Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Μικρές του Πανός ιστορίες του Κωνσταντίνου Στυλιανού. 2009

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ

Κάθε πρωί που ξυπνάει, κοιτάζει την Ανατολή. Το ταξίδι αρχίζει.
Ο ήλιος ανεβαίνει και φωτίζει την πόλη του.
Ο Κόσμος το, ακόμη στο σκοτάδι, διώχνει τη θολούρα από την αδιαφορία.
Η Λεμεσός ακούει...

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Το καράβι του Ιάσωνα ψάχνω, στα άδυτα του κόσμου σου να μπω.
Με μάτια τοξότη στον ύπνο σου βόλτα θα κάνω,
χρυσόμαλλο δέρας στα πόδια σου
και ένα τριαντάφυλλο από τους κήπους του Πέραν
στο στήθος σου θα αφήσω.

ΣΗΜΕΡΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΔΩ

Έκλεισα το στόμα μου πολλές φορές να κρύψω τις αντιθέσεις.
Στο δρόμο άνοιξα τα μάτια γυρεύοντας τις σκέψεις,
που τις κρατούσες εσύ.
Και όταν τις βρήκα, τις τακτοποίησα, για να τις κρύψω από σένα.
...

ΜΙΑ ΛΕΞΗ

Μία λέξη θα ΄φτανε να δώσει παράταση στο τέλος.
Μια λέξη θα ΄φτανε να φωτίσει τον κόσμο.
Θά ΄φτανε να κρατήσει τη ζωή.
...
Αντίσταση στη καθημερινή κατοχή,
ανάγκη διαμαρτυρίας στη σιωπή, στον πόνο του εγωισμού
που ξεσκίζει τη ζωή

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Σe είδα χτες βράδυ…
Τα μάτια, τα μαλλιά, τα δάχτυλα…
μία φιγούρα από το μέλλον να κινείται μπροστά μου.
O καπνός απ’ τα τσιγάρα  έπαιζε άσκημο παιγνίδι.

ΤΙΜΙΟ ΔΩΡΟ

Τώρα κρατώ την εικόνα σου στο μυαλό μου.
Την κουβαλώ μαζί με τα πολύτιμα δώρα της ψυχής μου. Κρατώ  την εικόνα σου. Σαν αέρας δροσερός πού φέρνει το πρωί , σαν το πρώτο φως του ήλιου, σαν το φως των αστεριών…..

ΤΕΛΟΣ

Το τελευταίο τέλος πνίγηκε στο φως της τελευταίας ατέλειωτης νύχτας. Το κεφάλι της ψυχής μου στη λαιμητόμο του έρωτα λούστηκε στο αίμα ανεξάντλητου φόβου. Και η Ανάσταση παγιδεύτηκε σε μία αλκοολούχα μετάληψη.

Η αυγή με βρήκε να περιμένω τα λουλούδια των φίλων μου.

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

[Έμεινα εκεί ...]

Έμεινα εκεί να σε κοιτάζω εκστατικός πλήρης από στοργή και τρυφερότητα κλεισμένα ματοτσίνορα κρατώντας μέσα σφαλιστά ένα θησαυρό -αυτά τα εξαίσια μελιά σου- άταχτες μπούκλες να χαϊδεύουν ντροπαλά το μέτωπό σου κι η ανάσα σου να κυματίζει αργούς ρυθμούς ποιός ξέρει πού σε ταξιδεύει τώρα ο Μορφέας νάμαι κ εγώ ταξιδευτής στα όνειρά σου άραγε; ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο ζωγράφισαν τα χείλια σου και τα λακκάκια σου ξεπήδησαν αυθάδικα κι εγώ να μην τολμώ ούτ' ένα άγγιγμα μην και διαταράξω αυτό το εξαίσιο είδωλο.. Εκεί είναι που θυμήθηκα πως κάπου άκουσα αυτό: Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου τότε που χαμογέλασες. Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!!!
Οκτώβρης 2016
Λευτέρης Ελευθερίου

Μετά τον τυφώνα / Χριστοδουλίδης Γιώργος



Ενας τυφώνας
μπορεί να ξεριζώσει δέντρα
να πάρει στέγες
να παρασύρει αυτοκίνητα.
να σε πετάξει μακριά
σαν άψυχο σκιάχτρο.
Μετά την καταστροφή όμως
αν σωθείς
όταν έρθει η γαλήνη
ανακαλύπτεις
ότι έχεις ακόμα κάτι πολύτιμο
κάτι ανεπανάληπτα πολύτιμο
που με τρόμο δεν ξέρεις
πια
πως μπορείς να προφυλάξεις.
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ερείπιο, 2007, εκ τότε ανέκδοτο

[Tην είδα να σε κυνηγά με ένα τηλέφωνο στο χέρι] Γεωργίου Εύα

Tην είδα να σε κυνηγά με ένα τηλέφωνο στο χέρι
Τώρα πια την συναντάς σε μόνιμους 
καταλόγους αναμονής
Άραξε το σπίτι της, στον τελευταίο καταυλισμό, λένε, 
χωρίς οδό…
Ανελέητες οπτικές παραισθήσεις
της κάνουν συχνές επισκέψεις
Στις αμετάβλητες συνταγές παίρνει το αντίδοτο της
Σε πίνει βάλσαμο στο τελευταίο καταπότι της μέρας
Σαν ακούει ήχο
 κρύβεται στη σκοτεινή πια κάμαρα
Κάποτε μονολογούσε "απαλά τα βήματα σου,
σαν γάτα να περπατάς"
Πείστηκε και άφησε την πόρτα ανοικτή,
μάλλον νόμισε θα επιστρέψεις
Σε ένα θωρακισμένο τανκς αναμασά το πεπρωμένο
Ξύπνησαν τα χρόνια!!
Ναι, αύριο ξημερώνει γιορτή!!
Θα λειτουργήσει άραγε ο ναός;;

[Το μολογώ πως τίποτα δεν έμαθα]

Το μολογώ πως τίποτα δεν έμαθα
δεν πα να λένε οι παλιοί
τα λάθη μου τα πάθη μου...
χίλιες φορές τα ίδια θε να κάνω
χίλιες φορές θα σιγοκαίγομαι
και θα αιμορραγώ
-φτάνει να το 'χει η κούτρα σου-
κατά πως λέγαν πάλι οι παλιοί,
εσύ εκεί στον ίδιο πόνο να ξαναγυρνάς
πληγές να ξύνεις ώσπου να ματώσεις
να συδαυλίζεις τη φωτιά ως να σε κάψει
πόνο να καταπίνεις μονορούφι
και σαν αψέντι να σου καίει τα σωθικά...
Κι ύστερα ;
ύστερα να σωριάζεσαι στα γόνατα
γυρνώντας στο κελί σου
ίδιο πεντάρφανο που κλαίει
για την πικρή του μοίρα...
Λευτέρης Ελευθερίου

[Ετοίμασα τον τάφο ...] / Τιμοθέου Ανδρέας

Ετοίμασα τον τάφο
όπως ετοίμαζα κάποτε το τραπέζι της Κυριακής.
Έβαλα λουλούδια στα βάζα,
καθάρισα με ευλάβεια τις μαρμάρινες πλάκες
και πέρασα με καθαρό πανί
τις γυάλινες επιφάνειες.
Αυτό ήταν το τελετουργικό…
Οι πορσελάνες της γιαγιάς, έγιναν μάρμαρα
και τα κρυστάλλινα ποτήρια, δυο γυάλινοι άγγελοι
προσκέφαλο των κεκοιμημένων.
 Σε λίγες μέρες, η Αγία οικογένεια
θα μαζευόταν για τελευταία φορά,
θα τρώγαμε το σώμα του παππού.
Ο τάφος έγινε το τραπέζι μας
κι από δω και μπρος
μόνος του ο καθένας μας
θα κατάπινε την Κυριακή του.

ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΩΝ ΛΙΓΩΝ


Αν το να είσ' ειλικρινής σε κάνει κι υποφέρεις
τον εαυτόν σου μην μισείς μα μάλλον να συγχαίρεις!
Αν το να είσ' ευαίσθητος συνέχεια σε πληγώνει
αυτό στα μάτια του Θεού να ξέρεις σε υψώνει!
Απόφαση σωστής ζωής και όχι πεπρωμένο
πέσ' το αν θες προνόμιο λίγων και μετρημένων!
Χριστοδούλου Θάλεια

[Η θάλασσα γέμισε...]΄/ Λαμπής Γιάννος

Η θάλασσα γέμισε γλάρους νεκρούς
Μια βάρκα μακελεύει τα κύματα
Μια κιθάρα ακούγεται από την παραλία
Το φεγγάρι βουτά στα νερά
Τ’ ακολουθώ στο βυθό.
Κάτω απ’ το νερό αναπνέει το τέρας
Του χαϊδεύω τα λέπια
Το καταπίνω
Κι αυτό με μαθαίνει να κλαίω
Και να σε ζω από μέσα μου.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΑ / Πανάγου Μαρούλλα


Μικρή η ευχαριστία
στην απεραντοσύνη των λέξεων
που μου χάρισες ΚΎΡΙΕ
Η δύναμη σου φώτιση
κι ορθάνοικτη η καρδιά,
μια μέλισσα που μάζεψε
την γύρη της αγάπης
Μες την κυψέλη του “ποιεί ν,”
κερήθρα χαρισμένη στην ψυχή .
Όπου είν' μονάχο ένα κερί
μιας θείας προσφοράς
κι ευχαριστίας .
Μαζί με μύρο αμαρτωλό
των γήινων παθών μου
γονατιστή στα πόδια σου θα χύσω
Να τα ξεπλύνω ταπεινά
Και η παράκληση
που την γαλήνη εκλιπαρεί
το φως το ιλαρό
Την “δόξα σι”προσμένει
αργά, πονετικά ,
σαν άγγελος τον ύμνο σου θα λέει
“Φώτισαν με ΚΎΡΙΕ ότι σύ ο Θεός μου “
.
Μαρούλλα Πανάγου

[Δεν πονώ ...] / Ανδρέου Ειρήνη

Δεν πονώ για τις μεγαλοπρεπείς κηδείες
των γερόντων αρχόντων.Σπαράζω για
τα άταφα κορμάκια των ερειπίων
 που τα κομμάτιασαν οι
άρχοντες 
ενώ παίζανε με τις κούκλες τους
για να ζήσουν τα δικά τους παιδιά των παλατιών .....
"Και δώσ' του ,τους κουρδίζουν οι μεγάλοι
και οι δουλειές στα οπλοστάσια μεγαλώνουν.
Η κατανάλωση του αίματος απίστευτα μεγάλη
και οι κανίβαλοι όσο πάνε δυναμώνουν..
Αφού χορτάσουν από σάρκες κι από αίμα
φορούν την μάσκα δήθεν του καλού
κι ανακοινώνουν - τι μεγάλο ψέμα -
λύση θα ψάξουν εις το πρόβλημα να βρουν.
Κι ενώ θρηνούνε χήρες κι ορφανά
κι η δυστυχία φτάνει στο ζενίθ της
στα ισοπεδωμένα απ' τον πόλεμο χωριά
σπαράζει η μάνα κι η ηχώ απ' την κραυγή της
κτυπά και χάνεται σε πύργους αψηλούς
όπου μοντέρνα κτήνη με γραββάτες ακριβές
διοργανώνουν με συμπόσια και χορούς
συνομιλίες που δεν τέλειωσαν ποτές.
μα αν επέλθει η ειρήνη τελικά
κάπου αλλού θα στρέψουνε το βλέμμα..
και στην ανάγκη έφτιαξαν πυρηνικά..
"τρανή" εφεύρεση!!! Σ ' όλα θα θέσει τέρμα"....
Απόσπασμα από το ποίημα μου "Πολιτισμός"
του βιβλίου μου " Της ψυχής μου τα κομμάτια "
που το έγραψα νεαρή , αντί για έρωτα
γιατί πιο πολύ αγάπησα τα παιδιά..
και μίσησα το άδικο και την βία ..
Γέρασα κι ακόμη γράφω για τα παιδιά
τα πεινασμένα τα αδικημένα τα σκοτωμένα
ανακυκλώνοντας τις φράσεις .....
κι οι κούκλες των παιδιών των ερειπίων
κείτονται χάσκοντας στον ουρανό
καρτερώντας το παραμύθι τους το ατέλειωτο..
κι η Κύπρος κι η Πόλη " "πάλι με χρόνια με καιρούς"...........
ένα παραμύθι ατέλειωτο κι αυτό... ΩΣ ΠΟΤΕ ;

παρουσίαση του Ανθολογίου Χαϊκού απόσταγμα του Α ' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΧΑΙΚΟY

Την 1η Ιουνίου 2017 ημέρα Πέμπτη, στις 8 μμ, στο σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα θα γίνει η παρουσίαση του Ανθολογίου Χαϊκού απόσταγμα του Α ' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΧΑΙΚΟY που προκήρυξαν οι Πνευματικοί Ορίζοντες Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού και η εκδήλωση απονομής των βραβείων και επαίνων.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Λόγος περί των πολλών ποιητών και των πολλών ποιήσεων

  γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

    Ο ποιητής Γιώργος Παυλόπουλος σε ομιλία του στην εκδήλωση τού περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» πού έγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της  Κύπρου» στις 8-12-1997, είπε πως είχε γράψει το παρακάτω χαϊ-κού:

Όλοι χωράμε
Οι ζωντανοί και οι νεκροί
Σ΄ ένα ποίημα.

   εννοώντας προφανώς ότι η τέχνη της ποιήσεως  μπορεί να υπηρετηθεί από όλους τους ανθρώπους και πως χωράει μέσα της ολόκληρη η «μνήμη του κόσμου»

    Αναφέρομαι δε σχετικά με παρακάτω λόγια,  γιατί αισθάνομαι άσχημα όταν διαβάζω να γράφεται σε διάφορους ποιητικούς τόπους του διαδικτύου αλλά και στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πως,  οι ποιητές έγιναν πολλοί, με τέτοιο τρόπο όμως που να υποδηλώνει με στόμφο ότι θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότεροι, στοχοποιώντας ουσιαστικά τους αδυνάτους στη τέχνη της γραφής και εξαιρώντας αυτούς (ζωντανούς και νεκρούς) που είτε έχουν καταξιωθεί ως ιερά τέρατα της ποιήσεως, οπότε κανείς μα κανείς δεν μπορεί να τους πιάσει στο στόμα του και να πει και μια δεύτερη κουβέντα ( πέθανε ένας καλός ποιητής, κατά το όμοιο: πάει ένας καλός άνθρωπος, ήταν ένας  καλός άνθρωπος) είτε έχουν ανεβεί το δρόμο του Γολγοθά, έχουν σταυρωθεί και τώρα οι Ποιητικές τους Συλλογές βρίσκονται στα δεξιά του πατρός της Ποιήσεως.
       Και ενώ με ασάφεια προσδιορίζεται από ετεροδημότες αυτής της τέχνης, η κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που έχουν το δικαίωμα στο χτίσιμο ποιημάτων, δεν συγκεκριμενοποιείται αυτή η κατηγορία. Έχουν λοιπόν δικαίωμα ποιήσεως οι χτίστες, οι σοβατζήδες, οι καλουπατζήδες, οι σιδεράδες, οι απλοί εργάτες και γεωργοί ή μόνο οι διδάκτορες Πανεπιστημίων, φιλόλογοι, φιλόσοφοι, διάσημοι αστέρες του χώρου του θεάματος, τραγουδοποιοί και γενικά αυτοί που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο της γλώσσας; Ή τελειώνοντας θα αναγνωρίσουμε αυτό το δικαίωμα σε όλους μα όλους τους ανθρώπους; Αλλιώς,  γιατί να αναφερόμαστε σε πολλές ποιήσεις σε εκείνους που δεν γεννήθηκαν ποτέ ή σε εκείνους που χαθήκαν, σκοτώθηκαν, εξαφανιστήκανε;
      Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε εκείνους που ασχολούνται με τον αθλητισμό. Δεν θα μπορεί κανείς να ασχοληθεί πλην εκείνων που η επιστήμη θα δικαιώσει την αξία τους και θα μπορούσαν να γίνουν πρωταθλητές. Τότε όμως, τότε πως θα μπορούσε να σταθούν όλα αυτά τα πρωταθλήματα, όλες αυτές οι κατηγορίες αθλημάτων όπου δεκάδες νέοι, γέροι και παιδιά ασχολούνται με το σώμα τους, ώστε να στεγαστεί εκτός  από τον απαίδευτο νου και η ματαιοδοξία τους. Αθλούνται,  καταναλώνοντας τον προσωπικό ελεύθερο τους χρόνο και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή που η προσπάθειά τους θα αμειφθεί  με μία ανώτερη κατηγορία, με μία πρωταγωνιστική θέση, με ένα μετάλλιο. Και ενώ λοιπόν όλοι έχουν το δικαίωμα να αθλούνται λίγοι θα ξεχωρίσουν και ελάχιστοι, οι καλύτεροι, οι μέγιστοι, οι άριστοι θα οδηγούν μπροστά. Μήπως,  κάπως έτσι,  θα πρέπει να δεχτούμε και την ενασχόληση των ανθρώπων με την ποίηση;
       Στη νέα εποχή, τουλάχιστον στην επικοινωνία που ξημέρωσε και συνεχώς βελτιώνει τις επαφές των ανθρώπων, θα πρέπει να έχουμε τη θέληση και να μπορούμε να ακούμε και να διαβάζουμε τον καθένα. Άλλοι θα γράψουν καλά, κάποιοι καλύτερα και άλλοι, ίσως οι εκλεκτοί και προικισμένοι με εκείνο το χάρισμα του θεού, που αντί για δάκτυλα θα έχουνε πέννες και οι άλλοι που η σκληρή εργασία θα τους καταστήσει μπροστάρηδες, θα συνθέσουν τα άριστα, τα καλύτερα, τα ιερότερα των ποιήσεων. Πριν από χρόνια με είχε απασχολήσει και εμένα προσωπικά το θέμα, αναρωτηθείς: «μα καλά τι χρειάζονται τόσοι ποιητές» και μάλιστα το είχα συζητήσει και με ορισμένους άλλους συνοδοιπόρους.  Με τη σκέψη αυτή όμως,  χωρίς να το επιθυμούμε χτίζαμε, ανεπίτρεπτο φυσικά, τοίχους και φράχτες. Σήμερα η σκέψη αυτή έχει διαγραφεί  οριστικά από το αλφαβητάρι της ποίησης.

Αν η ποίηση λοιπόν,
είναι μία έκρηξη συναισθημάτων,
εάν η ποίηση είναι ένα όνειρο,
εάν η ποίηση είναι η ζωή των τεσσάρων εποχών,
εάν η ποίηση είναι γνώση,
εάν η ποίηση είναι έρωτας και πόνος,
εάν η ποίηση είναι ανάγκη,
είναι ομορφιά μα και ασχήμια,
είναι το θελκτικό μα και η αποστροφή,
είναι το αληθινό μα και το ψεύτικο,
είναι ο πόλεμος μα και η ειρήνη,

ποιος θα μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά, πως αυτός ή εκείνος, πως αυτοί αλλά και οι άλλοι δεν έχουν δικαίωμα να προσπαθήσουν να γίνουν ποιητές, να εκφραστούν και να εκθέσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις δράσεις του εγώ τους, τη ζωή τους, μέσα από το κατανοητό και το ακατανόητο.

  Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε πως : «Η  ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.» και πως «είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα»
Ο Κώστας Καρυωτάκης είπε: «Η Ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
Ο Κώστας Μόντης αναρωτήθηκε: «Αφού δεν είπες τίποτα κύριε ποιητή, γιατί ενόχλησες τις λέξεις;»
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες επισήμανε: « Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας»

Και δεκάδες άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών τόνισαν την αναγκαιότητα των ποιητών και της ποίησης, που θα ήταν αδύνατο να αναφέρουμε στις λίγες αυτές σελίδες αυτής της ανάρτησης.


    Ας αφήσουμε λοιπόν τους απλούς κτίστες αυτού του κόσμου να γράφουν ποιήματα, σε μια προσπάθεια να βρούνε το καταφύγιό τους. Αν η προσπάθεια δεν έχει το τέλος που θα προσδοκούσαν και πεθυμούσαμε μπορούμε να ρωτήσουμε γιατί ενοχλήθηκαν οι λέξεις. Να είστε όλοι σίγουροι, πως στο τέλος η θάλασσα θα ξεβράσει κάθε τι άσχημο και πως θα αφήσει επάνω της να πλέουν,  στα καταγάλανα νερά της τα ωραιότερα και οι σπουδαιότεροι. 

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Τα σπίτια στην Αμμόχωστο


Έτσι που απόμειναν τα σπίτια μας, σαν αταξίδευτα φεγγάρια 
μόνο οι λέξεις μας τ’ αναγνωρίζουν 
σπίτια που βλέπεις μόνο τη φωνή τους, να την παιδεύει ο άνεμος

Βροχή, αέρας, έρωτας
λέξεις υπόλογες στους ίσκιους των σπιτιών μας
Πόσες φορές ανοίξαμε τα σπίτια μας στις λέξεις
Αφήνοντας τα ρήματα να σ’ αγκαλιάσουν
αισθάνεσαι το αμετανόητο της ομορφιάς τους
να έχεις κάτι να περιμένεις, έστω την ίδια τη συγγνώμη σου
κι αυτή ανάσα σου είναι
κι ας είναι ενοχλητική
βαριά σαν πέτρα
Ποιος πήρε τις λέξεις μας;
Από ποιο παράθυρο έφυγε η θάλασσα;
Έτσι να τρικυμίζει η ελευθερία
Να μην περνιέται για ευλάβεια…

.
.

Μαρία Κωνσταντινίδου – Δημητρίου

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Κατά Μέτωπον του Κωνσταντίνου Στυλιανού

Βλέποντας την ημερομηνία κυκλοφορίας του CD  "κατά μέτωπον" (2012) του Κωνσταντίνου Στυλιανού, αναρωτιέμαι πόσες αξιόλογες συλλογές τραγουδιών δεν θα ακούσω ποτέ. Και δεν θα ακουστούν γενικότερα, ούτε θα προβληθούν κατά το πως τις αξίζουν. Ίσως γιατί οι καλλιτέχνες που συνθέτουν τέτοιου είδους ακούσματα είναι μακριά από τις επιταγές του σύγχρονου συστήματος που προωθεί το ευτελές και το εύπεπτο. 
Δεν ξέρω εάν εγώ που είμαι απλός ακροατής θα μπορούσα να κατατάξω το άλμπουμ στην ροκ σκηνή, ο ήχος όμως που ακούγεται οδηγεί την σκέψη μου εκεί. Απαλά ροκ, ακούσματα καλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο ένα ριζοσπαστικό στίχο που περιγράφει με ουσιαστικό πρωτόγνωρο τρόπο τους αγώνες του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση και ελευθερία, για μια Κύπρο Ελληνική. 
Ο καλλιτέχνης δεν χαρίζεται. Με εύστοχο λεξιλόγιο που πολλές φορές ξενίζει καθώς χρησιμοποιούνται λέξεις σκληρές, ουσιαστικά αντιποιητικές, κατορθώνει να δώσει τα μηνύματα που επιθυμεί και που είναι ο στόχος του. 

Το άλμπουμ περιλαμβάνει τα παρακάτω τραγούδια

  • Κατά Μέτωπον
  • Λευκωσία - Μπέλφαστ
  • Μαύρο Πουκάμισο
  • Οδικός Κώδικας
  • Για τα παιδιά μας
  • Ζήτω η Νίκη
  • Πατρώα γη 
  • Σαλπάραμε 
Εξαιρετικός ο πρόλογος με την μουσική του κομματιού "Κατά Μέτωπον" Ίσως κάνω λάθος αλλά είχα την αίσθηση ότι άκουγα Ιρλανδέζικη Μουσική. Ξεχώρισα άμεσα τα κομμάτια: Οδικός Κώδικας, για τα παιδιά μας και το Ζήτω η Νίκη. Το άλμπουμ κλείνει με το άριστο : Σαλπάραμε. 

Μπορείτε να ακούσετε τα τραγούδια του δίσκου πατώντας επί του παρακάτω συνδέσμου:



Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΣΜΥΡΝΗ σε στίχους του Κωνσταντίνου Κυπριανού / Σύνθεση και ενορχήστρωση Παναγιώτης Καλασούντας




Σκορπώ τον νου στα μακρινά
στην καταχνιά που σβήνει η δύση
η σκέψη μου ώς τις ακτές
θα ταξιδέψω το μυαλό
της Σμύρνης να κυλήσει ...
με δάκρυ απ'τα μάτια μου
να ρίξω φώς μές τις αυλές της να πλύνω τις πληγές της ..
και άς χαθώ στο όνειρο


Πάρε με πέρα θάλασσα
ώς στην αρχή της Σμύρνης
λίγο απ'τα σμυρνέικα
στην ομορφιά εκείνης
πάρε με πέρα θάλασσα
σ'άλλη εποχή , χρόνια και μήνες
την Σμύρνη να μαγέψω
τραγούδια να της κλέψω ..

Σκορπώ την μνήμη σαν βροχή να ξεδιψάσω τις στεγνές
και πάλι να το ζήσω ....
στιγμές μου εκείνες οταν θα βγεί η ανατολή το πιό πολύ θα το κρατήσω το όνειρο που έζησα
Κυπριανού Κ