφιά...

Το μονοπάτι γνώριμο, δεν άλλαξε,
αμέτρητες χαρές που το στολίζαν κάποτε,
νιώθει όμως τώρα άγνωστες σκιές
πίσω απ΄ τα δέντρα να παραμονεύουν.

Είναι πολλές οι θύμισες, είναι κραυγές,
παλιές ζωές π' ακόμα αναπνέουν.
Το σπίτι, τα λουλούδια στην αυλή,
φυλακισμένα, άδεια, σιωπηλά,
κουβέντες παιδικές γυρεύουν.
Κράτα τα, κράτα τα βαθιά,
μην τα προδώσεις.

Περπάτησε το μονοπάτι στα μισά
μα ξαφνικά συννέφιασε το βλέμμα
κι ήρθε βροχή και θόλωσ' η ψυχή.

Έπεσε, φίλησε τη γη
και σμίξανε μ' ευλάβεια
τα χέρια με το χώμα.

Σαν έγειρε η μέρα στη στροφή
χάθηκαν όλα, τέλειωσε και τ' όνειρο,
έσβησε ο πόθος κι έμεινε
η πίκρα!

**

Το παλιό σχολειό

Στους παλιούς συμμαθητές
του Β' Γυμνασίου Μόρφου
Ήρθα ξανά
στα σκαλοπάτια σου μπροστά
και μπήκα στο διάδρομο, το βορινό, αλαφροπατώντας,
στις πόρτες φαίνονταν ακόμα χαραγμένα
αποτυπώματα εφηβικών ονείρων,
είδα στους τοίχους τις μισοσβησμένες λέξεις της αγάπης
και μέσ' απ' τα τεράστια παράθυρα να σαλεύουν
φιγούρες των παλιών συμμαθητών.
Είδα τη βρύση που έβρεχε
τα μέτωπά μας τα καυτά τα μεσημέρια
κι άκουσα τη φωνή του τζίτζικα
μες στα φυλλώματα της ακακίας.
Τη γνώριμη αυλή σεργιάνισα με τα ψηλά τα κυπαρίσσια,
και τις κρυφές γωνιές
που ίσκιωναν την τρίφυλλη καρδιά τ' αηδονιού.

Στην αίθουσα καθηγητών
όλοι παρόντες,
ετοίμαζε το λόγο της Πρώτης τ' Απρίλη
ο κύριος Γυμνασιάρχης,
κι ο γέροντας ο κουδουνάς
με τη βαριά του την κουδούνα
έκοβε βόλτες πάνω κάτω.

Ήρθα ξανά
στο χώρο της συγκέντρωσής μας
κι απάγγελνε η μαθήτρια με το γαλάζιο γιακαδάκι
"καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας..."
και τα μαλλιά ανεμίζανε στην αύρα.

Απομεσήμερο,
και το κουδούνι χτύπησε για χωρισμό,
έξω απ΄ το κάγκελο αράδα κάθονται τα μαθητούδια
κουβέντα κάνοντας για το παιγνίδι
και για τη μελέτη,
στη στάση του λεωφορείου γνέφοντας
μπροστά στο Δεύτερο Γυμνάσιο Μόρφου ,
κάτ' απ΄ το βλέμμα του Λουκή Ακρίτα .

**

Από τη Μόρφου στη Μελβούρνη

Από τη Μόρφου ήρθε ένα γράμμα,
γραμμένο με μελάνι που μυρίζει ανθό και θάλασσα...
Πόλη μικρή, νύφη παρθένα,
πρωτοβγαλμένη,
στα χέρια βάρβαρων,
παρασυρμένη και ξεβαμμένη.

Οργή σε ζώνει
και σου ξεσκίζει τα νυφικά,
καημός σε ψήνει
σαν πυρετός και ψυχής γροθιά.

Μες στα στενά σου
δεκαεξάχρονοι χάθηκαν φίλοι,
στο κλήμα λιώνει,
σαν το μαράζι σου,
το ζαχαρένιο γλυκό σταφύλι.

Ο δρόμος ίσιος,
περνά μπροστά απ' τον 'Aη-Γιώρκη ,
μικρά κεράκια, σβησμένα αστέρια,
σαν κούφιοι κόκκοι.

Φονιάδες μαύροι
παραμονεύουν κάθε καντούνι
και δραπετεύουν
σαν εφιάλτες μες στη Μελβούρνη.

Καινούργια όνειρα
σ' άλλο μπαλκόνι,
ένας αιώνας κι ένας κυκλώνας
σε περιζώνει.

Ένα περβόλι
και μια ιστορία που ζωγραφίζει
τη φύση όλη
και τη ζωή σου την ξεφυλλίζει.

Μιας άλλης χώρας
μαντήλι άσπρο τώρα κουνάς,
και σεργιανίζεις μες στη Σουάνστον
κι όπως γερνάς...

γράφεις στο δρόμο τα περασμένα
και προσπερνάς-
"συ ξένη πόλη παρηγορήτρα,
δε με κρατάς".

Aντρια Γαριβάλδη (βιογραφικό σημείωμα)



Η 'Aντρια Γαριβάλδη γεννήθηκε το 1958 στην Κάτω Ζώδια της Κύπρου. Μετά την Τουρκική εισβολή στο νησί το 1974 η οικογένειά της ακολούθησε τον δρόμο της ξενιτιάς καταλήγοντας στην Αυστραλία. Είναι εκπαιδευτικός ,ζει και εργάζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη μετάφραση.  Γράφει σε έμμετρο και ελεύθερο στίχο, ενώ έχει γράψει ποιήματα και στην Κυπριακή διάλεκτο. Έργα της  έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες στην Ελλάδα, Αυστραλία, Αμερική και Κύπρο.



Έργα της:

·         "Ανάπλευση" - Τετραλογία, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη 1996

·         "Κυπριένια" 2001 Βραβείο  από το Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου στην Κύπρο
στην κατηγορία της ποίησης για νέους.

Ηλιοβασίλεμα / Άντρια Γαριβάλδη



Γλύκανε ο ήλιος
κι έπεσε να κοιμηθεί
στο προσκεφάλι της νυχτιάς.

'Επεσαν οι σκιές
κι αντάμωσαν
της γης σημάδια.

Του καταχείμωνου
οι ηλιαχτίδες λιγοστές
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα,
τρελλά λυχνάρια.

Κι εγώ
θαυμάζω
το βασίλεμα
μιας μέρας...

Εποχιακό / Άντρια Γαριβάλδη



Αν έχεις κουραστεί να ψάχνεις
για χαμόγελα στην άμμο
αν πια βαρέθηκες επίμονα ν’ αναζητάς
στο φύλλωμα της βουκαμβίλιας
την ανταύγεια της άνοιξης
τώρα που το ξεδιάλεγμα των αστεριών
έγινε ψίθυρος τ’ ανέμου
και το φθινοπωριάτικο στρωσίδι των φυλλοβόλων
χρύσισε την όραση
άπλωσε τις παλάμες σου στον ήλιο
ατένισε το άπειρο
κι αναλογίσου την αυγή του αύριο
που θα ‘ρθει φρέσκια
και βαμμένη με καινούργια όνειρα,
όνειρα που θα διώξουν ό,τι απόμεινε
απ’ το κρύο του χειμώνα.

Άντρια Γαριβάλδη


2/ 2012

Περιμένοντας / Άντρια Γαριβάλδη



Ότι κι αν να πούμε το κακό έγινε πριν τόσα χρόνια!

Ότι και να πούμε
το πρωτοβρόχι εξακολουθεί να πέφτει αβέβαιο για τον προορισμό του,
σ’ ένα κήπο που ποδοπατήθηκε άγρια
και σφραγίστηκε με τ’ αχνάρια ξενικών επισκέψεων.

Ότι και να πούμε
το δέντρο ακόμα περιμένει στην πλατεία να ποτιστεί απ’ το χέρι το δικό μας.

Γι αυτό,
ας βιαστούμε να ξαναστολίσουμε την επόμενη άνοιξη
τον Επιτάφιο στην πικραμένη εκκλησιά.
Για ν’ αντηχήσει στον αυλόγυρο της
το τραγούδι των μελισσών.

Ότι και να πούμε
αυτά που θα πούμε όταν ανταμώσουμε στο σταυροδρόμι των αναμνήσεων
θα είναι μόνο λόγια παρηγοριάς, για μας και για σας.

Και όλα αυτά θα γίνονται…                                   
περιμένοντας ακουμπισμένοι στην πλάτη της θάλασσας !


Η Τριλογία του Νόστου / Άντρια Γαριβάλδη



 χάθηκα
Νύχτωσε πάλι
στον ξένο τόπο,
χάθηκα σέρνο-
ντας τόσο κόπο.
Ύπνος ποτέ πια
δε με παίρνει,
κάποιος ή κάτι
με περιμένει...

έρχομαι
Έρχομαι πάλι
λευκό ακρογιάλι,
ζεστή φωλιά μου
χαρά η καρδιά μου.
Χρόνια σου λείπω
σε ξένο κήπο,
δρόμοι παλιοί μου
πατρίδα, γη μου.

Γυρνώ και πάλι,
λευκό ακρογιάλι,
μια καλημέρα
του πόθου μέρα.

Φιλώ τ΄ αγέρι
της μοίρας ταίρι
κι έρχομαι πίσω
να ξαναζήσω...

Δρόμοι παλιοί μου,
πατρίδα, γη μου,
ήρθα κοντά σου,
πάλι δικιά σου.

πάλι σ' αφήνω
Ήρθε η ώρα
πάλι σ΄ αφήνω
μικρή πατρίδα,
τυραννισμένη.
Στερνή αγκάλη,
μακρύ ταξίδι,
με περιμένουν
στην άλλη γη.

Μια χούφτα χώμα,
δροσιά απ΄ τα σπλάχνα
κέδρινου δάσους,
αυγής πνοή.

Αγριολούλουδα,
κρίνα, λαλέδες
λίγο απ΄ το δυόσμο,
βασιλικό,

χλωρό θυμάρι,
πατρίδα δώσ' μου,
να το κρατήσω
για φυλαχτό...

Δυο τρία κοχύλια,
βράχια πολύχρωμα,
βότσαλα άσπρα
πρασινωπά.

Θάλασσα, αλμύρα,
βαθιά, γαλάζια,
κρύσταλλα κόκκινα
και καφετιά.

Πρόσωπα γνώριμα
αγαπημένα,
σπίτια κατάλευκα,
ζεστός καφές,

ψωμί χωριάτικο,
φωτογραφίες,
γλυκά χαμόγελα,
ήρθα και χτες.

Λίγο απ΄ το δυόσμο σου
κρίνα, λαλέδες,
χλωρό θυμάρι,
βασιλικό.

Ό,τι έχεις δώσ' μου
μικρή πατρίδα,
ό,τι έχεις δώσ' μου
για φυλαχτό.